66. Το ληστρικό διάλειμμα
Ενόσω μαγειρεύονταν γάμοι και πανηγύρια και ο Εμίνογλου ρύθμιζε την παραβατικότητα στη Θράκη, μεταξύ Στράντζας και Ερεγλή, μαθεύτηκε πως ο σόργος του, πέραν της Αρμενίας, πήρε μπουρλότο και κάηκε.
Το έψαξε και έμαθε πως μερικές Ατζέμικες συμμορίες, με λήσταρχους και ασσασίνους που τους έδιωξαν Περσικά αποσπάσματα από τη χώρα τους, πέρασαν στις λίμνες πάνω από τους Κούρδους και ταλαιπωρούσαν τα χωριά.
Και πρώτα την πλήρωσαν οι δρόμοι. Τα φορτηγά με τα καύσιμα, οι αντιπρόσωποι συγκέντρωσης προϊόντων που είχαν αποθήκες και σερμαγιά και πλήθος κτηνοτρόφοι που είχανε καμήλες, βόδια και πρόβατα. Ευθύς το κράτος πήρε τα μέτρα του και δεν ήξερες, σε μερικές εβδομάδες ποιος υπέφερε περισσότερο. Οι λήσταρχοι ή οι χωρικοί. Επειδή οι τζανταρμάδες τρέφονταν από τον πληθυσμό εκεί δεν υπήρχε ακόμη επιμελητεία.
Οι αρχές έστειλαν τον Εμίνογλου να οργανώσει σταθμούς και να καθοδηγήσει την φύλαξη των δρόμων. Το είχε ζητήσει ο ίδιος, διότι μεγάλο μέρος από το κεμέρι του ήταν από τα εμπόρια σκουπόχορτου και τις φτηνές ζωοτροφές.
Κατακαλόκαιρο έφτασε, και οργανώθηκε. Μαζί του έφτασαν τουλάχιστον τριακόσιοι τζανταρμάδες, έμπειροι να αντιμετωπίζουν λαθρεμπόρους και λουλούδια της Προποντίδας που κυνηγούσαν κοντραμπατζήδες από Κύζικο και Ραιδεστό απέναντι.
Μόνο που δυτικά της Κασπίας, η ξεραΐλα ήταν φοβερή, τα χωριά αραιά, οι λήσταρχοι πάνοπλοι, κι επιπλέον οργάνωναν απαγωγές κεχαγιάδων και γυναικών. Τους τζανταρμάδες τους διοικούσε πολύπειρος στρατηγός και ο Εμίνογλου ασφάλιζε τα κερδισμένα χωριά, βοηθούσε τους κατοίκους και έχτισε αποθήκες που φυλάγονταν. Είχε την ευκαιρία να επιθεωρήσει και την περιουσία του εκεί, που την έβλεπε μάλλον πρώτη φορά .Οι επιστάτες του είτε είχαν εξαφανιστεί ή σκοτωθεί ή ,όπως διαπίστωσε σε μερικές περιπτώσεις, είχαν πάει στις συμμορίες.
Μετά από έναν μήνα, οι συγκρούσεις σταμάτησαν, αφού μεσολάβησαν αρκετές κρεμάλες και πλήθος φυλακίσεων, ενώ καλυτέρεψε η φύλαξη των συνόρων. Για την ακρίβεια, ο Εμίνογλου που βιαζόταν να ρίξει εμπόρευμα στα παζάρια το φθινόπωρο, βρήκε τις άκριες και πλήρωνε τους λήσταρχους να μη μπουκάρουν στη χώρα. Κόπηκαν και οι απαγωγές, επειδή οι κρεμάλες ήταν για τέτοια εγκλήματα.
Ζήτησε και του έστειλαν από το μεγάλο κτήμα του πολλές προμήθειες με πολλά φορτώματα και τάιζε πολύ κόσμο. Όταν δεν είχαν λεφτά, τους έστελνε στα χωράφια του. Κι επειδή δεν είχε άνθρωπο να βάλει στο πόδι του, αν έφευγε, σκαρφίστηκε να προτείνει στον αυστηρό, πολύπειρο στρατηγό έναν συνεταιρισμό. Να του δίδει το ένα τρίτο της σοδειάς ρεγάλο κι αυτό να κυβερνάει τα κτήματα με δέκα- είκοσι ενόπλους δικούς του.
Το παζάρεμα αυτό δεν το ‘μαθε κανένας ελεγκτής και ο στρατηγός το μετάδωσε σε συναδέλφους στο στυλ “υπάρχει ένας καλός στην υπηρεσία που βοηθάει και ειρηνεύει τα χωριά”. Ώσπου να ηρεμήσουν τα πράγματα, το άλλο καλοκαίρι, παζάρια, προϊόντα και διανομές είχαν επεκταθεί έως την έρημο και το όρος Ταύρος.
Αυτό το διάλειμμα, του έφερε τέτοιον πλούτο και υποστήριξη στην πρωτεύουσα, που τον τρόμαξε. Πάντως κανόνισε και έφερε πρώτος σινεμάδες στην Καππαδοκία και τα καινούργια ατσάλινα δρεπάνια. Έτσι γινόταν τότε η πρόοδος.