Ο θίασος του Άρη Ρέτσου
24-07-2018

Ειλικρινά δεν θυμάμαι πότε ακριβώς και με ποιαν αφορμή εισέβαλε στη ζωή μου. Πιθανόν σε κάποιον κοινό μας φίλο να οφείλεται η γνωριμία. Ήταν σίγουρα χειμώνας του 1980. Η μεγάλη επιτυχία της τηλεοπτικής μεταφοράς από τον Διαγόρα Χρονόπουλο του μυθιστορήματος «Αστροφεγγιά» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, εκτός των άλλων, μόλις μας είχε συστήσει και μερικούς νέους, πολλά υποσχόμενους ηθοποιούς. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Άρης Ρέτσος. Άστραφτε ολόκληρος από ταλέντο. Η ερμηνεία του στον ρόλο του φθισικού φοιτητή υπήρξε σπουδαία, σφράγισε εσαεί αυτόν τον μυθιστορηματικό ήρωα, τολμώ να πω. Έτσι μου συστήθηκε ο φίλος μου, πολύ πριν συναντηθούμε.

Αρχίσαμε να κάνουμε καθημερινή παρέα. Τις νύχτες αλητεύαμε, γυρνούσαμε στα τότε καλά μπαρ των Εξαρχείων, όπως «Διάπλαση των Παίδων», «Green Door», «Decadence» και πίναμε μέχρι τελικής πτώσεως. Και την ημέρα κοιμόμασταν, μέχρι αργά το μεσημέρι. Όλα ήταν εύκολα κι απλά. Ποιες υποχρεώσεις και κουραφέξαλα; Του δίναμε να καταλάβει. Ήμασταν τόσο νέοι κι άπληστοι για ζωή! Στα εικοσιτέσσερα εγώ, ένα χρόνο μικρότερος ο Άρης. Πριν επιστρέψουμε, κατά τις τέσσερις το πρωί, συνήθως στο σπίτι μου στου Φιλοπάππου, καθότι ήμουν πιο νοικοκυρόπαιδο, σταματούσαμε σ’ ένα «after» μπακαλικάκι στην Ιπποκράτους κι ο μαγαζάτορας, «δια τον φόβον των Ιουδαίων», μας έδινε ό,τι ψωνίζαμε, μέσα από τα τρίγωνα κενά του κατεβασμένου ρολού, απ’ όπου έπαιρνε και τα χρήματα. Καβαλούσαμε εκ νέου στο ματρακά παπάκι και φεύγαμε ολοταχώς με όραμα τα τηγανιτά αυγά μάτια. Από δίπλα πάντοτε υπήρχε κανένα ζαμπονάκι, κανένα τυρί και δεν συμμαζεύεται. Το αλκοόλ μας είχε θερίσει, πεινούσαμε σαν λύκοι. Κι όχι να πεις ότι αμέσως, μετά πέφταμε ξεροί για ύπνο. Όχι, τότε άρχιζε ο δεύτερος κύκλος του λακριντί. Μα που το βρίσκαμε τόσο κέφι; Ήταν κι εκείνος, βέβαια στα μεγάλα ντουζένια του για το θέατρο, όλο γι’ αυτό μιλούσε, μονίμως και τεχνηέντως, εκεί έφερνε σταθερά την συζήτηση. Και μήπως έπαψε ποτέ να κρυφοκαίει, με την ίδια αμείωτη ένταση, εδώ και σαράντα τόσα χρόνια, εκείνη η πρώτη φλόγα του;

Εκείνο το διάστημα του έγινε η ξεχωριστή πρόταση από την Έλλη Λαμπέτη να συμμετέχει στο έργο που επρόκειτο να ανεβάσει «Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Ως ταγμένος, άρχισε να «κυκλώνει» τον ρόλο του από παντού, αυτός ήταν ο Άρης. Τίποτα άλλο δεν τον απασχολούσε, ει μη μόνον το πώς θα κατανοήσει σε βάθος τον χαρακτήρα του θεατρικού ήρωα που θα υποδύετο. Να φανταστεί την πορεία του, να νιώσει τις ανάγκες και τα κίνητρα της συμπεριφοράς του, να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις του. Παραμονή Χριστουγέννων μου πρότεινε να πάμε σε μια εκδήλωση. Πέρασα και τον πήρα από το σπίτι του στην Σπυρίδωνος Τρικούπη στα Εξάρχεια και μαζί φτάσαμε στο τέρμα της Αλεξάνδρας, στο «Ίδρυμα Κωφαλάλων». Οι μαθητές της σχολής είχαν κι εκείνοι, όπως συνηθίζεται σε όλα τα σχολεία, την καθιερωμένη γιορτή τους και ήμασταν καλεσμένοι. Ήταν η πιο συγκινητική σχολική παράσταση που έτυχε ποτέ μου να δω. Το πρόβλημα ακοής και άρθρωσης των παιδιών, επέτεινε την προσπάθειά τους να αποδώσουν, σωστά τα διάφορα σκετς και τα ποιήματα που απήγγειλαν:

«Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι».

