Πριν μερικά χρόνια είχα γνωρίσει τον ξάδερφο μιας φίλης μιας ξαδέρφης μου. Αν με πετύχεις σε κλειστό χώρο, ντυμένη και με κέφια με λες και γοητευτική. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να γελάσουμε, να κουβεντιάσουμε, να μάθεις ίσως κάτι καινούριο για θέματα που αφορούν το θέατρο, σινεμά, μουσική, λογοτεχνία, πολιτική, άγνωστους πολιτισμούς, εν συντομία κάποια από τα ενδιαφέροντά μου. Ακριβώς αυτό συνέβη και με τον ξάδερφο, γνωριστήκαμε, τα είπαμε, «θέλει να σε ξαναδεί» μου είπε η ξαδέρφη μου όλο χαρά, «Μας κάλεσε στο σπίτι του στην θάλασσα! Μπάνιο, φαγητό, να μείνουμε εκεί… ε, καταλαβαίνεις».
Τι να βάλω άραγε για πρώτο ραντεβού ώστε να μην με θεωρήσει ούτε εύκολη ούτε θεούσα; Ολόσωμο ή μπικίνι; Είμαστε με τα καλά μας; Ραντεβού με μαγιό; Δεν πάω, δεν θα ‘ρθω , ξεχάστε το. Βρε, καλή μου, βρε, χρυσή μου… Όχι. Τηλέφωνο μετά από μέρες. «Λοιπόν Άννα άκου, βρήκαμε με τον Δημήτρη (ο φίλος της ξαδέρφης μου) μια παραλία αρκετά κοντά στο σπίτι του για να πάμε να κάνουμε ένα μπάνιο αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να μας πετύχει. Είναι απόμερη και θα δυσκολευτούμε να φτάσουμε γιατί αν πάμε από τον κεντρικό μπορεί να μας δει, οπότε θα πάρουμε έναν χωματόδρομο και θα κατεβούμε έναν γκρεμό και αν δεν σκοτωθούμε θα βγούμε στην παραλία, κάνουμε μια βουτιά και όταν σκοτεινιάσει τάχα εντελώς τυχαία θα περάσουμε από το σπίτι του. Ε; τι λες;»
Τέλειο. Άσε που μπορεί και να σκοτωθώ στον γκρεμό οπότε ακόμα καλύτερα. Φτάσαμε και ήταν ακριβώς όπως μου το είχαν πει. Δυσεύρετο και δύσβατο και απόμερο, δεν σκοτωθήκαμε και φτάνοντας εκεί κάτω ήμασταν πραγματικά μόνοι μας. Από τις καλύτερες στιγμές που έχω να θυμάμαι δίπλα στην θάλασσα. Ο Δημήτρης, ω! τι διακριτικός, βούτηξε και εξαφανίστηκε αμέσως. Όπως απολάμβανα εντελώς νωχελικά την αίσθηση του σχεδόν γυμνού κορμιού μου στην θάλασσα, την μυρωδιά της αλμύρας, τον ήχο του κύματος που πολύ γλυκά έσκαγε πάνω μου, βλέπω κάτι να πλησιάζει. Τι στο καλό, είπα, αυτός δεν είναι ο Δημήτρης; Ποιος χάθηκε να μας βρει εδώ στο πουθενά; Ο ξάδερφος. Της φίλης της ξαδέρφης μου. Βγήκε χαμογελαστός μέσα από το νερό και εγώ από το σοκ δεν μπορούσα να μιλήσω αν και κατά βάθος το μόνο που ήθελα ήταν να τον βρίσω. Νομίζω πρέπει να φαινόταν στα μούτρα μου. «Κολυμπούσα, ξανοίχτηκα και όταν είδα κόσμο εδώ, είπα ποιος τρελός κατέβηκε από εκεί πάνω, θα πάω να δω!» Περιττό να πω πως ήταν πολύ αργά για να ντυθώ, περιττό επίσης να πω ότι ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τον ξάδερφο. Τόσο καλά οργανωμένο και εκτελεσμένο σχέδιο και εκείνος βγήκε μέσα από την θάλασσα ρε φίλη…
Ένα ακόμα καλοκαίρι από εκείνα που περάσανε. Ήταν ο φίλος μου ο Γιάννης δόκιμος στον στρατό και πήγα με παρέα βόλτα στην Ξάνθη να τον δούμε. Φτάνουμε και ο Γιάννης λέει ότι κανόνισε να πάμε για ράφτινγκ! Τέλειο! Γιατί ενθουσιάστηκα; Επειδή δεν ήξερα. Πραγματικά πολύ ενθουσιασμένη όπως και οι υπόλοιποι, πήγαμε στο σημείο συνάντησης όπου μας έκαναν ένα εισαγωγικό σεμινάριο και εγώ το φυτό και η καλή μαθήτρια κρατούσα και σημειώσεις. «Τώρα περάστε να βάλετε τις στολές» Έλα μου; Τι στολή; Ολόσωμη και κολλητή. Σοκ. Ντύθηκαν όλοι, βγήκαν έξω, έμεινα με τον Γιάννη.
