Οι ηδονές της Αϊσέ [1]
26-03-2018

1. To κάστρο  της λευκής ερήμου

Στα παλιά χρόνια, στη μέση της λευκής ερήμου, ήταν ένα κάστρο. Εκεί διασταυρώνονταν συχνά τα καραβάνια που έφερναν τα αγαθά της Ανατολής στην Δύση και ανάποδα. Στρατοπέδευαν στην άμμο, έξω από τις πύλες του.

Το κάστρο είχε ένα γνώρισμα. Ο ήλιος έβγαινε πολύ αργά ανατέλοντας και έπεφτε πάλι πολύ νωρίς δύοντας. Και ο λόγος ήταν πως η έρημος σταματούσε απότομα και στις δυο άκρες της, ορθώνονταν δυο πολύ ψηλά βουνά, με χιονισμένες όλον τον χρόνο κορυφές-τόσο ψηλά ήταν. Από βουνό σε βουνό, οι καμήλες βάδιζαν μια ολόκληρη ημέρα για να διασχίσουν τη λευκή έρημο.

Τα καραβάνια, που έκαναν δυο και τρία χρόνια να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους, από τις ακτές των θαλασσών στα δυτικά έως την χώρα που δεν είχε σύνορα, στην ανατολή, μεσοδρομής έπαιρναν μια ανάσα έξω από το κάστρο. Και παρόλο που δεν τους άφηναν να μπούνε μέσα, γύρω του πάντοτε μυρμήγκιαζαν  τέντες και σκηνές, ενώ κόσμος πολύς ερχόταν κι αγόραζε η πουλούσε κάθε αγαθό. Ο εμίρης που το κυβερνούσε, φρόντιζε να έχει καλά εφοδιασμένη μια υπαίθρια αγορά, που κύκλωνε το τείχος με ζωοτροφές, τρόφιμα και πλήθος τσουβάλια με μαύρη κανέλλα, το μάννα της ερήμου και πολύτιμα υφάσματα από τραχύ λινάρι, περιζήτητο παντού.

Κι από νερό;

Σαράντα πηγάδια κύκλωναν την κληρονομιά του εμίρη. Ήταν και η αιτία του συνωστισμού των καραβανιών. Οι πρόγονοί του είχαν φροντίσει και κατέβασαν νερό από τον πάγο και το χιόνι των βουνών. Το έφερναν με σήραγγες υπόγειες παντού και από εκεί το τραβούσαν στα πηγάδια. Βλέπετε, τα λευκά βουνά, τα παγωμένα, δεν είχαν μήτε ένα κλαδί φυλλωμένο, μήτε ένα δέντρο. Η αιτία του αιώνιου χιονιού ήταν ο βοριάς, ψυχρός φαρμάκι που επιπλέον ήταν και νοτερός , με πυκνά πηχτά σύννεφα που περνούσαν και έβρεχαν τις κορυφές και πάγωναν ευθύς, χειμώνα καλοκαίρι αγγίζοντάς τες.

Ακόμη κι αν ο εμίρης έδινε άδεια να μπαίνουν στο κάστρο της λευκής ερήμου, αμφιβάλλω εάν θα υπήρχε ζωντανή ψυχή να μπεί μέσα, έστω από περιέργεια. Διότι όλοι οι καραβαναραίοι ήξεραν πως ήταν  στοιχειωμένο. Έξω, δεν τους έπιανε το κακό μάτι. Αλλά ζούσαν ανάμεσά τους γέροντες έμποροι που είχαν χάσει αδέλφια και παιδιά από την αποκοτιά τους να μπούνε μέσα.

Στον μεγάλο προμαχώνα, είκοσι πήχες υψηλόν, ο εμίρης είχε κρεμάσει την εικόνα του. Τον έδειχνε χρωματιστόν, ολοζώντανον, με μακρύ πανωφόρι με μπορντούρα από γούνα, και το ψηλό καπέλο του στολισμένο με γράμματα που ολίγοι καταλάβαιναν. Η εικόνα, έδιωχνε τους περίεργους, περισσότερο κι από χίλιους καβαλάρηδες σιδερωμένους.

Πάντως, όλοι, μα όλοι στα καραβάνια και στους εμπόρους, όταν έγερνε η μέρα, άφηναν  ο καθένας τη δουλειά του και έστρεφαν την κεφαλή στο ανατολικό βουνό. Τότε, από τις πλαγιές του, αναδύονταν μια μορφή γυναίκας, το πρόσωπό της, εικόνα που κρατούσε ώσπου να πεις μια προσευχή, ή να παίξεις δυο φορές το κομπολόι. Μετά, χάνονταν απαλά στο αβέβαιο φως του δειλινού, καθώς το σκέπαζε η βαρειά σκιά του δυτικού βουνού.

Ήταν η Λυγερή, όπως την ήξεραν όλοι. Ορατή από έναν κύκλο άμμου, μπροστά στον προμαχώνα. Η Λυγερή. Η μαγεμένη που όποιος την έβλεπε, ποτέ δεν την ξεχνούσε και ήθελε να την ξαναδεί.

2 σχόλια:
  • Avatar Ειρήνη Ματθαιοπουλου- Μαυρίκου
    26-03-2018 17:04

    Πολύ θα ήθελα να διαβασω την συνέχεια.

  • Avatar Ειρήνη Ματθαιοπουλου- Μαυρίκου
    26-03-2018 17:02

    Πολύ ωραία πρωτοβουλία!!!!

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*