Οι ηδονές της Αϊσέ [17]
17-04-2018

17. Xάγκες και Σαφίνια

 

Δεν πέρασαν καθόλου άσχημα οι Φυλές στο ψαροχώρι. Απεναντίας, κάθε τόσο πόδιζαν στην απέραντη άμμο πλεούμενα ινδικά και αράπικα που ασκούσαν το εμπόριο και στα νυχτέρια τα πληρώματα άλλαζαν  πληροφορίες για τόπους και αγορές. Kανένας δεν έλεγε την αλήθεια, μήτε καν την αλήθεια του, αλλά αυτά ήταν γνωστά στους εμπόρους και στους ναυτικούς.

Αυτό που αποδείχτηκε αληθινό ήταν πως στεριανός δρόμος για τη Δύση, ήταν μαρτύριο, γι’ αυτό και δεν υπήρχαν καθόλου καραβάνια να διασχίζουν τις ακτές. Απεναντίας, υπήρχαν όχι λίγα καράβια-μερικά ερχόταν από την Κατάη, δυο μηνών δύσκολο ταξίδι. Αλλά τα περισσότερα, ήταν Χάγκες και Σαφίνια. Οι Χάγκες ήταν φαρδιά ρηχά εμπορικά με τέσσερα πανιά και δύο τιμονιέρες, με τα εμπορεύματα να ξεχειλίζουν στην κουβέρτα τους και ταξίδευαν παράκτια. Οι περισσότερες ήταν από  την Ινδία. Τα Σαφίνια πάλι, ήταν βαρύτερα, με ένα πανί, με αμπάρι αλλά τα θεωρούσαν πειρατικά και πλήρωμα σχιστομάτηδες, αλλ’ όχι απο την Κατάη. Έπαιρναν, με αρκετό διάφορο, και επιβάτες και ζωντανά για τη χώρα της Κανέλας, αλλά ευθυπορούσαν λοξά, μέσα στον Ωκεανό, ανάλογα την εποχή και τους ανέμους της. Οι Γκιοραλήδες μπορούσαν να παστώσουν κρέας προβάτων και ονικών από τα διαθέσιμα και να τρώνε στο ταξίδι, κι ό,τι περίσσευε, θα γίνονταν ανάρπαστο στην Αραβία. Οι Φυλές ήταν ευπρόσδεκτες εκεί, διότι  οι Άραβες έλειπαν συνεχώς στα εμπόρια και δουλώνοντας μαύρες φυλές. Με τα λαζούλια που είχαν μαζέψει, τις περίμενε άνετος βίος και καλές ανταλλαγές.

Ωστόσο, οι τρεις επικεφαλής δεν σκόπευαν να μπαρκάρουν αφελείς και άοπλοι. Σε ένα κοντινό σιδεροβούνι, στο χρώμα της σκιάς, έβγαλαν σίδερο και το μάλαζαν σε μάχαιρες, σπάθες, και περίτεχνα καπέλα με καπάκια. Δεν είχαν τρόπο να τεντώνουν σύρμα για να φτιάχνουν θώρακες, αλλά έφτιαξαν αρκετές πλάκες προστατευτικές, με τρύπες ολόγυρα, για να τις δένουν στο κορμί στα πόδια με λουρίδες από δέρμα ζώων. Όταν έγειρε το καλοκαίρι, ολόκληρη η Φυλή ναύλωσε δύο Σαφίνια και ετοιμάστηκε για το ταξίδι στη Δύση. Στο παραπέντε, υπήρξε ανάγκη να καθυστερήσουν αρκετά, επειδή  στο μεταξύ, ο Αλούφ και η Λυγερή, τους είχαν αναρπάσει τα πτερά του έρωτος και ήθελαν, παθιασμένοι και απομονωμένοι να χαρούν την αγάπη τους. Τους χώρισαν ένα άνετο δωμάτιο στην κουβέρτα ενός Σαφινιού.

Το πάθος ξεκίνησε σε ένα φαλαινόσπιτο και ήταν σημαδεμένο από την πρώτη μέρα που η Γκιορ Κισλά, έβλεπε τέλεια ακόμη και το βράδι, οπότε οι λαοί την έλεγαν Σαχίνη, γερακίνα. Μεγάλες φωνές και στεναγμοί έσκεπαν τα πάντα, ακόμη και τη βουή ενός ανεμοστρόβιλου.

Έψαχναν το δέρμα του άλλου με παραφορά, τα φιλιά τους ήταν απέραντης διάρκειας, ο οίστρος και ο ίμερος πυκνοί και αξημέρωτοι, ενώ το ρίγος δυνατό, ωσάν να χώνονταν σε πάγο. Συχνά, ο Αλούφ ξεχνούσε να ξεσπάσει από τον Πόθο, αλλά εκείνη γελούσε αμέριμνη. Ήξεραν πλέον και ψέλλιζαν λόγια αγάπης σε πολλές γλώσσες, ακόμη και η ξαφνική τους πείνα είχε λαγνεία και τους έφερναν σερμπέτια αγκαθωτών θάμνων για να ξεδιψάνε.

Αυτός ήταν σκλάβος ενός ζωντανεμένου πέτρινου αγάλματος που τον στοίχειωνε, ενώ εκείνη ήταν τυφλή και ανέβλεψε. Δεν υπήρχε πιο δεμένη και ακατάλυτη ένωση.

Όταν το δωμάτιο γίνηκε και στρώθηκε, μια ασέληνη νύχτα που λαμπύριζε μόνον ο Γαλαξίας και η Αστάρτη, ξεκίνησε το ταξίδι.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*