35. Ο βιασμός
Βρέθηκε γρήγορα μια γούρνα με ρηχό νερό και ο Πετρώνιος, έσυρε τις δύο γυναίκες με βία εκεί και κατέβηκε από τον χλωρό του ίππο. Με μια απότομη κίνηση, σταμάτησε στο ρείθρο το πλήθος που τον ακολουθούσε με ανάμικτα συναισθήματα και με μια κοφτή χειρονομία, έταξε τους λεγεωνάριους σε μια μονή σειρά, με τις λόγχες ενάντια στο πλήθος, ανάμεσα στην άμμο και στη γούρνα.
Κράτησε τις γυναίκες δεμένες, ώσπου να απαλλαγεί από την αρματωσιά και τα ρούχα του. Κρατώντας πλατύ μαχαίρι έκοψε με σίγουρες κινήσεις τα δικά τους ρούχα. Τις έσυρε στο νερό, βρέχοντας το κεφάλι και το σώμα τους και άρχισε να τις χτυπάει τελετουργικά και βίαια, ώσπου να ξεπηδήσουν δάκρυα από τα μάτια τους και να γίνει το πρόσωπό τους μια μάσκα τρόμου, απελπισίας και πόνου.
Ανάγκασε την Αΐντα να βυθιστεί ολόσωμη μπρούμητα στο νερό και οδήγησε νευρικά τα χέρια της Σαχίνης να κρατούνε την κεφαλή της Αΐντας μόλις να ανασαίνει μισοπνιγμένη, ενώ την μικρή βασίλισσα την έβαλε να καθήσει με το στανιό, ως τη μέση στο νερό, κρατώντας το κεφάλι της βασίλισσας των Νουβίων στην μικρή αγκαλιά της, ώστε να ηδονίζεται ακούγοντας τον σπαραγμό και τον φόβο της Σαχίνης, αναγκασμένης να βλέπει την φρικτή σκηνή.
Ο Οίστρος και ο Ίμερος του ξύπνησαν τη πιο αυταρχική και ταπεινωτική για τις γυναίκες αυτές συμπεριφορά. Την Αΐντα την βάτεψε σιωπηλός, χρησιμοποιώντας βάναυσα το ένα και το άλλο γόνυ πάνω στους μηρούς και στη λεκάνη της, ενώ την ώρα που τρελαίνονταν από πάθος, φρόντισε να της ανεβάσει τα χέρια πίσω στην πλάτη της, με τόση πίεση, ώστε έσπασε τον ώμο της και εξαρθρώθηκε η άλλη της ωμοπλάτη. Τελειώνοντας, έκανε νεύμα στην πιο κοντινή του αρματωμένη ομάδα και τους πρόσταξε να την χαρούν επίσης, κατά την έκφρασή του, μόνον να μη τους πεθάνει. Κι εκείνοι, πρόθυμα την άδραξαν και την βίασαν ομαδικά, ενώ τελειώνοντας την έδερναν αλύπητα. Ο Πετρώνιος ασχολήθηκε με την Σαχίνη, και τα ανήκουστα μαρτύρια που τις επιφύλαξε, ξεπερνούν κάθε περιγραφή, γι’ αυτό και σιωπώ. Δεν προχώρησε σε κατάγματα και άλλες κακώσεις, αλλά τελειώνοντας, τις έρριξε δυο απανωτές γροθιές στο αλαβάστρινο πρόσωπο, παραμοφώνοντάς την.
Οι δύο γυναίκες, ολόλυζαν και σπάραζαν μισοπνιγμένες, όταν ο Πετρώνιος ζήτησε καθαρό ιμάτιο και χιτώνα, που ευθύς του προσφέρθηκε, και έδωσε εντολή με το χέρι να τις πετάξουν έξω από το νερό. Διέταξε τους στρατιώτες του να απωθήσουν το πλήθος και να το διώξουν από τα μάτια του και περπάτησε ξαναμμένος έως το ανάκτορο της Αΐντας και ζήτησε να μείνει ανέπαφο, επειδή θα ήταν η νέα του Έδρα. Τα γύρω κτίσματα, τους κήπους και τους ναούς, τους ανθρώπους και κάθε τι ζωντανό, το έθεσε στη διάθεση του στρατού του. Η αυλή ερήμωσε, κατοικημένη μόνον από τα βογγητά και το λόξυγγα των δύο βασιλισσών.
Όταν βγήκε η μητριά τους η Σελήνη, ο Λεόντιος και ο Σενέτ, πλήρωσαν μερικούς περαστικούς και έφεραν πάνω σε φορεία τις δύο θεές, μισή ώρα δρόμο, σε τόπον αφανή και άσημο. Εκεί ο γιατρός τις γιατροπόρεψε, έδεσε τις πληγές, έβαλε νάρθηκες και με μια κίνηση έμπειρη, ξανάβαλε την ωμοπλάτη της Αΐντα στη θέση της. Και τις κοίμησε με αφιόνι, περιμένοντας να χαθεί η σελήνη για να χαθεί η ομάδα στην μαύρη νύχτα.