Λέξεις θυμάμαι πολλές, αλλά από εικόνες πάσχω.
Επίμονη, ηλικία μισού αιώνα τουλάχιστον, σπάνια για την εποχή, μοναδική για την κίνηση που ανέδιδε, δε λέει να σβηστεί και επανέρχεται, η εικόνα μιας νέας γυναίκας:
Κοντά μαλλιά, ένα φόρεμα λινό, καφετί, αμάνικο, κλειστό στο λαιμό, ημιδιάφανο, χωρίς εσώρουχα. Μόνο της στολίδι βαρειές, χαχόλικες, βάναυσα ξέχειλες κοντές μπότες. Τι μπότες-στιβάλια, ξέχειλες, ανασούμπαλες, παλιές, από γερασμένο τομάρι, με ράγες και ξεθωριασμένeς στα τσακίσματα.
Και οι γυμνοί της ώμοι, συνεργάζονταν με τα ακροδάχτυλα, αεικίνητα και έδειχναν τη Σελήνη της. Αυτή που έψαχνε προφανώς για να οδηγήσει τη ζωή της.
Ζήτημα να την κοίταξα όσο για να ανοιγοκλείσουν άπαξ τα βλέφαρα. ;Eφτανε. Ήταν αρκετό. Ήταν οι μπότες, το φόρεμα, η αντίθεση, η έχθρα στα χρώματα. Υποθέτω.
Ερχόταν από ένα αύριο που αγνοούσα.
Ίσως γι αυτό τη θυμάμαι.