Γιώργος Σαββίδης
Μικρή προσωπική ιστορία
23-06-2018

Πρέπει να ήταν άνοιξη του 1987, όταν πήγα ένα μεσημέρι να δω τον πατέρα μου στο σπίτι του, για να φάμε μαζί. Ο πατέρας μου ήταν πια συνταξιούχος καθηγητής, που είχε αρνηθεί τη μονιμότητα που του είχε προτείνει το Χάρβαρντ, για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Εγώ τότε είχα ολοκληρώσει σπουδές και στρατιωτικό, και είχα πιάσει δουλειά στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη. Τον βρήκα φουρκισμένο, να ξεφυσάει. Με κοίταξε θυμωμένος. «Τι κάθεσαι εδώ;» μου είπε έντονα. «Τι εννοείς», ρώτησα ανυποψίαστος. «Τι κάθεσαι στην Ελλάδα;» συνέχισε. «Να σηκωθείς να φύγεις, να πας έξω». «Μα, τώρα έχω γυρίσει και δουλεύω εδώ», του είπα. «Και τι περιμένεις; Να δεις τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό;» Tα έχασα. «Εεεε, μπα, ο Μητσοτάκης δεν θα γίνει ποτέ πρωθυπουργός όσο ο αντίπαλός του είναι ο Αντρέας», απάντησα, παπαγαλίζοντας το πασίγνωστο (τότε) αξίωμα που διακινούσε ο Χάρης Μπουσμπουρέλης από τη στήλη του στο «Βήμα». Ο Χάρης ήταν από τους δασκάλους μου στη δημοσιογραφία, και είχα εμπιστοσύνη στην πείρα και την κρίση του. Δυο χρόνια αργότερα, ο Μπουσμπουρέλης ήταν επισήμως στη δούλεψη του Κοσκωτά, και ο Μητσοτάκης γινόταν πρωθυπουργός.

Αυτή την προσωπική ιστοριούλα τη θυμήθηκα προχτές, που συζητούσα με νεότερους φίλους για κάποια πρόσωπα και πράγματα που έχω ζήσει, και αυτοί ή δεν ήξεραν ή είχαν μια ημιμαθή προσέγγιση (όπως πρόθυμα παραδέχτηκαν). Ο Μητσοτάκης, για παράδειγμα, γι’ αυτούς ήταν το ισοδύναμο του Κώστα Χατζηχρήστου στην πολιτική: κάποιος ταλαντούχος που έζησε και έδρασε πολύ παλιά, τον θυμόμαστε με νοσταλγική διάθεση ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας, και τον βλέπουμε ως καλαμπουρτζή μέσα από την αίγλη του ανθρώπου που επέζησε των εχθρών του και στο τέλος του βίου του πέτυχε την καταξίωση, όπως προκύπτει από τη στοργή με την οποία τον αγκάλιασε ο «Σκάι» και ο Αλέξης Παπαχελάς προσωπικώς. Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι ο Μητσοτάκης δεν έπαιζε το ρόλο του κακού, ήταν κακός ― και ήταν αρκετά ευφυής για να υιοθετήσει αυτή την ιδιότητα ως καρικατούρα όταν έγινε Επίτιμος, εξασφαλίζοντας την υστεροφημία του.

Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Δεν ξέρω τι βιβλιογραφία έχουν μελετήσει, και πόσο προσεκτικά. Δεν ξέρω πόσο θέλουν να αμφισβητήσουν κάποιες γενικές εντυπώσεις και προκαταλήψεις τους, ή προτιμούν να πορεύονται αχάπαροι κι ωραίοι. Δεν ξέρω κι αν έχει σημασία.

Αυτό που ξέρω είναι ότι σύντομα, πολύ σύντομα, οι φίλοι μου θα βρεθούν αντιμέτωποι με αφηγήσεις για την ιστορικές περιόδους που έζησαν και για τις οποίες έχουν άποψη από πρώτο χέρι, αφηγήσεις καμωμένες από ιστορικούς, δημοσιογράφους, ή ψώνια (ή κάποιο συνδυασμό αυτών των ιδιοτήτων), και θα απορήσουν, γιατί θα θυμούνται καλά ότι τα πράγματα έγιναν κάπως διαφορετικά από ό,τι περιγράφει η αφήγηση, και (κυρίως) για άλλους λόγους. Θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν ότι οι ιστορικές αφηγήσεις ποτέ δεν είναι αντικειμενικές και σπάνια είναι ανυστερόβουλες, και θα αρχίσουν να επιλέγουν τις πηγές τους. Θα αναρωτηθούν εκ των υστέρων και για τους καταγράφοντες και για τους καταγραφόμενους, και θα θέσουν τα δύο βασικά ερωτήματα που πάντα πρέπει να απαντώνται: α. την ώρα της κρίσης, ήταν σαφής ο ρόλος του προσώπου; β. την ώρα της κρίσης, ήταν ξεκάθαρο αν δούλευε για το ευρύτερο καλό ή για τον εαυτό του;

Αυτό που ξέρω είναι ότι σε καμιά τριανταριά χρόνια, είναι πολύ πιθανόν τα παιδιά των νεαρών φίλων μου και οι δικοί τους νεαροί φίλοι να τους μιλήσουν με θαυμασμό και νοσταλγία για τη σκληρή διαπραγμάτευση που έκανε κάποτε ο αντισυστημικός ήρωας Γιάνης Βαρουφάκης, ή για τη εθνικά υπεύθυνη στάση του προέδρου Πάνου Καμμένου όσο ήταν ακόμη βουλευτής και αρχηγός κόμματος, και οι φίλοι μου να μην ξέρουν από πού να αρχίσουν και πού να τελειώσουν.