Οι ηδονές της Αϊσέ [62]
19-06-2018

62. Ένα ταλαιπωρημένο περιοδικό

 

Αυτή η ανέμελη, μυστική, κάπως βαρετή ζωή των κοριτσιών, φαινόταν πως θα κυλήσει αδιατάρακτη, αλλά κανείς ποτέ τίποτε δεν ξέρει. Ο Εμίνογλου πέρασε φρικτές νύχτες όταν τον πληροφόρησαν πως η κυβέρνηση τον σκέφτηκε ως πολιτικο επίτροπο  των Τζανταρμάδων, των στρατοχωροφυλάκων κι εκείνος δεν είχε ιδέα περί τίνος πρόκειται. Αποδείχτηκε πως ήταν διάδοση, αλλα ο ίδιος πανικοβλήθηκε στο ενδεχόμενο να τιμηθεί σε θέση για την οποία τίποτε δεν γνώριζε, με βέβαια την αποτυχία του.

Εκείνες τις ημέρες, απογευματάκι, η Μπολούρ έμπαινε στο σοκάκι της βιαστική και ασυνόδευτη, όταν από ένα μαγαζί που είχε μόνον μια πόρτα στον δρόμο και κατέβαινε μετά σε υπόγειο, μια κακοντυμένη γραία, θαρρείς παραφυλάγοντάς την, την χαιρέτησε γελαστή και η κοπέλα με σεβασμό αντιχαιρέτισε. Μονάχες τους στο σοκάκι. Τότε, η γραία, αστραπιαία, της πέρασε στην παλάμη ένα λερό μισολυωμένο περιοδικό χωρίς εξώφυλλο με την προτροπή «πάρε να χαρείς, όμορφή μου». Εκείνη προσπάθησε να αρνηθεί, αλλά η έμπειρη της μοναχικής πόρτας δραπέτευσε με ταχύτητα στα έγκατα του υπογείου, οπότε η Μπολούρ έκρυψε το παλιόπραμα ανάμεσα στη ζώνη και στη μαντήλα της.

Στο φως του ηλεκτρικού, κοίταξε το λείψανο του περιοδικού και νόμισε πως θα της βγει η ψυχή. Ήταν φωτογραφίες χωρίς λόγια, από γυναίκες γυμνές, ή μισόγυμνες που κοίταζαν το φακό με τόλμη και βαμμένες βαριά, φορώντας σε λίγα σημεία τούλια και μούλια ή ξάπλωναν σε καναπέδες και πολτρόνες. Και στο  τέλος του ξεφυλλίσματος, ήταν τα μεγάλα δεινά: υπήρχαν σελίδες με ντυμένους άνδρες που ασύστολα παίνευαν τη στύση τους ενώ άλλες γυμνές γυναίκες τους χαϊδεύανε και με λυπημένο βλέμμα έδειχναν μαγεμένες.

Για την Μπολούρ, που έκτοτε και για κανέναν μήνα ξεμοναχιάζονταν παρέα με το περιοδικό, ήταν η ίδια η κόλαση αυτοπροσώπως. Πρέπει να ξεφύλλισε τις μικρές, σακατεμένες σελίδες μύριες φορές, απ’ την καλή και την ανάποδη, στοχοποιώντας την λευκή σάρκα των γυναικών, μένοντας εμμονικά σε μερικές που πράγματι την αναστάτωναν και με το άλλο μάτι στην κλειστή θύρα, μη και έχει επισκέψεις.

Μετά άρχισε να μιμείται μερικών τις πόζες και να φέρνει το χέρι της εκεί όπου έδειχναν οι φωτογραφίες και ανακάλυψε πως απέκτησε το βλέμμα τους. Διότι αισθανόταν ερεθισμό και ντροπή ταυτόχρονα. Στο τέλος της εβδομάδας, δεν είχε χορτάσει η ματιά της και ανακάλυψε πως το σώμα της ήταν μια μηχανή γλύκας και ανησυχίας και κατάλαβε πως η ζωή της ήταν αδύνατο να περάσει κρυφοκοιτάζοντάς το. Τολμηρά δοκίμαζε επαφές, τα χέρια της μαλακά αργοκίνητα σαλιγκάρια που έψαυαν το κάθε τι δικό της και ποθούσε όλο και περισσότερο να έχει έναν καθρέφτη στην κάμαρη να τον κοιτάει, πλην δε διέθετε. Με το παντζούρι κλειστό κοιτάζονταν στο μισάνοιχτο τζαμιλίκι και χάζευε τον εαυτό της, ώσπου ανακάλυψε ότι κι ένα λεκανάκι με ακίνητο νερό έκανε την ίδια δουλειά Κοίταζε αποσπασματικά το κορμί της εκεί μέσα και κάθε φορά που έσταζε ο ίδρως της από λαγνεία, η εικόνα δραπέτευε στους ομόκεντρους κύκλους το νερού που απομακρύνονταν.

Δεν την έπαιρνε είδηση κανένας. Ήταν εκεί, μαζί με τις εικόνες της. Ένας θερμός, αμαρτωλός κόσμος ανοίγονταν μπροστά της. Δεν ήξερε πώς να φερθεί και τι να κάνει. Καταλάβαινε πως υπήρχε συνέχεια, αλλά δεν ήξερε το πώς και το γιατί, μέσα στην κάμαρή της, σε εκείνο το κονάκι.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*