Οι ηδονές της Αϊσέ [68]
27-06-2018

68. Η εξομολόγος

 

Η συνεχής κουβέντα για τις αρετές του αμαξά, άναψε την περιέργεια, ποιας άλλης, της Μπολούρ. Και καθώς ήταν κοπέλα στην ακμή της και μπορούσε να αναριγήσει το δέρμα της από ένα παλιό περιοδικό, γρήγορα άρχισε να φαντασιώνεται τρελές εικόνες πάθους και να εκτιμά όλο και περισσότερο την παρουσία του ταπεινού, όμορφου Κούρδου.

Και πρώτα, άρχισε να βρίσκει αιτίες κι αφορμές να βρίσκεται κοντά του, στην αρχή καλώντας τον για συμμαζέματα κατάλληλα για άνδρες, όπως μετακινήσεις επίπλων και καθάρισμα μπουριών σαλαμάντρας, κι έπειτα άρχισε να του προσφέρει, ως αντίδωρο, καφεδάκι και άρχιζε ερωτήματα και ψιλοσυζητήσεις. Οι άλλες ψυχοκόρες το σεβάστηκαν και το πολύ να ρωτούσαν «πώς πήγε το ραντεβού» όπως ρωτούσαν πειραχτικά. Η Μπολούρ δεν αντιδρούσε, αλλά το χαμόγελό της ήταν ταυτόχρονα μυστηριώδες και πρόσχαρο. Αυτά τα φλερτ, πάντα είχαν την ανάγκη μαρτύρων.

Ο αμαξάς από την άλλη, ήταν καλλονός, αλλά όπως συμβαίνει συχνά, κάπως αργόστροφος. Κατοικούσε με μια πολυμελή οικογένεια κολλητά στο Τεκφούρ Σαράι και τους έδιωχναν κατά το Σισχανέ και είχε πρόβλημα. Μιλούσε με θαυμασμό για τον αφέντη και τις κυράδες και δεν τολμούσε να πει περισσότερα. Ένας αδελφός του μικρότερος, έτυχε και τον ρώτησε γελαστά «μήπως θέλει καμιά τους χαλβέτ;» εννοώντας χαδάκια της σάρκας ώσαν αυτά  που έγραφαν για τα χαρέμια. Ο αμαξάς τον χτύπησε με γροθιά, δήθεν αυστηρά και θυμωμένος, αλλά το μυαλό του πήρε την πρώτη στροφή.

Σε μια από τις επόμενες επισκέψεις του, άρχισε να ρωτάει δειλά την Μπολούρ για εκείνην. Η κοπέλα δεν το θεώρησε προσβλητικό, αλλά πίστεψε πως θα γνωρίζονταν καλύτερα. Τον άρχισε λοιπόν με αναμνήσεις από την Κασπία, για Φυλές αρειμάνιες με παράξενα ήθη, για Μάγους που ξεμάτιαζαν και Ινδές παραπεταμένες που τις είχαν για να καθαρίζουν τους υπόνομους. Άκουγε και έχασκε ο αμαξάς και σε μια αποστροφή του ομιλήματός της, εκεί που τους διεκτραγωδούσε πως την έκρυψαν σε μια αποθήκη σκουπόχορτου για να μη την μολέψει ένας ληστής, συνεπαρμένος της αρπάει το χεράκι και της το έσφιξε με ταραχή. Ευθύς η Μπολούρ μετέτρεψε την ταραχή σε πάθος και κόλλησε το μάγουλό της στη ράχη της παλάμης του. Το ένα έφερε το άλλο, άρχισαν τα φιλήματα και τα αγγίγματα και το μέγα πρόβλημα και των δύο ήταν να βρούνε μέρος μέσα στο κονάκι τα δυο τους, μακριά από υπηρέτες, δασκάλες και ψυχοκόρες.

Σας φαίνεται αδύνατο, αλλά τους πήρε τρεις μήνες. Έως τότε φιλιά και χέρια αμφοτέρων που τρύπωναν κάτω από τα ρούχα. Έμοιαζαν μαγεμένοι και αλαλιασμένοι, καθώς αναγκάζονταν να κρύβονται κι από τους εαυτούς των και συχνά, κρατιόντουσαν και η Μπολούρ, με παθιάρικη φωνή,εξομολογούνταν τη ζωή της και παρακινούσε τον αμαξά να της εκμυστηρευτεί την δική του. Αμολούσε τότε, εκείνος, ο κουτός και αργός, πλην καλλονός, μπόλικες υπερβολές, από την φτωχή του πείρα, καβγάδες με άλλους αμαξάδες, φανταστικά ταξίδια παραθαλάσσια και ορεινά, καθώς και καταγωγές από ανύπαρκτους μπέηδες, πασάδες και αγάδες που του σύντυχαν.

Η Μπολούρ καταλάβαινε τα ψέμματά του, αλλά καθώς την άφηνε να χαϊδέψει τις κλείδες των ώμων του και να γυμνώνει το ένα του γόνατο για να δει την παιδική πληγή του, άφηνε την ζωή της να αναρπάζεται.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*