-Γιάννη μου όπως καταλαβαίνεις δεν μπορώ να το φορέσω αυτό. Θα μείνω εδώ να σας περιμένω να επιστρέψετε.
-Βρε, Άννα; Μόνη σου όλη μέρα στην ερημιά;
-Δεν με πειράζει καθόλου! Κοίτα τι ωραία που είναι εδώ! Μια χαρά θα περάσω!
Μπαίνει ο αρχηγός της ομάδας, μας ακούει και με απειλεί πως ή θα την φορέσω μόνη μου με το καλό ή θα με γδύσει εκείνος, πάντως εκεί αποκλείεται να έμενα, το έκανε σαφές.
-Βρε, Άννα, ποιος θα σε δει εδώ πάνω; Και κυρίως ποιος θα σε ξαναδεί; Είπε ο Γιάννης σε μια προσπάθεια να σβήσει την απόγνωση από τα μούτρα μου. Μετά είπε και διάφορα άλλα χαζά, όπως ότι «σου πάει μούρλια! Να πάρεις μία να φοράς και στην πόλη!».
Με τα λίγα, τα πολλά, με τον αρχηγό να μου φωνάζει, με μόνη παρηγοριά την πεποίθηση ότι δεν θα ξαναδώ κανέναν την φόρεσα και μπήκαμε στα αυτοκίνητα για να ανεβούμε πιο ψηλά στον ποταμό, από εκεί στις βάρκες ώστε να κατεβούμε και να επιστρέψουμε στην βάση. Σταματούν τα αυτοκίνητα και κατεβαίνοντας βλέπω να ξεφορτώνουν από το διπλανό όχημα κάμερες. Ποια συμφορά μπορεί να με βρήκε πάλι μα τον Τουτάτη;
-Τα παιδιά είναι συνεργείο από την ΕΡΤ, θα τραβήξουν την κατάβαση για την εκπομπή…
-Ποια ΕΡΤ; Πανελλαδική εμβέλεια;
Δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψω εκείνη την στιγμή, αλήθεια, η πραγματικότητα ξεπερνάει την φαντασία και τις δικές μου ικανότητες στον γραπτό λόγο. Το επιχείρημα «ποιος θα με δει; ποιος θα με ξαναδεί;» κατέρρευσε μονομιάς και εγώ ένιωθα ξάφνου γυμνή ανάμεσα τους. Ποιος θα μας δει με την στολή; Όλη η Ελλάδα.
Η εκπομπή προβλήθηκε, για έναν ανεξήγητο λόγο την είδαν όλοι και στην συνέχεια όλοι πήραν τηλέφωνο να με ρωτήσουν γιατί έκανα όπως έκανα πάνω στην βάρκα; Γιατί αυτό που έβλεπαν ήταν εμένα να κάνω κουπί σαν τρελή. Στην προσπάθεια να απομακρυνθώ από την κάμερα δεν αντιλήφθηκα ότι κατέβαλα τέτοια προσπάθεια που προφανώς δημιουργούσα το τέλειο πλάνο πάθους και πάλης με την ορμή του ποταμού που μόνο εμένα έδειξαν στην εκπομπή με την ολόσωμη και εφαρμοστή στολή.
Από τότε διακοπές πηγαίνω μόνο στην Μύκονο. Σοβαρά, έχει λίγες μέρες που επέστρεψα. Όταν στο νησί είναι η Ρατατόφσκι ποιος θα ασχοληθεί με την χοντρή στην παραλία;