64. Ο καταδότης ηγεμόνας
Παρόλο που το συζητούσε, αλλά δεν το περίμενε, ο Εμίνογλου ορίστηκε προϊστάμενος σε μια υπηρεσία των Τζανταρμάδων, υπεύθυνος για τον ιματισμό και την τροφοδοσία. Έμοιαζε εικονική θέση, χωρίς αρμοδιότητες, αφού υπήρχαν ένστολες υπηρεσίας ήδη, που δούλευαν μια χαρά. Αλλά κατάλαβε πως τον ήθελαν για να εποπτεύει την περιοχή από τον Έβρο έως τα κτήματά του, για κατασκόπους, εχθρούς του καθεστώτος και ιδίως, κολλημένους θεοσεβούμενους που δεν καταλάβαιναν και εχθρεύονταν τις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ, στη γλώσσα, στο αλφάβητο, στο ντύσιμο και πλήθος άλλα.
Ο Εμίνογλου κατάλαβε πως τον ήθελαν για γενικό καταδότη, υπολογίζοντας πως η τεράστια κτηματική του περιουσία, από θάλασσα σε θάλασσα, τον έφερνε σε νταραβέρια με πολλούς αγρότες, καλλιεργητές και πολλούς περιστασιακούς εργάτες που χρειαζόνταν για την περιουσία του. Επίσης μπορούσε να επηρεάσει πλήθος πλανόδιων εμπόρων που κουβαλούσαν με τα κάρα τους ζαρζαβάτια και άλλα εμπορεύματα.
Βέβαια, δεν περίμενε τέτοιο εύρος καρφώματος. Δεν χρειαζόταν να περιοδεύει ψάχνοντας τους ενάντιους. Κάθε μέρα του ερχόταν καταγγελίες, αναφορές μαρτυρίες από την στρατοχωροφυλακή για οικογένειες, γέροντες και πεισματάρηδες που έλεγαν μια κουβέντα παραπάνω στα καφενεία ή αρνιότανε να βάλουνε τραγιάσκα αντί για φέσι. Η δουλειά του ήτανε να πείθει με το καλό ή με δωράκια με μικρές εύνοιες, εκπτώσεις στο εμπόρευμα, αλλά και εξασφάλιση πελατείας. Σ’ αυτό ήταν πολύ καλός εξάλλου. Σπάνια καλούσε κόσμο στο γραφείο της υπηρεσίας. Απεναντίας είχε ορμηνέψει τους επιστάτες του να φέρονται έτσι ή αλλιώς στους μικρούς εμπόρους. Τα φέσια χάθηκαν γρήγορα, τις διαμαρτυρίες τις έκοψαν οι οικογένειες όταν είχαν δυο ή τρία παιδιά να δουλεύουν στις σκάλες ή στα μποστάνια. Και η δουλειά με τον σόργο γιγαντωνόταν μέρα με τη μέρα. Ήρθε εποχή που πλήρωνε και είκοσι χιλιάδες κόσμο σε καμιά εκατοστή επιχειρήσεις του και μάλιστα με ελάχιστο μεροκάματο και πολλή παροχή φτηνών τροφίμων.
Με αυτά και με άλλα, σπάνια κατέληγε στο κονάκι του στο Ταξίμ. Τα κορίτσια του μεγάλωναν και του έστελναν κατά παράκλησή του ένα γραμματάκι το μήνα με τα νέα τους. Αλλά ο ίδιος στηρίζοντας στους υπαλλήλους και υπηρέτες του, που τον πληροφορούσαν επακριβώς για τις λεπτομέρειες. Και έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του όταν ανέθεσε το καθήκον να του φέρνει τα χαμπέρια, ο αγαπημένος του Κούρδος αμαξάς.
Οι συναντήσεις του έτσι, δεν παραξένευαν κανέναν και η έξαψη στη σχέση τους έμεινε μυστική. Τραγούδια και ιστορίες για νυχτέρια θα κάλυπταν εκείνα τα εξαίσια απογεύματα μεταξύ τους.
Αλλά όλες οι στιγμές του βίου είναι πλεχτά που έχουν και ανάποδη πλευρά. Ο Εμίνογλου αργά κατάλαβε πως δούλευε σε υπηρεσία χωροφυλακής, δηλαδή ανθρώπων μαθημένων να ψυλλιάζονται το κάθε τι, να μην εμπιστεύονται κανέναν και να ψάχνουν κάτω από το χαλί. Κι έτσι, η σχέση με τον αμαξά διαδόθηκε αμέσως στα διπλανά γραφεία και την μουρμούριζαν όχι μόνον οι τζανταρμάδες, αλλά και απλοί άνθρωπο της αγοράς και των χωραφιών.
Ο Εμίνογλου δεν πανικοβλήθηκε, αλλά πήρε τα μέτρα του. Και αποφάσισε πως για να κλείσει στόματα και να αδιαφορήσουν για τη ζωή του, έπρεπε να τους χαρίσει μια δική του ζωή συνηθισμένη. Έτσι άρχισε τα προξενιά, να γαμπρίζει και να παραπονιέται πως από την πολλή δουλειά και τις σκοτούρες, θα πέθνησκε άκληρος και μπακούρι.