Ο κόμβος του Ηρακλέους
25-02-2018

Γνωρίζετε, όσοι τουλάχιστον ελληνίζετε εσχάτως, τον κόμβο του Ηρακλέους. Πρόκειται για έναν πλοχμό που σφίγγει ως βάλανος μια δίδυμη γραμμή. Φυσικά οι παράκτιοι αλιείς όταν δένουν έτσι τη ζόκα, δεν ονειρεύονται Ηρακλείδες, αλλά ζαργάνες στο σκαφίδι τους. Εγώ πάντως αυτόν τον κόμβο σκέφτομαι όποτε ανατρέχω σε διαπλεκόμενα συμφέροντα, παρομοίως όπως νηπιόθεν ακούγοντας από το ΕΙΡ ότι ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τον βασιλέα, φανταζόμουνα τον άνακτα έξαλλο πάνω στη ράχη της μπερζέρας του, ενώ ο πρωθυπουργός έμπαινε με το μαστίγιο ανά χείρας και έλεγε μαλακά: έλα, βασιλεύ, ήρεμα, ήρεμα.

Η Ελλάς είναι χώρα γεμάτη ανθρώπους που θεωρούν τον εαυτό τους Αχιλλέα, Όμηρο, Αλέξανδρο, Δονκιχώτη, δήμαρχο. Οι υπόλοιποι, αισθάνονται Ηφαιστίωνες, Ιόλαοι, ομηρομάστιγες, βουλευτές. Ο υπερήφανος ηγέτης του τσάμικου που αφήνει τα αιδοία του ελεύθερα στους ανέμους χρειάζεται τον υπομονετικό διπλανό που κρατάει το μαντήλι. Τα γενναία πετάγματα απαιτούν ολική πρόβλεψη προσγείωσης. Λοιπόν, στο γράφημα που σας ετοίμασα, γεμάτο εντυπωσιακές εικόνες, ποιος ο ρόλος του εκδότη, ποιος του πολιτικού και ποιος του δημοσιογράφου; Η τρέχουσα άποψη είναι ότι ο εκδότης πληρώνει, οι δημοσιογράφοι τα παίρνουν και οι πολιτικοί έχουνε το πάρε-δώσε. Αλλά η εξουσία, είναι άραγε δημοσιεύσιμη; Θα προσπαθήσω να απαντήσω ρητορικά, αφ΄ενός για να μη με βρούνε σε κανένα χαντάκι, κι αφ’ ετέρου, επειδή ρητορικές είναι και οι ερωτήσεις.

Κατ’ αρχήν, οι κατ΄αντιμωλίαν συρράξεις των συνελλήνων, έχουν ενιαύσια οξύτητα, ένταση δεκαετίας, υπόμνηση γενεάς, και μετά πενήντα χρόνους, όλοι, οι κρατούντες τον δίκαιο ή τον άδικο λόγο, γίνονται δρόμοι. Λεωφόροι ή σοκάκια ,πάροδοι ή αδιέξοδα. Μπαίνουν οι ταμπέλες με το όνομά τους στην πόλη που περισσότερο εβασάνισαν, κι αυτό είναι όλο. Κανένας δεν κατάλαβε αν είχαν δίκιο οι Αθηναίοι ή οι Σπαρτιάτες, οι Βενιζελικοί ή οι Κωνσταντινικοί, ο Φίλιππος ή ο Δημοσθένης, οι Μπανιτσιώτες ή οι Γκορνισοβαλήδες. Συμπαθούμε τους Αθηναίους και τους Βενιζελικούς κατά πλειοψηφίαν επειδή είχαν και έχουν ικανότερους δημοσιογράφους. Την πολιτική τους την έχουμε λησμονήσει, ενώ οι εκδότες της εποχής ήταν με την άλλη άποψη, γενικώς. Σε μεγάλη λοιπόν χρονική κλίμακα, απομένουν μόνον τα πειστικά γραπτά, επομένως σκοπός πολιτικών και εκδοτών δεν είναι να μείνουν στην Ιστορία. Μήτε και των δημοσιογράφων, παρά για λόγους τυχαιότητας.

