Ο θείος Αύγουστος
23-08-2018

στον παιδικό φίλο μου Γιώργο Χαρωνίτη

 

Εκείνα τα μακρόσυρτα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας, ίσως να ήταν ο μοναδικός επίγειος Παράδεισος που αξιώθηκα. Όταν έφτανε ο θείος Αύγουστος θυμάμαι ότι με εύρισκε στο υψηλότερο στάδιο εκτραχηλισμού. Ολοφάνερα αδυνατισμένος λόγω της ξαφνικής αύξησης ύψους, πέντε με επτά πόντους σε δυο μήνες – έριξε μπόι, έλεγε περήφανη η μητέρα – κι από υπάκουο παιδί μεταλλαγμένο σε αυθάδικο αίφνης, έκανα γούστο να αντιμιλάω με άνεση στους μεγαλύτερους, αρνούμενος πεισματικά να τρέξω για το παραμικρό θέλημα. Και με βελτιωμένο από το προηγούμενο καλοκαίρι το πενιχρό μου «οπλοστάσιο» σε κακές ή απαγορευμένες λέξεις για τις ανάγκες, βεβαίως, των φραστικών συρράξεων και μόνον με τους συνομηλίκους μου, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι ως παιδιά της γειτονιάς και αλητάμπουρες εν γένει, αγνοούσαμε την κλωτσοπατινάδα ή τον πετροπόλεμο, έχοντας τα γόνατά μου μόνιμα πληγωμένα από τα αλλεπάλληλα πεσίματα κατά την διάρκεια του καθημερινού, όσο και ξέφρενου παιχνιδιού, ελάχιστα διέφερα ή και καθόλου από τα υπόλοιπα χαμίνια. Επιτέλους, τα είχα καταφέρει, ήμουν ένας από εκείνους κι εγώ, δικός τους, μέλος της τσακαλοπαρέας, ο καλός μαθητής του Χειμώνα είχε ενσωματωθεί πλήρως με τα «κούτσουρα» της τάξης, οποία ευτυχία!

Δύο έως τρία στενά μακρύτερα της πατρικής εστίας εθεωρείτο κανονικό ταξίδι. Συχνά – πυκνά οι δήθεν αγωνιώδεις φωνές των μητέρων διασταυρώνονταν στον αέρα μέσα στο κάμα του μεσημεριού. Μας φώναζαν με τα μικρά μας ονόματα να μαζευτούμε πίσω για φαγητό. Δεν το είχαν σε τίποτα να παριστάνουν τον τελάλη. Κι αλίμονο αν δεν απαντούσες αμέσως με την υπόσχεση «τώρα, καλέ μαμά, έρχομαι!». Ο συνήθης σχολιασμός τους, εξ αποστάσεως πάντοτε και στη διαπασών, δεν άφηνε περιθώρια ψευδαισθήσεων ή παρερμηνείας εκ μέρους σου για το είδος του κατ’ οίκον πατιρντί. «Έγινα ρεζίλι στην γειτονιά να σε ψάχνω και να φωνάζω. Τσακίσου, έλα εδώ αμέσως και θα δεις τι σε περιμένει…». Ο ήλιος πύρωνε, έσκαγε ο τζίτζικας κι εμείς δεν χορταίναμε παιχνίδι. Καμιά φορά με φόβο ψυχής κάναμε το εξαιρετικά παράτολμο να τραβήξουμε για το κοντινό ρέμα, έναν παραπόταμο του Ποδονίφτη, με γούρνες εδώ κι εκεί βρώμικου νερού από τα απόβλητα εργοστασίων, με τεράστια κουνούπια και λιβελούλες, με βατράχια να κρώζουν και κάποιες ενοχλημένες από την παρουσία μας κουκουβάγιες. Και φίδια σίγουρα που ευτυχώς ποτέ δεν τα συναντήσαμε. Για τα παιδικά μάτια μας οι λίγοι σχίνοι, οι πικροδάφνες και τα βάτα ήταν, ούτε λίγο, ούτε πολύ, η ζούγκλα του Αμαζόνιου. Κάποιος, ο πιο ξεσκολισμένος και μάγκας, έβγαζε από την τσέπη του ένα τσιγάρο που είχε σελεμίσει κρυφά απ’ το πακέτο του πατέρα του κι ένα κουτί σπίρτα. Ήταν η κορύφωση της περιπέτειας, η γλυκιά αίσθηση της παρανομίας μας έκοβε τα γόνατα. Καθόμασταν σε κύκλο στην πρώτη καβάντζα που συναντούσαμε και το τσιγαράκι περνούσε από χέρι σε χέρι. Παράλληλα εξιστορούσαμε ερωτικά κατορθώματα αυτοσχεδιάζοντας ο καθένας με την σειρά του, εξώφθαλμα αναληθή, πλην όμως τόσο γοητευτικά ακόμη και ως προς την τολμηρότητα της σύλληψής τους. Ή βγάζαμε τα τσουτσούνια μας έξω από το κοντό παντελονάκι να τα μετρήσουμε. Καμιά φορά γινόταν και διαγωνισμός με θέμα, ποιος κατουράει πιο μακρυά, αλλά μέχρις εκεί.

