Οι ηδονές της Αϊσέ [58]
13-06-2018

58. Εκπαίδευση

 

Στην Αϊσέ μάθαινε τούρκικα  κατ’ οίκον μια Αρμένισσα δασκάλα που έκρυβε την καταγωγή της και είχε ζήσει στην  Περσία, αλλά κανένας δεν της έδινε σημασία επειδή ήτανε επίσης τυφλή. Ήταν χάρμα αν πρόσεχες με πόση άνεση και προσοχή οι πέρσικες λέξεις γίνονταν τούρκικες και αντιστρόφως. Φυσικά, μέσα σε τρία χρόνια, καθώς ήταν όλα κουβεντιαστά, το κοράσιο έμαθε μια χαρά να μιλάει στη νέα της Πατρίδα.

Η Άφσα έμαθε τα γράμματα σε ένα σχολείο για κοπέλες, που μελετούσε το κοράνι, αλλά ασκούσε, ως υπέρτατη ανάγκη, τον αργαλειό και την Οικοκυρική. Ήταν επιμελής, έμαθε να συνεννοείται με τα φτωχά λόγια του δρόμου και των εμπόρων- η μόνη που μπορούσε να μιλάει και λίγα ρωμέικα. Όταν βγήκε από αυτό το σχολείο, πήγε σε ιδιωτική σχολή με γαλλικά και λογιστικά, ενώ απέκτησε φιλενάδες που διάβαζαν ξένα περιοδικά και της άρεζε πολύ η μόδα και τα κουτσομπολιά. Πόθος της, να μπορέσει κάποτε να αγοράσει ένα ποδήλατο με καλάθι, ώστε να βρίσκεται σε λιβάδια του Βοσπόρου και να μαζεύει λουλούδια και πεταλούδες. Το σινεμά ήταν απαγορευμένο, όπως και τα θεάματα, αλλά η φαντασία της και οι σπάνιες φωτογραφίες των περιοδικών αντικαθιστούσαν τον ζωντανό κόσμο.

Της Μπολούρ η μοίρα σφραγίστηκε από ένα αυστηρό αμερικάνικο κολλέγιο θηλέων, όπου για τρία χρόνια έμεινε εσωτερική, έμαθε καλά τη γλώσσα και οικονομικά, μελέτησε μουσική και Ιστορία, έτσι ώστε όταν επέστρεψε στην κατοικία του προστάτη της, ήταν σε θέση να αποκτήσει κύκλο γυναικών, να λειτουργεί ως οικονόμος και νοικοκυρά, επικεφαλής του υπηρετικού προσωπικού και στις όποιες περιπτώσεις έλειπε ο  Εμίνογλου σε ταξίδια και αποστολές, άρχισε να περιτρέχει τα λογαριαστικά του βιβλία, μαθαίνοντας αυτά που έπρεπε από γραμματικούς και λογιστές.

Απαρεγκλίτως μια φορά τον μήνα, ενίοτε και ανά εβδομάδα και πάντοτε το καλοκαίρι, βρίσκονταν σε μεσημεριανό τραπέζι ως οικογένεια. Ειδικά το καλοκαίρι, άσχετα εάν πήγαιναν στον Τσεκμετζέ της Προποντίδας ή στην παραλία των Μετρών, στη Μαύρη θάλασσα, περνούσαν θαυμάσια με τον Ανάδοχο και Προστάτη τους. Ενίοτε έβγαιναν και με βαρκάκι τραγουδώντας, η παρήγγελναν κι έρχονταν κομπανίες με δεινούς τραγουδιστάδες για να διασκεδάσουν.

Ο αξέχαστος, αν και υγρός και περονιασμένος τον χειμώνα πολίτικος τρόπος της ζωής. Ποικιλία μεζέδων, μικροπωλητές, παζάρια και εγκάρδιοι γείτονες, παιδιά να αναζητούν και να μυρίζουν νυχτολούλουδα, μια γεροντική νυχτερινή φωνή να ακούγεται σε έναν αμανέ, παρέες παιδιών, σπάνιοι πετροπόλεμοι στις γειτονιές, φασαρίες με το κάρο των γιαγκίνηδων που έσβηναν φωτιές σε φτωχικά σοκάκια, θάνατοι παιδιών εξαφνικοί, κηδείες σπαραχτικές και προσευχή της Παρασκευής και στις πάμφωτες, όχι πολλές αίθουσες των ευπόρων στο Μπεμπέκι , να λαμποκοπάνε οι πολυέλαιοι και τα κρυστάλλινα σερβίτσια, στους ήχους ουγγαρέζικων βιολιών και στα πνευστά μιας ξεπεσμένης περιοδεύουσας κομπανίας, συνήθως ιταλικής ή αυστριακής.

Ναι ήταν μια ζωή αξέχαστη που σπανίως την διέκοπτε μια κρίση ή μια κατηφοριά του χρηματιστηρίου. Και τα κοράσια μεγάλωναν θαρρείς αυτόματα έως την ημέρα που ο Εμίνογλου χάλασε από έλκος το στομάχι του και τον πρόσεξαν όχι τρία παιδάκια-κοριτσάκια, αλλά τρεις νέες κοπέλες, ντυμένες μοδάτα, με καστόρινα καπέλα, που έψαξαν και βρήκαν έναν γιατρό.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*