Σε αντίθεση με αρκετούς που τα έχουν τετρακόσια, έτυχε να έχω πολλή μυωπία. Φοράω γυαλιά από τα 8 μου και αυτό επειδή το κρατούσα κρυφό έως τότε -το ότι δεν έβλεπα στον πίνακα. Αυτό με βοηθάει να αποξενώνομαι λίγο από τους ανθρώπους και έτσι να τους καταλαβαίνω καλύτερα. Όπως σε καταστάσεις που βρίσκεσαι μέσα και δεν ξέρεις τι σου γίνεται και μόλις περάσει ο καιρός και αποστασιοποιηθείς από όλο αυτό και σου έρχονται αναλαμπές. Και πονάς, μα βλέπεις -ίσως.
Το ασυνήθιστο μου είναι ότι τα μάτια μου βλέπουν την ομορφιά των προσώπων από κοντά καλύτερα από τις φωτογραφίες. Μέσα το μετρό κάνω παρανοϊκά πράγματα. Επιδίδομαι σε παρατήρηση λεπτομερειών. Πως γυρίζουν τα χείλη δεξιόστροφα της μικρής κοπέλας απέναντι μου με το αγχωμένο αριστερό χέρι και πως τα βλέφαρα τα διαπερνούν μπλε σωληνώσεις και ανοιγοκλείνοντας ξεχνούν αναμνήσεις και προστριβές. Πως συγκρατούν τα μάγουλα τις εκφράσεις και πως αφυδατώνονται οι λοβοί των αυτιών μετά από μία κουραστική μέρα στο γραφείο που ακούς όλη την ώρα -πρέπει να ακούς.
Το κολάζ των ανθρώπων της πόλης μπορεί να το βρεις στη Γκουέρνικα, μπορεί και στο εικονοστάσι σου. Το ζήτημα είναι να τα παρακολουθείς όλα αυτά με την ισορροπημένη διάθεση ενός περιηγητή σε μουσείο αλλά και του ικέτη της Παναγίας της Τήνου. Μην ξεσαλώσεις πια με την σφοδρότητά τους. Μην τους κοροϊδέψεις που γέρνουν ή σαπίζουν ή ματώνουν κάποια σημεία -σημαδάκια.
Όμως, είναι καλοκαίρι και οι άνθρωποι πίνουν φραπέ με τα απαγορευμένα καλαμάκια στις βεράντες. Απλώνουν τα πόδια τους στα κάγκελα και αντί να κοιτούν έστω το απέναντι μπαλκόνι, το μαύρο κουτί του σαλονιού, το κομμάτι ουρανού που φτάνει σε εμάς ακόμη θαλασσί και έμψυχο, στέκονται με τις ρώγες των δαχτύλων τους πάνω από τα κινητά για μία ακόμη φορά.
Έχω μπερδευτεί τόσο πολύ με τον χρόνο και τα παράλληλα σύμπαντα που δεν ξέρω αν αυτό που βλέπω αντιστοιχεί σε κάποια δημοσίευση στο facebook ή είναι πίνακας του Κουρμπέ. Και να προσπαθήσω να κάνω πλάκα, με αποπαίρνει. Δεν υπάρχει όντως καμία σύνδεση, ενώ εγώ πιστεύω ότι δεν έγινε ποτέ αποσύνδεση;
Και ποιος να σε διαβάσει εσένα που όλο κρύβεις το ημερολόγιό σου στο πατάρι;
Εντάξει, δεν είναι όλα ρόδινα και όλα μαύρα. Κάποια είναι σαν τους δυο λαιμούς που ενώνονται σε φιλί – θα σας γελάσω αν ήταν με γλώσσα ή ορεκτικό- στην αυλόπορτα της τελευταίας μονοκατοικίας στη Θηβών. Και τους κοιτώ και εύχομαι αν μπορούσα να επιλέξω τι θα δω πριν πεθάνω να είναι ένα ζευγάρι να φιλιέται και ας μην είμαστε εμείς. Τι να γίνει.
Μου αρέσουν και οι δικές σας εικόνες! Μου αρέσει και η προοπτική σας!
Στην υγειά σας κυρία Φραντζή! Για όλες τις στιγμές που οι πυρετοί μας θριαμβεύουν εις βάρος των φόβων μας. Δεν θα το ξαναγράψω, υπόσχομαι, αλλά, μου αρέσουν αυτά που γράφετε.
Γιώργος Η. Χατζηδημητρίου
Περνάει έτσι αμήχανα ο χρόνος ανάμεσα στις στάσεις, ώστε νομίζει κανείς πως τίποτε δεν συμβαίνει μέσα σε αυτήν την αέναη και χρονομετρημένη πλήξη, όπου γεννιέται η απελπισία των ποιητών και των αποσυνάγωγων παρατηρητών αυτής φθοράς.
Από τότε που ένα βράδυ τζάκισα ολομέθυστος κι ευτυχώς δίχως άλλες συνέπειες το αμάξι μου, νοιώθω ότι πλήρωσα ένα αντίτιμο για όλες τις προηγούμενες χαρές. Έκτοτε, εδώ και δύο χρόνια που κυκλοφορώ με τα Μέσα, προσπαθώ να θυμηθώ όπως παληά και μάλλον έχω τώρα προσαρμοστεί, πως είναι να ανιχνεύεις τον άλλον από τις συσπάσεις του προσώπου και τις αβέβαιες ή όχι χειρονομίες του.
Εντάξει, τρέχουμε λέω, στην αποσύνθεση με φόρα- ιδίως όταν βλέπω βαρειά ηλικιωμένους να είναι αποχαυνωμένοι στα ακριβά κινητά τους και να ωρύονται για ασήμαντα πράγματα μές΄ στο τραμ- αλλά χαίρομαι την πιτσιρικαρία και τους εφήβους, τους μόνους που θορυβούν για τα πραγματικά φλέγοντα και φιλιούνται αδιαφορώντας, και αναστατώνουν αυτό που οι υπόλοιποι στο βαγόνι θεωρούμε μοίρα και κλήρο των μηχανικών επαναλήψεων.
Οπότε σκέφτομαι, αφού είναι ακόμα προσιτά και μπροστά στα μάτια μας τα αποδεικτικά της ματαιότητας, δεν αξίζει για την ώρα να παραιτηθούμε από τίποτε…
Για τους υπόλοιπους επιβάτες, δεν αποκλείω ποτέ την εκδοχή της έκπληξης. Ούτε καν την πιθανή έξαρση ενός αναπάντεχου φιλιού που θα ξανάβαζε σε κίνηση το δράμα των ανθρώπων.
Υ.Γ: “Και ποιος να σε διαβάσει εσένα που όλο κρύβεις το ημερολόγιό σου στο πατάρι;”.
Ε, όσοι έχουν ακόμα το πάθος της πόλης. Κι επιτηρούν την μοναξιά των άλλων.