Αν και γνωρίζαμε την τιμωρία που μας περίμενε κατά την επιστροφή, καθότι παρά τα τεχνάσματα και τα ψέμματα που επινοούσαμε, πάντοτε μας έπαιρναν χαμπάρι, μας ήταν αδύνατον ν’ αντισταθούμε στην σειρήνα της σκανταλιάς! Το ξύλο με την παντόφλα, εναλλάξ με το τράβηγμα του αυτιού, μέχρις αποκόλλησης του πτερυγίου τα είχαμε στο τσεπάκι μας. Αυτή ήταν η ήπια εκδοχή της είσπραξης. Στην χειρότερη υπήρχε το ανατριχιαστικό εκείνο σφύριγμα της ζωστήρας στον αέρα αρχικά, προτού επαναληπτικά «μετρήσει» με θυμό τα ισχνά, γυμνά μας ποδάρια αφήνοντας επάνω τους σημάδια κόκκινα, λουριδιές που έτσουζαν και πονούσαν για μέρες κι ας είχε αλλάξει το χρώμα τους από κόκκινο σε σκούρο μωβ, το ζύγιασμα λέω, που έκανε για μεγαλύτερη ευστοχία ο πατέρας πριν αρχίσει το κανονικό μπερτάχι, κάτι που μας έκοβε προκαταβολικά τα ήπατα. Όταν δεν μας έμπαινε το δαιμόνιο της εξερεύνησης ή βαριόμασταν να αυτοσχεδιάσουμε, παίζαμε τα κλασικά και πατροπαράδοτα, όπως για παράδειγμα, τον «βεζύρη», το «τσιλίκι», τους «βώλους» ή τις «γκαζές», τις «σβούρες», τους «κλέφτες κι αστυνόμους», την «μακριά γαϊδούρα», το «μπιζ» και τόσα άλλα. Σ’ αυτά δεν είχαν θέση τα κορίτσια της γειτονιάς, ήταν αμιγώς αγορίστικα. Εκείνα όφειλαν να μάθουν με το ζόρι κέντημα και οικιακές δουλειές. Τα απογεύματα υπό το άγρυπνο βλέμμα των μητέρων, όταν δεν έπαιζαν μεταξύ τους το «κουτσό» ή την «μικρή Ελένη» είχαν κάποια διακριτική συμμετοχή στα μικτά παιχνίδια, κυρίως στα «μήλα», στο «περνά – περνά η μέλισσα», στην «τυφλόμυγα», στην «μπερλίνα» και λιγότερο στο «κυνηγητό» ή στο επισφαλές «κρυφτό». Τα παραγγέλματα ήταν πάντοτε ίδια κι απαράλλαχτα: «Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις κι όταν σου λέω λεμόνι να κρύβεσαι» ή «φτου ξελευθερία για όλους».

