Αν μ’αγαπάς, μη μπεις στην κουζίνα. 
27-09-2017

 

Στην απέναντι πολυκατοικία μένει μία οικογένεια Γεωργιανών. Μιλούν τέλεια την ελληνική γλώσσα. Γονείς γύρω στα τριάντα και ούτε. Δύο παιδιά, το ένα μωρό το άλλο προσχολικής ηλικίας. Σε τακτά χρονικά διαστήματα φιλοξενούν τους γονείς τους. Οι πεθερές κυκλοφορούν με ρόμπες σατέν σε έντονο χρώμα, οι πεθεροί κάθονται στο ξύλινο σαλόνι βεράντας . Δίσκοι με καφέδες και φαγητά πηγαινοέρχονται κάθε μισή ώρα. Οι γυναίκες στην κουζίνα τους ανοιγοκλείνουν το ψυγείο. Το μεγαλύτερο παιδί γκρινιάζει και το μωρό ασφυκτιά είτε μέσα στις αγκαλιές τους , είτε στο καρεκλάκι του μπροστά από ένα μονίμως γεμάτο και απειλητικό κουτάλι φαγητού. Ο άντρας δεν ασχολείται ποτέ μαζί του. Οχτώ άνθρωποι σε ένα σχετικά μικρό σπίτι με την τηλεόραση μονίμως στο Nickelodeon.

 

Κάθε πρωί στις έξι η νεαρή μαμά ξυπνάει νωρίτερα από όλους. Μία φορά τη βδομάδα καθαρίζει τα παντζούρια και δύο φορές τη τζαμαρία του σαλονιού. Σφουγγάρισμα κάθε μέρα. Όταν σπανίως λείπουν όλοι και κοιμάται το μωρό, κάθεται κάτω από τον απορροφητήρα και ανάβει τσιγάρο. Στέκεται εκεί ακίνητη ακόμα και όταν το τελειώνει. Χωρίς τις πεθερές στα πόδια της, χωρίς τους πεθερούς χωρίς τον πατριάρχη σύζυγο . Μπορεί παλαιότερα να είχε χρόνο και να διάβαζε. Ίσως να ξέρει τον Αργύρη Χιόνη. Μπορεί να απαγγέλει στο μπάνιο αποσπάσματα από το «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» . Ίσως να εστιάζει καμιά φορά σε εκείνο το «Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει».

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*