Αυτό που φαίνεται πέρα γιά πέρα αληθές, είναι ότι η υπερτιμολόγηση των γεγονότων και η υποχρονολόγηση της παράδοσης γίνεται για λόγους επικαιρότητας. Δεν υπάρχει Έλλην που να μη θέλγεται από το ενδεχόμενο η λαλιά του να αντηχεί απόψεις Κολοκοτρωναίων, Παλαιολόγων και Πλάτωνος, στην χειρίστη των περιπτώσεων. Σε ακόμη τρομερότερες περιπτώσεις, των Ελλήνων διανοουμένων, αισθάνονται ότι μεταφέρουν τις απόψεις του Παπαδοπούλου Κεραμέως, του Μανουήλ Βεάσκου και του Αγαθαρχίδη, και άλλων, πλήρως αγνώστων υποκειμένων, θεωρώντας ότι η ενδελέχεια του προσωπικού τους φρονήματος δεν συνάντησε προγονικές φωνές: τώρα ανακαλύπτεται ο θέογνις λυτρωτικός τους ρόλος. Μερικοί πάλι πειθάρχησαν στις κομματικές σειρήνες που δεν ήταν, καθώς περνάει ο καιρός, μήτε πολύ κομματικές, μήτε καν σειρήνες: μερικοί σταλινικοί που πέθαναν, τρεις φιλελεύθεροι πανεπιστημιακοί και ένας αναρχίζων αυλοκόλαξ θεσμοθετούν μια ομάδα πίεσης μεν, ήκιστα γοητευτική δε.

Είναι δεδομένο ότι στην χώρα μας οι ασφαλιστικές δικλείδες έχουν σκουριάσει. Τι θα μπορούσε να φοβάται ο δημόσιος υπάλληλος; Την απόλυση. Απόλυση δεν υπάρχει. Τι ο πολιτικός; Τον διασυρμό και την εκλογική καταβαράθρωση. Αλλά από χρόνια λειτουργεί το σύνδρομο όλοι ίδιοι είναι που κρατάει σε αγωνία τους άξιους και σε μόνιμη στύση τους ανάξιους γι’ αυτό και η πολιτική κληρονομείται σταδιακά στα παιδιά τους. Τι φοβάται ο εκδότης; Να μη τον αγοράζουν, αλλά από χρόνια φροντίζει αντί να τον ελέγχει το κοινό του, να το ελέγχει ο ίδιος, επομένως αυτά είναι ψευδοπροβλήματα που ακόμη και η Πάντειος θα είχε πρόβλημα να θεωρήσει σοβαρά.

Δηλαδή, με αυτούς τους λόγους υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει λογος να ανησυχούμε, επειδή τα διαπλεκόμενα συμφέροντα δεν στηρίζονται πουθενά φιλοσοφικώς; Άπαγε! Υποστηρίζω απλώς ότι αυτά τα φαινόμενα ανήκουν σε δόκιμο γραμματολογικό είδος, στην κατηγορία των Στρατηγημάτων, για τα οποία δικαίως εφημίσθη ο παλαιός Πολύαινος. Οι εικονικές μάχες χάριν των Μέσων στην Βοσνία, οι πόλεμοι που προκαλούσαν οι Ρούσβελτ και Χίρστ στην αρχή του δύοντος αιώνος, δεν διαφέρουν από την στρατηγική των Μακεδόνων στο Πήλιον ή στα Άρβηλα-μόνον που ο Αλέξανδρος δεν υπήρξε εκδότης!

