Οι ηδονές της Αϊσέ [16]
16-04-2018

16. Η καθόδος της Φυλής

Ο Γκιοραλήδες σύναξαν λαό από δώδεκα φαμίλιες, άτομα συνολικά ογδόντα και τέσσερα. Πολλά υποζύγια, τέσσερις καμήλες, κάρα αρκετά που τα έσερναν βόδια  και πρόβατα με παχειές ουρές, να έχουν να τρέφονται. Διάλυσαν το σιδεράδικο της λίμνης και πήραν αμόνια και όλες τις σφύρες. Και μέταλλα, σπασμένα σωστά μέσα σε τσουβάλια. Η Λυγερή είχε από μόνη της μια καμήλα φορτωμένη με ένα φορείο, όπου το κατέβαζαν για να κοιμάται.

Ο Βαρσάκ, ο Αλούφ και ο Γιατρός μέτρησαν τι ήξεραν για τις ζεστές χώρες του νότου και συμφώνησαν να κατέβουν τις μακρόστενες χαράδρες από τη λίμνη προς άνυδρα βράχια, πολλών ημερών πορεία, ώστε να φτάσουν στη Γεδρωσία με ασφάλεια και να συλλέξουν τα λαζούλια, που ήταν πέτρες σκληρές και ονομαστές, στο χρώμα του λαμπρού ουρανού. Είχαν κόπανους και σφύρες για να σπάζουν τους βράχους σε κομματάκια, για να τα εμπορευτούν βαδίζοντας στις χώρες της Κανέλλας και του Νάρδου.

Για το δρόμο, σκόπευαν, συναντώντας καραβάνια, να ανταλλάζουν αχάτες και κομμάτια χρυσάφι, με νερό και υφάσματα.  Με το φως της ημέρας, άπλωναν σκηνές για ύπνο και ξεκούραση και ταξίδευαν πάντοτε νύχτα, κάτω από τον αστερισμό του Κυνός, και ποτέ όταν το φεγγάρι λιγόστευε. Ήταν μια διαδρομή μακριά από πόλεις και κάστρα, και όλοι βαστούσαν όπλα ποικίλα και τύλιγαν τη κεφαλή με λινοβάμβακα χράμια. Είχαν ξεκινήσει αρχή της άνοιξης και κατακαλόκαιρο, η Λυγερή ίδρωνε και δάκρυζε και άρχισε να βλέπει, κάπως θολά, αλλά χωρίς βοήθεια ζωντανής φλόγας.

Επιπλέον κάθε τόσο, κι ενώ η Φυλή εκοιμάτο αποκαρωμένη, η Λυγερή καλούσε με τη δούλα της τον  Αλούφ και τον κρατούσε στο φορείο της, ώσπου να κοιμηθούν παρέα. Η δούλα, διδαγμένη, τους άφηνε πάντοτε  ένα κουπάκι με ένα βρεμμένο ύφασμα μέσα, και αφού τους έγδυνε βουβή, τους άφηνε να βάφονται με το λιγοστό νεράκι παντού, στις  πλάτες, στις σάρκες και στα απόκρυφα και μετά έτριβε  ο ένας τον άλλον με χνουδωτό πλην σκληρό κομμάτι μπουρνούζι. Ήταν για να κοκκινίζει το δέρμα και να εξάπτονται από τον Πόθο. Έτρωγαν ελάχιστα, μουρμούριζαν συνεχώς μαθαίνοντας ο ένας τις γλώσσες της άλλης ψυχής και πολλές ιστορίες από τη ζωή τους. Έπειτα τους έπαιρνε ο ύπνος αγκαλιά. Έτσι είχαν αποφασίσει να πράττουν ώσπου, στην νέα τους πατρίδα, να συνάψουν γάμο και να κάνουν παιδιά.

Το καραβάνι τους προχωρούσε δέκα μίλια κάθε βράδι και στους δυο μήνες επάνω , τους ήρθε η ανταύγεια μιας χρυσής θάλασσας που άτμιζε, και ο κάμπος με τα λαζούλια τους φανερώθηκε. Ήταν σταχτείς ο βράχοι που έτρεχαν μέσα τους στενές ζώνες από χρώματα θαλάσσης και ουρανού. Ομάδες τρωγλοδυτών προσπαθούσαν να βγάλουν το πολύτιμο πέτρωμα, χτυπώντας τα βράχια με πέτρες. Όταν είδαν πως οι Γκιοραλήδες έσπαγαν εύκολα τους όγκους με τις μαντεμένιες σφύρες τους, συνάχτηκαν πολλοί και παρακαλούσαν να δουλεύουν γι αυτούς, κρατώντας το δέκατο από τα λαζούλια. Μαζεύτηκε λαός άνω των εκατό και ανάμεσα στα άλλα, τους έδειξε το μοναδικό χωριό πάνω στην άμμο της θαλάσσης. Είχα κυλινδρικά καλύβια με σκελετό από φάλαινες και κήτη του Ιωνά, σκεπασμένες από δέρμα θηρίων της θαλάσσης και ολόγυρα καύκαλα από χελώνες που τις πωλούσαν για ασπίδες. Η ζέστη αφόρητη, η θάλασσα θεραπευτική και ξύλο ή θάμνος πουθενά, εκτός από σπάνιες άκαυτες βάτους.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*