Το «κρυφτό» και οι πρόχειρες κρυψώνες του στάθηκαν κατάλληλες για τα πρώτα τολμηρά χάδια. Το σούρουπο ως φυσικός σύμμαχος κάλυπτε την άσεμνη συμπεριφορά μας, η δε απουσία μας δεν κινούσε την υποψία στους συμπαίχτες μας, ήταν μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού και απολύτως δικαιολογημένη. Ακόμη κι όταν παρατραβούσε η διάρκειά της κανένας δεν θα μπορούσε να εικάσει τι διημείβετο μέσα στο κοντινό χάλασμα ή το γιαπί. Ούτε βεβαίως τους περνούσε από το μυαλό, ότι η ιδέα του «κρυφτού», που έπεφτε ξαφνικά στην παρέα, δεν ήταν και τόσο αυθόρμητη ή αθώα. Υπήρχε δόλος εκ μέρους του συνήθως ενδιαφερόμενου και κατά δύο χρόνια μεγαλύτερου εμού, του Γιάννη Μ. Ο δε έτερος συνένοχος – που δεν ήταν άλλος από την αφεντιά μου – πιάνοντας το μυστικό σήμα, υπερθεμάτιζε της πρότασης, παροτρύνοντας και τους υπολοίπους να συναινέσουν. Ο μόνος κίνδυνος που ελλόχευε ήταν όταν τα «βγάζαμε» με κάποιο από τα γνωστά τραγουδάκια, όπως «ανέβηκα σ’ ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι, το κοίταξα καλά – καλά και σου ‘μοιαζε στην μούρη», μήπως τύχαινε να τα «φυλάει» ο εις εκ των δύο. Σε μια τέτοια περίπτωση αναποδιάς θα μετατίθετο η «συνεύρεση» αναγκαστικά για τον επόμενο γύρο του παιχνιδιού, αλλά μικρό το κακό. Χωρίς καμία προσυνεννόηση, λοιπόν φεύγαμε ομού προς την ίδια κατεύθυνση. Ήταν σύνηθες να κρυβόμαστε δύο – δύο ή και περισσότεροι μαζί. Φροντίζαμε, βεβαίως να αποκλείουμε με διάφορα κόλπα και δικαιολογίες την συμμετοχή τρίτων στην κρυψώνα μας. Κι εκεί, χωρίς καθόλου λόγια ξεκινούσε το δικό μας, το ιδιωτικό παιχνίδι. Μέσα στην ερωτική παραζάλη, τα χάδια και τα αδηφάγα φιλιά, ακούγαμε από μακρυά να μας αναζητούν για ώρα. Λίγο πριν εξαντλήσουμε το χρονικό όριο της υπομονής τους, ο πιο ψύχραιμος εκ των δύο, συνήθως ο κατά τι μεγαλύτερος, αποφάσιζε πως θα έπρεπε να διακόψουμε τις περιπτύξεις, να σουλουπωθούμε κάπως μετά τα  ξεβρακώματα και φαινομενικά ψύχραιμοι να εμφανιστούμε και πάλι στον τόπο του παιχνιδιού, ει δυνατόν από διαφορετικό σημείο. Ήταν ο θείος Αύγουστος που πύρωνε από παντού γύρω, ήταν και η εφηβεία, κάτι ανελέητα θαυμάσιο και ανεπανάληπτο, που μόλις είχε θριαμβευτικά εισβάλει. Με αυτό το «παιχνίδι», το ένα και μοναδικό, πορεύτηκα «εν κρυπτώ» τα επόμενα αρκετά χρόνια, χωρίς την αφορμή ή την δικαιολογία του «κρυφτού». Και με όλες για έναν μπερδεμένο έφηβο του ΄70 τις συνακόλουθες, όσο και μαστιγωτικές ενοχές.