Ο καταναλωτής κόσμος βλέπει τα φαινόμενα και αναλόγως της ευστροφίας του δημοσιογράφου, της βουλιμίας του εκδότου και του συντακτικού του πολιτικού, πιστεύει ότι διαβάζει πίσω από τις γραμμές. Από την άλλη, ο κατ’ επίφασιν ειδήμων, συνήθως ευφάνταστος δημιουργός, αρέσκεται να ομιλεί περί δολοφονιών σε πολυτελή γραφεία, το μούγκρισμα του αφεντικού καθώς απολύει γονυπετείς υπαλλήλους, την εξόντωση διά τηλεφώνου σειράς από καριέρες, ιστορίες γραφειοκρατικής λαγνείας με αμφότερα τα φύλα πράγματι διαπλεκόμενα σε επιπλώσεις πληρωμένες με ξένες επιταγές. Από παντού, στην διήγηση των ειδημόνων, ο μύθος, ή ορθότερα, ο μυθώδης λόγος απλώνεται στα ενδότερα αποφάσεων που αν ήταν αληθείς, δεν έπρεπε να είναι δημόσιες και σε πράξεις που εάν ήταν αληθείς, θα ήταν ανεπίγνωστες, εφ’ όσον σπανίζει από αιώνες ο τύπος του αδιστάκτου κακοποιού που διατάσσει εξαφάνισέ μου τον δείνα κι έλα να σε πληρώσω! Όπως και στην περίπτωση του έρωτος, έτσι και στην περίπτωση των διαπλεκομένων συμφερόντων, το πολύ σινεμά, έβλαψε θύτες και θύματα.

Νομίζω πως η αλήθεια βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην μόνιμη κατάσταση παντός ζωντανού οργανισμού: στην μετριότητα. Εκδότες, αναγνώστες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, δημιουργοί και οικονομικοί παράγοντες, διαθέτουν ένα διανοητικό βάρος ή αβαρία, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν βρίσκεται εκεί το κέντρο των αποφάσεών τους. Η Ιστορία είναι στην προσωπική τους αμηχανία, στο καθημερινό γέμισμα της μέρας τους με ασήμαντες λεπτομέρειες, στην  εμμονή του ενός να κοιμάται με κελεμπία ή στην εμμονή του άλλου να διαβάζει με ενδιαφέρον τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ακόμη χειρότερα, στη ζωή αυτών των ανθρώπων βρίσκονται φιλόδοξες ή δίγλωσσες γυναίκες, χαζά παιδιά που εντούτοις πρέπει να κληρονομήσουν επίγειες βασιλείες, γραφικοί υπηρέτες ή σύμβουλοι που παίζουν τον ρόλο της κοινής γνώμης και καλόβολες θείες που μεταφέρουν τον κατοχικό τους πανικό οριοθετώντας τους ηθικούς ορίζοντες της κάθε οικογένειας. Φυσικά όλοι θα αρνηθούν ότι είναι έτσι τα πράγματα, θα σας ορκιστούν ότι τίποτε δεν είναι πιο σκληρό από έναν εκδότη που λυώνει τον αντίπαλο στο  χρηματιστήριο, από έναν πολιτικό που παίζει διαβολικά παιχνίδια με τις καθημέραν ίντριγκες ή από έναν δημοσιογράφο που αντλεί την αλήθεια σηκώνοντας το χαλί του γείτονα συμπότη.

Αλλά εγώ που διοίκησα λέξεις και είδα αγγέλους, σας λέω πως αδίκως χάνετε την ώρα σας δημιουργώντας την προφανή διαφορά για να προκαλέσετε κοινά συμπεράσματα. Εγώ που είδα δήμαρχο να χαζεύει στην Αμουλιανή με σαγιονάρες και δεσπότη να μη φτάνουνε τα πόδια του το περσικό χαλί, εγώ που ψάρεψα με δικαστές και έφαγα στραπατσάδα με νομάρχες, δεν έχω λόγο να σας αποκρύψω την αγωνία του εκδότη καθώς φεύγουνε τα χρόνια κρατώντας το μαρτίνι στην πισίνα, τον δημοσιογράφο που υποφέρει κάθε βράδι από τον κολικό που προκαλεί η άγραφη αλήθεια, την πάρεση του πολιτικού που αδρανεί μέσα στη στείρα δραστηριότητα ενός εργώδους τίποτε.

Βλέπετε, μόνον το ενδιαφέρον διαπλέκεται. Το συμφέρον, ποτέ.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*