Ποτέ δε φοβήθηκα το σκοτάδι,αλλά έτρεμα με τις διεισδύσεις του φωτός στην ποικιλία της σάρκας της νύχτας. Το 1957, έμεινα μόνος στο σπίτι της Σαμολαδούς για λίγη ώρα, και οι εικόνες του σβηστού δωματίου γέμιζαν χρώματα, σαν σε σινεμά, διότι και το ασπρόμαυρο ήταν πολύχρωμο. Χειμώνιαζε και άκουγα για τη Λάικα. Σε μια ξαστεριά η συμμορία μαζεύτηκε στη γωνιά του σπιτιού του Ζεγγίνη και έβλεπε ή έτσι νόμιζε, το νεκροκρέβατό της. Και εκείνο το βράδυ, πού να ξέρω το γιατί, αποφασίσαμε να παίξουμε Καραγκιόζη. Γιατί; Διότι ήμεσθεν εταιρεία, οι εταιρείες έβγαζαν λεφτά και θα είχαμε λεφτά να πάρουμε καραμελωμένα μήλα, τσίχλες τσιγαράκι και μπαζούκες. Ιδίως αυτές. Οι μεγάλοι ανέλαβαν την παραγωγή.
Ο χώρος ήταν ένα ισόγειο στα δίπατα είτε του Δουμανίδη είτε των Ζαμιδαίων το ξυλουργείο. Γυμνό, μονόχωρο, άδειο. Πινεζώσαμε ένα παλιό σεντόνι και βρέθηκε φακός και δύο σπαρματσέτα. Τευχάκια Καραγκιόζη, αμή και χύμα ανθίβολα με φιγούρες είχε το περίπτερο της Χήρας, στο άδειο οικοπεδάκι δίπλα στον Αχτσόγλου, κοντά. Κόβαμε τις φιγούρες με ψαλίδι και τις κολλούσαμε σε χαρτόνι αγοραστό, με αλευρόκολλα, όπως τους χαρταετούς. Σπίτι του βεζίρη και παράγκα δεν υπήρχε, ήταν ακριβότερη. Χατζηαβάτης, Μπαρμπαγιώργος και Καραγκιόζης χωρίς σπαστό πάνωθε χεράκι ήταν οι φιγούρες.
Πρόβες δεν κάναμε, πάρεξ φωτισμού. Σενάριο δεν είχαμε, διότι κανα δυό μεγαλύτεροι ήξεραν πολλά λόγια. Εγώ ήμουν στα κεριά, λόγω τραυλότητας. Μετά το είπαμε στο σχολειό, τα παιδιά στους γονείς τους. Η γειτονιά το έμαθε και ήρθαν αρκετοί, παιδιά και γονείς. Τι εισιτήριο ήτανε μισό φράγκο και μερικοί γονείς έδιναν έως και τάλιρο. Δεν το κάναμε νύχτα. Δεν μας άφηναν. Αλλά ο χώρος ήταν ήδη σκοτεινός. Οι μεγάλοι, δηλαδή οι δεκαετείς και άνω, έπαιξαν και έπεφτε γέλιο. Δεν το ξανακάναμε. Αφού ήταν όμορφα την πρωτη φορά, δεν χωρούσε επανάληψη.
Το μόνο που μας συνάρπασε ήταν το μπαγιόκο. Μια χουφτίτσα κέρματα και δεκάρες με την τρύπα. Μαζευτήκαμε κάποια στιγμή και δεν τα βρίσκαμε στην μοιρασιά διότι δεν είχαμε μάθει διαίρεση. Στο τέλος,ο τσάκαλος της συμμορίας βρήκε τη λύση. Πήραμε τις δραχμές, μισόφραγκα, φράγκα, δίφραγκα και ένα τάλιρο. Τα πήγαμε στη Χήρα και ζητήσαμε να μας να κάνει όλα δεκάρες. Τρύπιες. Κι έτσι, μία σου και μία μου, τα μοιράσαμε όλα, ακριβοδίκαια.
Μετά, πήγαμε εν σώματι στου Τσαμπάζη, στο άλλο περίπτερο και μας έκοψε ένα σωρό μπαζούκες και μασάγαμε ώσπου να αφρίσουμε.
Αυτά ήταν τα αθώα καρναβάλια της εποχής. Μετά εμφανίστηκε το σκοτάδι και η πάχνη στο μεγάλο πάρκο που σμυρίδιζε από πεταμένες καπότες και το ασημί από το εσωτερικό των τσιγαρόκουτων. Αυτή ήταν η νύχτα, με Αστάρτη στον ουρανό την Λάικα και αυτό το σκοτάδι δεν το φοβήθηκα ποτέ.