Ας ήταν λάθος τονισμένα τα λόγια, ας έλειπαν οι στοιχειώδεις αποχρώσεις της φωνής, το μήνυμα των παιδιών ήταν σαφές, απλό και εύληπτο, και είχε ακουστεί. Δάκρυα άρχισαν να κατρακυλάνε, γύρισα και τον κοίταξα, ήταν συγκινημένος, επίσης. Και τότε κατάλαβα πως δεν του αρκούσε να εκπαιδευτεί απλά στην νοηματική γλώσσα, να αποστηθίσει τις κινήσεις – λόγια του ρόλου του, κάτι που το είχε, ήδη δρομολογήσει. Ήθελε να μπει με κάθε τρόπο στον περίκλειστο κόσμο τους, να τους αισθανθεί δικούς του, πέρα από κάθε μίμηση ή παπαγαλία.

Μετά από αυτό χαθήκαμε, δεν είχε χρόνο για χάσιμο, ξενύχτια και κουβέντες. Μάρτιο του 1981, πλέον τον ξαναείδα στην πρεμιέρα του έργου, όπου έσκισε. Προς το καλοκαιράκι βρεθήκαμε και πάλι. ‘Ημασταν μια μεγάλη παρέα και όλοι μαζί τραβούσαμε, ιδιαίτερα τις ζεστές νύχτες για τον Λουμπαρδιάρη, εκεί στο πίσω μέρος, στο άνοιγμα με τα σπαρμένα βράχια. Μιλούσαμε μέχρι να φέξει, ακόμη και να τσακωθούμε μπορούσαμε, μακρυά από τους γείτονες. Λαμβάναμε τα μέτρα μας, ώστε να μην διαταράσουμε με τις φωνάρες μας τα φιλήσυχα, ως συνήθως όνειρα του ύπνου τους. Το ξαφνικό άνοιγμα των απέναντι παραθύρων απ’ όπου πρόβαλαν οι αγουροξυπνημένες φάτσες τους και οι μόνιμες απειλές που εκτόξευαν, περί συλλογής υπογραφών και τα σχετικά, είχε καταστεί ο καλοκαιρινός εφιάλτης μας. Κι εκεί παρατηρούσα, γι’ άλλη μια φορά, τον ασίγαστο δαίμονα, το ιερό πάθος που τον κατείχε ολόκληρο. Οι αμφιβολίες, η μια πίσω από την άλλη, ήταν μια σταθερή κατάσταση. Τίποτα δεν έδειχνε να του είναι αρκετό ή ασφαλές. Πρόσωπο ή ιδέα έπρεπε όλα τους να τα διυλίσει, να τα δει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό του ανατόμου, τα «πώς» και τα «γιατί» διαταυρώνονταν στον αέρα κάθε λίγο. Μαζί με διαλείμματα αυτοσαρκασμού και πολλών γέλιων. Μπορούσε να βλέπει τον εαυτό του από απέναντι και να γελάει με τις υπερβολές ή τις αντιφάσεις του. Και πιστέψτε με, δεν του χαριζόταν στο ελάχιστο. Αυτοσχεδίαζε, έκανε παντομίμες, αναποδογύριζε την σοβαρότητα λόγων και έργων, την έβαζε κάτω, την πατούσε και στην συνέχεια την θώπευε. Το βλέμμα του, το ίδιο πάντοτε διεισδυτικό βλέμμα, δεν άφηνε περιθώρια υπεκφυγών. Καταλάβαινες ότι ξέρει κι ας σωπαίνει.

Στις μεταξύ μας ελάχιστες, αλλά εκ βαθέων καταθέσεις, σχετικές με παιδικά τραύματα, παλιά σημάδια, φορτία δυσβάσταχτα, μου επέτρεψε να δω όλες τις δυσκολίες και δεν ήταν λίγες, της προσωπικής του διαδρομής. Ήξερε καλά ποιον έχει απέναντί του κι ένιωθε ασφαλής. Αυτό δεν σημαίνει πως και στην πιο δραματική στιγμή της αφήγησης δεν εύρισκε κάτι ανάλαφρο να προσθέσει. Δεν ήθελε ολοφάνερα ν’ αφήσει, ούτε υποψία αυτολύπησης ή περιθώρια οικτιρμού εκ μέρους μου. Μπορεί για μεγάλα διαστήματα, για χρόνια ολόκληρα να χάναμε την επαφή μας. Μα κάθε φορά που ανταμώναμε τυχαία ή κατόπιν αναζήτησης με κάποια καλλιτεχνική αφορμή, η άκρη του νήματος ήταν κρατημένη στα δάκτυλα και των δυο μας. Συνεχίζαμε από το σημείο που το είχαμε σταματήσει. Χωρίς περιττές δικαιολογίες ή συγνώμες, για ποιον λόγο άλλωστε; Οι κώδικές μας ήταν σταθεροί κι ενεργοί, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Αρκούσε να ακουστεί δις, ένθεν κι ένθεν, η λέξη «σκυλί», να σκάσουμε αμοιβαία από ένα χαμόγελο κι όλα ήταν πάλι, όπως και πρώτα. Άντε και κανένα ηχητικό «γαβ, γαβ», ως παρασύνθημα! Γιατί πίστευε και σωστά, πως και οι άνθρωποι, όπως οι σκύλοι μεταξύ τους το συνηθίζουν, μυρίζονται. Και όσων η «μυρωδιά» μοιάζει να είναι συμπαθής και οικεία στην δική τους όσφρηση, εκείνη που για ανεξιχνίαστους λόγους τους προκαλεί ένα αίσθημα ασφάλειας, προτιμώνται των άλλων. Ή πιο απλά και κατά το κοινώς λεγόμενο: «Ταιριάζουν τα χνώτα τους».

