67. Ο αμαξάς
Δεν αναφέρω το όνομα του αμαξά που γέμιζε τη ζωή του Εμίνογλου, επειδή ως τα τώρα κανένας δεν σκέφτηκε να μου το πει. Πάντως όταν ο νοικοκύρης του σπιτιού και των κτημάτων του, έλειψε μεγάλο διάστημα από το κονάκι του, εμπιστεύτηκε τις εξόδους και την φύλαξη των κοριτσιών, σε αυτόν ειδικά, καθώς ήταν βέβαιος πως θα τις σέβονταν και θα τις πρόσεχε χωρίς παρενοχλήσεις ερωτικές.
Κι έτσι, τα κορίτσια έβγαιναν έξω με την άμαξά του κι αυτός ήταν υπεύθυνος για τις εξόδους των. Εξάλλου ο Εμίνογλου του έταξε μια γερή αμοιβή. Εκείνες, εκτός από το χαμάμ και σπάνιες επισκέψεις σε φίλες τους, το πολύ να ποθούσαν να βρίσκονται σε μαγαζιά με ρουχικά και είδη γάμου. Δεν ήταν τότε πολύ συνηθισμένο σε γυναίκες να ψωνίζουν στην αγορά, και σχολιάζονταν συχνά. Εξάλλου είχαν και πρόγραμμα, κυρίως σε δασκάλες και άλλα μορφωτικά.
Οι ψυχοκόρες με την Μπολούρ επικεφαλής, την υποψήφια νύφη, δεν το παράκαναν, δεν πολυέβγαιναν. Ήξεραν τα όρια. Αλλά καθώς ο μόνος αρσενικός που έβλεπαν ήταν ο Εμίνογλου, είχαν αποκτήσει οικειότητα με τον αμαξά, για τον οποίον ήξεραν ότι ο Προστάτης τον εμπιστεύονταν.
Έτσι, μέσα στην άμαξα, άρχισαν οι κουβεντούλες και τα γελάκια. Κάθε ψυχοκόρη αισθανόταν άνετα με αυτή τη συμπεριφορά και ο αρχικά ευγενής και σιωπηλός αμαξάς, άρχισε να τσιμπάει, να λέει διάφορα, όχι πονηρά, να ξεναγεί, να λέει αστεία, να λέει τι προτιμά να τρώει, ξέρετε, αυτά τα απλά και τρέχοντα που εύκολα γλυστράνε στη φιλική συμπεριφορά. Και τα βράδια, τα κορίτσια τον ανέφεραν συχνά. Ο αμαξάς το ένα, ο αμαξάς το άλλο. Ήταν ζήτημα ημερών και εβδομάδων, η φιλική στάση να μετατραπεί σε ενδιαφέρον και το ενδιαφέρον σε προσήλωση. Άρχισαν να έχουν ελαφρές παραισθήσεις και ονειροπολήσεις. Πρόσεχαν το πρόσωπο και την φτιάξη του, τις κινήσεις και το στυλ του. Αλλά καμιά τους δεν εκδήλωνε στην άλλη εάν είχε και άλλες βλέψεις. Είχαν πάντως. Ενόσω ο Εμίνογλου πάλευε με συμμορίες και λήσταρχους, τα κορίτσια συνέκριναν τα σουσούμια του με του αμαξά και τα έβρισκαν λιγότερα.
Όταν κάποια στιγμή η Μπολούρ, η νύφη, εκδήλωσε τον θαυμασμό της για το παράστημα και τα ωραία του μάτια, η Άφρα και η Αϊσέ ξεσάλωσαν. Στο ένα που έλεγε η Μπολούρ, ανταποκρίνονταν με δέκα θαυμαστικά. Ήταν προφανές πως είχαν τσιμπηθεί. Και γρήγορα ζήτησαν τη συνδρομή της υποψήφιας νύφης για να ανέβουν οι πιθανότητές τους. Με τον κατάλληλο φερετζέ ντροπής βέβαια.
Όχι πως η Μπολουρ ήξερε πολλά, αλλά ήταν σίγουρα περισσότερα από τις μικρότερές της. Κι άρχισαν όλες διάφορες αναγνώσεις από περιοδικά ή συζητήσεις θεωρητικές με φίλες για τη δύναμη του έρωτα, για την Σεχραζάτ και την ωραία του Γιδίζ και μπόλικες ιστορίες από τις χίλιες και μία νύχτες. Όλες εμφάνιζαν τον πόνο και τον πόθο του Έρωτα Θριαμβευτή, ακόμη κι αν κατέληγε στην αυτοκτονία των ερωτευμένων. Και όλο και περισσότερο οι εραστές στις φυλλάδες, δεν ήταν πια ο Κασίμ και το Τζίνι, αλλά είχαν αντικατασταθεί από το πρόσωπο του αμαξά ,κι ας τον έντυναν με ρόμπες και τζουμπέδες με τελείωμα γούνας, ή με κάποιο ντύσιμο αγαπητικού με ψαθάκι μπαστουνάκι και στριμμένο μουστάκι σκληρό από την μαντέκα.
Έτσι ήταν τότε οι καιροί.