Η γειτονιά που μεγάλωσα ήταν εργατική. Πρώην αγρότες και μετέπειτα επαγγελματίες κτίστες, ηλεκτρολόγοι, κουρείς κ.ο.κ., αυτοδίδακτα μαστόρια δηλαδή, που είχαν μετακομίσει με την λήξη του Εμφυλίου από διάφορα μέρη της επαρχίας στις παρυφές της Πρωτεύουσας σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αύριο στους ίδιους και προπαντός στα παιδιά τους, αποτελούσαν με ελάχιστες εξαιρέσεις, την ανθρώπινη κουρελού της ευρύτερης περιοχής. Μεροκαματιάρηδες που έχτισαν λαθραία όπως – όπως και με την ψυχή στο στόμα, την παραμονή εθνικών εκλογών, επί το πλείστον, ένα αυθαίρετο δωμάτιο αρχικά με τον καμπινέ στην αυλή, στο εκτός σχεδίου πόλεως οικοπεδάκι, που κι αυτό ήταν αγορασμένο με δόσεις. Χωρίς φως και νερό, όσο για τηλέφωνο ούτε λόγος να γίνεται. Εκτός από τον νερουλά και τον γαλατά οι υπόλοιποι πραματευτάδες περνούσαν με φορτωμένη την πραμάτεια τους σε γαϊδουράκια ή άλογα. Από θέμα πρασίνου ότι κατάφερναν οι λίγες γλάστρες με τα λουλούδια και τα φυτεμένα στο χώμα γιασεμί, αγιόκλημα και βουκαμβίλια. Και η σκιερή κρεβατίνα με τα απλωμένα κλήματα. Βλέπεις και το νεράκι ακόμα ήταν λιγοστό κι ακριβοπληρωμένο. Ευτυχώς ο πατέρας είχε φυτέψει δύο ακακίες ένθεν κι ένθεν της αυλόπορτας που με τα χρόνια είχαν πάρει να ψηλώνουν αρκετά. Κάτω από τον ίσκιο τους σταματούσαν όλοι οι περαστικοί να πάρουν μιαν ανάσα και οι καλές γειτόνισσες να πιάσουν ένα πρόχειρο λακριντί με την μητέρα. Εμείς τα παιδιά δεν παραλείπαμε να σκαρφαλώνουμε στα «δεντράκια», όπως τα λέγαμε, επιδιδόμενοι σε διάφορες ταρζανιές με κίνδυνο να βρεθούμε ξαφνικά με κανένα σπασμένο χέρι ή πόδι, μπορεί και κεφάλι.