Μεσολάβησαν πολλά. Οι ταινίες του Πανουσόπουλου «Οι Απένατι» και «Μανία», του Παπατάκη «Φωτογραφία», δύο προσωπικές σκηνοθεσίες του έργου «Το τάβλι» του Κεχαΐδη. Επικεντρωμένος σταθερά για χρόνια στην αρχαία ελληνική γλώσσα, στο μέτρο και τον ρυθμό της, στοιχεία κομβικά για το σύγχρονο ανέβασμα του αρχαίου δράματος, παρουσίασε στο πρωτότυπο αποσπάσματα από τον «Αίαντα» του Σοφοκλή.  Ακολούθησαν κι άλλα, όπως το «Αίμα Κακό», μια δική του προσέγγιση του ποιήματος «Μιαν εποχή στην Κόλαση» του Ρεμπώ. Κι άλλα, κι άλλα… Τον περασμένο Χειμώνα, ας είναι καλά ο μπαρμπα Αλέξανδρος ο Σκιαθίτης, βρεθήκαμε και πάλι αρκετές φορές στον πολυχώρο «Αλεξάνδρεια», πλησίον της πλατείας Αμερικής. Κι αυτό γιατί αποφάσισε, αντί άλλης θεατρικής δραστηριότητας, να διαβάσει μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του μέγιστου Έλληνα λογοτέχνη, την «Σταχομαζώχτρα», το «Γουτού Γουπατού» στις γιορτές. Κατόπιν ακολούθησαν τα «Αθηναϊκά διηγήματα», στις αποκριές «Ο ξεπεμένος Δερβίσης» κι «Ο Αειπλάνητος» και στην συνέχεια τα «Μαγιάτικα», συνοδευόμενα όλα από την μουσική του Νίκου Σκαλκώτα. Κι ο κύκλος αυτός κλείνει, εντός των ημερών, με το υπέροχο διήγημα «Όνειρο στο κύμα». Κάτι που στάθηκε και η αφορμή του παρόντος νοσταλγικού σημειώματος.

Κλείνοντας, ας προσθέσω κι αυτό: Κάποιο βράδυ είχαμε δώσει ραντεβού με τον Άρη, αμέσως μετά το τέλος της παράστασης εγώ κι ένας φίλος ακόμη, στην έξοδο της στοάς «Μπροντγουέη», επί της Αγίου Μελετίου. Ήταν την περίοδο του έργου «Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Καταφθάνει, λοιπόν κι αρχίζουμε τα κανονίσματα για το πού θα πάμε, αμέσως μετά. Εν τω μεταξύ, βλέπω από το βάθος της στοάς να έρχονται, προς το μέρος μας τρεις γυναίκες. Ανάμεσά τους διακρίνω την Έλλη Λαμπέτη. Σκύβω και του το λέω ψιθυριστά. Αυτομάτως μας εγκαταλείπει και σπεύδει προς το μέρος τους. Σταματάει μπροστά της και τείνοντας το χέρι του δίκην μικροφώνου, την ρωτάει με ύφος ρεπόρτερ, αν είναι όντως η κυρία Λαμπέτη ή κάποια που της μοιάζει πολύ. «Μα, φυσικά!» του λέει εκείνη χαριτωμένα και συνεχίζει: «Σωστά καταλάβατε, εγώ είμαι, αυτοπροσώπως». Κι ακολουθεί η δεύτερη ερώτησή του: «Και σε ποιον θίασο παίζετε, φέτος;». Εμείς από το βάθος παρακολουθούμε κι έχουμε μείνει άναυδοι. Γίνεται μια γοητευτική παύση, του χαμογελάει, όπως μόνον εκείνη ήξερε να το κάνει κι ακούμε τέλος την απάντηση: «Στον θίασο του Άρη Ρέτσου!».

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*