25. Τι είναι ένα παιδί;
Είναι ένα θαύμα που πείθει; Ένα βάσανο που λυτρώνει; Πρόσωπο που σ’ έχει ανάγκη, σ’ αγαπάει,σε εχθρεύεται, σε βαριέται αλλά σε νοσταλγεί ή σε κρίνει αυστηρά αν λείψεις;
Για μια μικρή, νέα βασίλισσα, ενός βασιλείου που δεν υπάρχει, ένα παιδί είναι λόγος να φτιάξεις ένα βασίλειο, διότι αν όχι, τότε αρκεί να στήσεις ένα ρέμπελο, μια ανταρσία. Βασίλειο θα πει διαδοχή. Κι ας κερδίζεται συχνά με αίμα.
Την νέα βασίλισσα και τον αγαπητικό της, τους περίμεναν σκοτεινές και λαμπρές ημέρες, πόλεμοι, νίκες, ακόμη και το λερωμένο σεντόνι μιας ήττας. Και το παιδί που εκείνη ήθελε, έτσι ατακτοποίητα που ήσαν όλα, μάλλον θα κατέληγε όμηρος ενός δυνατού αντιπάλου. Εκτός κι αν εκείνη, ζητώντας ένα παιδί από τον Λεόντιο, εννοούσε μάλλον «βασίλειο» και τείνω προς αυτήν την εκδοχή.
Και ο Λεόντιος μάλλον συμφωνούσε με τη δεύτερη εκδοχή. Αφοσιώθηκε να σχεδιάζει το μέλλον και να σοφίζετα πλήθος στρατηγήματα, αλλά το σπέρμα του το χαράμιζε στο δέρμα και στα ρούχα της βασίλισσας, κι εκείνη δεν θύμωνε. Μάλλον το αντίθετο.
Πρώτη δουλειά ήταν η αναζήτηση Τόπου και λαού. Από το νησί της Ταπροβάνης, σήμερα Κεϋλάνη, κι έως την Αίγυπτο, πλήθος ήταν οι φυλές που ζητούσαν αρχηγό και Ενωτή, με τέτοια παντοδυναμία στον Χάρτη, των Ρωμαίων, των Κινέζων της Κατάης και την άγρια Ορδή του παγωμένου βορρά. Ακούγονταν πολλά και για τη μαύρη Λιβύη, που τηνε κατοικούσαν γορίλλες και πυγμαίοι, αλλά και σπάνιας ομορφιάς φυλές, πέρα από τις πηγές του Νείλου που κανένας δεν είχε ιδεί. Επίσης, στην Αραβία και τριγύρω, οι έμποροι επέμεναν πως μπορούσες να αγοράσεις μια Φυλή, αρκεί να μη σέβονταν τον μετεωρίτη της Μέκκας και να ήταν αρκετά τα πλούτη και τα χρήματα.
Αυτό τους φάνηκε πιο λογικό, και το ζευγάρι κάθησε να μετρήσει το βιός του και να μοιράσει μέρος του στους ακυβέρνητους. Βοήθησε πολύ και η πείρα του Βαρσάκ από το σιδεράδικο και την αγορά που κατείχε στη λίμνη, δίπλα στην Ορδή, κι εκείνοι δεν διανοήθηκαν να τον κατακτήσουν.
«Τα καραβάνια, οι αγορές και τα παζάρια, οι έμποροι, είναι ένας άοπλος στρατός» εξηγούσε. «Δεν έχει πολλά έξοδα και φθείρει την ανθρώπινη ζωή. Για να βρεις γυναίκα στους αδέσποτους, την πιο όμορφη, ο πατέρας της ζητά και παίρνει το πολύ δυο καμήλες και μεταξωτά, χώρια τα δώρα. Για την ίδια γυναίκα σε κάστρο, πρέπει να το κατακτήσεις και να σφάξεις τους«μισούς».
Τον άκουγαν σιωπηλοί, καθώς μετρούσαν το έχει τους. Καλύτερη περίπτωση φαινόταν η ίδια η Σούρα, αλλά δεν αποφάσιζαν την επένδυση, επειδή ο τόπος εύκολα μπορούσε να ενωθεί, αλλά εύκολο έμοιαζε και να διαλυθεί.
Η νέα, μικρή βασίλισσα, βρήκε τη λύση από μόνη της.
Ο Λεόντιος ήταν θεραπευτής και το ήξερε. Η λύση δεν ήταν ο πόλεμος και ο φόνος και η αυστηρότητα των νόμων. Ήταν η γητειά, η μαγεία, η θεραπεία και οι τύχες που πρόλεγαν τα άστρα. Ήταν τα θαύματα και οι θρύλοι και βολικοί θεοί. Οι κατάρες να πιάνουν, οι ευχές να εκπληρώνονται, οι ελπίδες να είναι ζωντανές και πάντοτε, στο τέλος, να υπάρχει μια άλλη ζωή, καλύτερη, δίχως πόνο για όποιον πέθαινε.
Φαινόταν μια καλή νέα πατρίδα. Έτσι κι έγινε.