Οι ηδονές της Αϊσέ [61]
18-06-2018

61. Οι εργολαβίες

 

«Εργολαβία» έλεγαν οι παλαιοί Αθηναίοι το κόρτε, το φλερτ. Στο Ταξίμ, σε ένα τέιο από αυτά που οργάνωνε ο Εμίνογλου, συνέβησαν τέσσερις και σας τις ιστορώ.

Ήταν σύναξη οικογενειών, υπαλλήλων και μη μου άπτου χαρακτήρων. Υπήρχαν πολλά σοροπιαστά και δύο ταμπουράδες. Υπήρχαν δασκάλες ασυνόδευτες και γονείς μαθητριών που ήξεραν τα κοράσια. Το τσάι έρρεε ασταμάτητο.

Στην μικρή έφηβη Αϊσέ, πλεύρισε ένας υπεράνω υποψίας γέροντας. Δήθεν φιλικός και καθόλου ερωτικός, παρομοίαζε το λευκό της πρόσωπο με ένα φεγγάρι ολόγιομο, με πυρωμένα μάτια και την κορμοστασιά της ωσάν το γαλακτερό ποτάμι του Γαλαξία που σκέπει τα δημιουργήματα του Αλλάχ. Δεν την άγγιξε, δεν την έβλεπε πονηρά, μόνον ιστορίες κατάλληλες για παιδιά της έλεγε και τάχα μπεγλέριζε το κομπολόι του, αλλά φρόντιζε, δήθεν τυχαία, να αγγίζει και να φρεσκάρει την ανάμνηση των αχαμνών του. Κανένας δεν  κατάλαβε τον ίδρωτα του πόθου που έπλενε τα μαλλιά του, αφήνοντας μικρά ρυάκια από τη μαύρη βαφή.

Την Άφρα, απεναντίας, που ήταν πιο χαμηλοβλεπούσα και συσταζούμενη, με χειρότερο φουστάνι και πασουμάκια, της κόλλησε ένας νέος μαθητής ιεροδιδασκαλείου, επιζητώντας προφανώς ένα «χαλβέτ» δηλαδή μια επιτρεπόμενη σαρκική επαφή όπως με τις παλλακίδες των χαρεμιών. Αυτός ήταν όλο αποσπάσματα από το Κοράνι και μεγάλους ποιητές του παρελθόντος στα φωναχτά, αλλά κάθε φορά που καταλάβαινε ως δεν τους έβλεπαν, σούφρωνε παθητικά τα χείλια του, όπως σήμερα κάνουν ντακ φέης οι νιούτσικες, υποσχόμενος ουρανούς ρομαντίλας και βαρκάρηδες να λάμνουν τραγουδώντας ατζέμικους αμανέδες.

Απεναντίας η Μπολούρ, που ήταν όχι μόνον σε ηλικία γάμου, αλλά και προκαλούσε αισθήματα και μεράκια το βλέμμα της, είχε τριγυριστεί από μπεκιάρηδες και ζευγάρια που είχαν αγόρια που γάμπριζαν και της ζητούσαν, λάμποντας η ομορφιά της, πληροφορίες και υλικό για την Κασπία και τα λιμάνια που εγνώρισε, για τα ρουχαλάκια των Περσίδων και την βροχή των Περσειδών, ενώ έπεφταν και σπόντες πώς έγινε και χαραμίστηκε χωρίς να τηνε τάξουν εδώ και δεκαπέντε χρόνους οι δικοί της σε κάποιον λεβέντη του Ισπαχάν. Και η Μπολούρ, που ήξερε από λαθραία και ένοχα αγγίγματα και βαθιά χάδια περισσότερα από τον καθένα και την καθεμία της σύναξης εκείνης, μιλούσε ως γιαβουκλού και αθώα ωραία του Γιλδίζ, διασκεδάζοντάς το πάρα πολύ

Η τέταρτη εργολαβία στήθηκε παράμερα και αριστοτεχνικά. Ήταν ο Εμίνογλου που πρόσταξε τον αμαξά να προσέξει τα άλογα στο δρόμο και να τα ποτίσει, και πήγε δήθεν ως αφέντης να εποπτεύσει. Πέντε λεπτά έμεινε δίπλα του, στο μπράτσο αγγίζοντάς τον και στα νεφρά του, βοηθώντας τον τάχα να γεμίζει το γκιούμι και κρατώντας μετά τον μαστραπά για το ξύστρισμα, επειδή ένας ντορής είχε λερωθεί. Από τα δικά του δάχτυλα στο μπράτσο του αμαξά, γέμισε το φεγγάρι ελπίδες και λαχανιαστή καύλα, και ως αφέντης πρόλαβε να του τάξει ομορφιές και πλούτια και πουκάμισα και στολισμένα πασούμια που έγιναν αποδεκτά με χαμογελαστή σιωπή. Ο έμπειρος αμαξάς θα τον περίμενε στο Εντιρνέ Καπισί, και μαζί θα  διάλεγαν μιαν αναπαυσιά σε κάτι τάφους.

Αργότερα,  έφυγαν όλοι ευχαριστημένοι, ο καθένας με τη μαστορική που έχτισε σε τόσον ξένο κόσμο.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*