Οι ηδονές της Αϊσέ [23]
25-04-2018

23. Ο γιατρός

 

Γύρισαν οι κουρσάροι από την Υεμένη, δαρμένοι και πολυτραυματίες, φέρνοντας μερικές μεγάλες χελώνες λάφυρα . Με χαρά άκουσαν πως η Σούρα θα τους ανέθετε τον ρόλο του στρατού στο κράτος της και όταν άκουσαν το μερίδιο από τα λάφυρα που δικαιούνταν, μέθυσαν επί αρκετά βράδια από την ευτυχία.

Το άλλο σχέδιο που ζήτησε η βασίλισσα, ήταν ένα λιμάνι. Καθώς δεν υπήρχε βράχος μήτε για δείγμα στη χώρα, η μόνη λύση ήταν, πίσω από τον μοναδικό λόφο, να σκάψουν την άμμο βαθιά, και να παραδώσουν ένα καταφύγιο στρογγυλό, με ένα στόμιο στη θάλασσα, για να μπαίνουν μέσα τα καράβια και να είναι ασφαλή. Ωραίο σχέδιο, αλλά έφτασαν δυο δυνατοί άνεμοι της ερήμου και το σκαμμένο λιμάνι χάθηκε πάλι. Η βασίλισσα, ήταν έξαλλη και είπε στον γιατρό:

«Δεν ήξερα πως όταν κυβερνάς, σου εναντιώνονται οι θεοί»

Ο γιατρός απάντησε με μια παροιμία των Ινδών: «αν δε σε θέλουν οι θεοί, σε θέλουνε οι δαίμονες» και την ξάφνιασε. Εκείνος, επέμενε:

«Η πόλη, άνασσα και κυρά, δεν είναι ζωντανό που μεγαλώνει και ψάρι που ψαρεύεται. Οι πόλεις υπάρχουν από πάντα και όσες χτίστηκαν, καλώς χτίστηκαν. Κι έχουν απ’ όλα: λιμάνι κλειστό και ανοιχτό, κάστρο και πολεμίστρες, δουλεύουν το σίδερο, το ξύλο και τον χαλκό και το χρυσάφι του φυλάνε. Σπάνια δοκιμάζουν πλέον να χτίζουν νέες πόλεις- το πολύ να διορθώνουν τις παλιές Επομένως, εάν θέλεις η Σούρα να προκόψει, να την κάνεις δυνατή και να αρπάξεις από αδύνατους λαούς τις πόλεις που ποθείς. Θα τις στολίσεις όπως επιθυμείς και θα γνωρίσεις την ευτυχία»

Η νέα βασίλισσα δεν κατάλαβε καλά. Μαθημένη να την υπηρετούν, να την γιατρεύουν και να την σκέφτονται, νόμιζε πως μια κυβέρνηση ήταν για να δίνει άσκοπες διαταγές. Εξάλλου φλέγονταν από ντροπή και πόθο να εξηγήσει στον Λεόντιο, τον πολυπλάνητο γιατρό, την έφεσή της να γίνει ο άντρας της και τα άλλα ήταν δεύτερα στον βίο.

Το όνομά του το έμαθε από μία σκλάβα της Αλεξάνδρειας που την συντρόφευε στα κρεβάτια της. Τον θυμόταν από εκεί και από τότε που σκλαβώθηκε παιδάκι, όταν την άρπαξαν Πετραίοι Άραβες και της έμαθαν να είναι ηδονική. Αλλά το «Λεόντιος» χάθηκε στον γύρο του κόσμου που διέτρεξε ως γιατρός και πολυτεχνίτης.

Ήταν ψηλός και κοκκαλιάρης, βλογιοκομμένος και με απαίσιες ουλές από χτυπήματα πολέμου, αν τον έβλεπες γυμνόν. Τα μακριά μαλλιά του τα έδενε σε μικρές κοτσίδες, στολισμένες κατά την επιθυμία του, άλλοτε με κοχύλια, κι άλλοτε με χάντρες από κόκκαλα άγριων ζώων που θήρευε. Τα μάτια του είχαν το χρώμα της  στάχτης κι όταν τα φώτιζε βραδυνή φωτιά ήταν όμοια με του λύγκα, χρυσαφιά. Δεν υπήρξε στον βίο του μαντεψιά και πρόβλεψη που να μην ήταν απαίσια και κακορρίζικη, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήξερε πολλά, επειδή ήξερε την τέχνη του ταξιδευτή και ειδικεύονταν σε ψέμματα που γεννούσε η κεφαλή του και έβγαιναν αληθινά. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν για τον βίο του, έλεγε διαφορετικές εκδοχές.

Αυτός ήταν ο Λεόντιος που είχε απέναντί της και τον ποθούσε κρυφά, προτιμώντας τον από τον σοβαρό και σκοτεινό Αλούφ. Δεν ήξερε απλώς τον δαίμονα που η Τύχη έφερε στη ζωή της.

Δεν ήξερε.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*