Χωματόδρομοι παντού με την σκόνη να σηκώνεται σύννεφο από κανένα ξαφνικό βοριαδάκι ή την σπάνια διέλευση τροχοφόρου οχήματος θυμιάζοντας, έτσι κανονικά τα καλοκαιρινά απογεύματα και τον Χειμώνα με την πρώτη βροχή να πνιγόμαστε από την λασπουριά, ήταν το χαρακτηριστικό της περιοχής. Αυτό κι ένα ακόμη, το κυριότερο, η άναρχη δόμηση με τις συνεχείς αυθαίρετες προσθήκες στην αρχική την πρώτη. Κι εκεί, μέσα στην χαύνωση του απομεσήμερου, όταν η υποχρεωτική σιέστα πλησίαζε προς το τέλος της κατέφθανε, μια στο τόσο, ο παγωτατζής επάνω στο ειδικά διαμορφωμένο τρίκυκλο, χωλός από το ένα ποδάρι, κάθιδρος με την λευκή στολή του λερή και με φωνή μπαϊλντισμένη να μας βγάλει από τον λήθαργο διαλαλώντας: «ΕΒΓΑ παγωτά η ΕΒΓΑ». Αρχίζαμε τότε με τον αδελφό μου τα παρακάλια και τις γκρίνιες για την εξασφάλιση της δραχμής, το αντίτιμο για την γλυκιά απόλαυση ενός παγωτού κρέμα ξυλάκι. Με επικάλυψη σοκολάτας είχε άλλη τιμή, ήταν ακριβότερο κατά πενήντα λεπτά. Παρά τα αυτοσχέδια λογίδρια της μητέρας, σχετικά με την ύποπτη ποιότητα της δροσερής λιχουδιάς, μήπως τυχόν και μας μεταπείσει, τις σχετικές νουθεσίες και τις διαβεβαιώσεις της πως αν φάμε παγωτό θα μας πιάσει κοιλόπονος, εμείς επιμέναμε φορτικά, δεν ίδρωνε το αυτί μας από κάτι τέτοια. Απηυδισμένη στο τέλος μας έβαζε να της υποσχεθούμε ότι για να μας κάνει το χατήρι θα έπρεπε να ποτίσουμε τα λουλούδια με το ποτιστήρι και στην συνέχεια να καταβρέξουμε και λίγο τον δρόμο για την σκόνη. Αποδεχόμασταν την συμφωνία χωρίς πολλά – πολλά. Η φέτα παγωμένου καρπουζιού ανά χείρας ή το τσαμπί σταφύλι μετά τον ύπνο, η φέτα ψωμιού άλλοτε μουσκεμένη σε νερό κι άλλοτε αλειμμένη με λάδι πασπαλισμένη με ζάχαρη ή φορές με μια στρώση πελτέ, όταν το ζαχαρούχο ήταν αποκλεισμένο ως επιλογή πασαλείματος, επειδή δεν επαρκούσε για το πρωινό γάλα της επομένης κι άρα έπρεπε να κάνουμε οικονομία, καλά ήταν λέω όλα αυτά, καλά κι άγια, αλλά τα είχαμε βαρεθεί. Και όπως και να το κάνουμε, το παγωτό, κακά τα ψέμματα, εκτός από καινοφανές προϊόν ήταν και παραμένει υπέροχο στην γεύση. Αν τύχαινε όμως, αμέσως μετά να περάσει προς ενημέρωση του φιλοθεάμονος κοινού το αυτοκίνητο με την ντουντούκα, διαφημίζοντας την βραδινή προβολή της νέας ελληνικής ταινίας στο Cine Άγγελ, τον θερινό κινηματογράφο στο απώτατο όριο της συνοικίας των Αγίων Αναργύρων, ακριβώς στην «συνοριακή γραμμή» με το Μενίδι, τότε όπως ήταν αναμενόμενο ξεσπούσε νέος, σκληρότερος γύρος διαπραγματεύσεων. Σ’ αυτόν διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο ο ισχυρός οικονομικός παράγοντας του σπιτιού, ο πατέρας.

Τώρα, πολλές δεκαετίες μετά, ξαναφέρνω στον νου εκείνα τα παιδικά της συνοικίας καλοκαίρια. ‘Οσο στερημένα κι αν ήταν, χωρίς την υποψία των διακοπών, με τα ολίγιστα μπάνια εξασφαλισμένα από τα κουπόνια, δέκα τον αριθμό, της «Εργατικής Εστίας»  και συμπληρωμένα «ιδίοις εξόδοις» με μερικά ακόμη για τις λαϊκές παραλίες της Λούτσας, του Καβουριού ή του Σχοινιά κι αυτό χάρη στον δυναμισμό της κυρίας Ευγενίας Β. που φρόντισε να ξεκινάει καθημερινά πούλμαν από την γειτονιά μας για την θάλασσα, παραμένουν τα καλύτερα. Ας μην υπήρχαν οι ανέσεις και το χρήμα να ρέει. Όλα είχαν μια φρεσκάδα, λες και κάποιος μυστικός προβολέας τα φώτιζε. Οι γονείς νέοι ακόμη κι ερωτευμένοι δεν είχαν έγνοια και φροντίδα παρά μόνον για εμάς τα παιδιά. Κι εμείς άλλο δεν κάναμε από το να ανακαλύπτουμε, μέρα την μέρα, έκθαμβοι τον κόσμο. Αυτόν τον ίδιο προβολέα ανάβω ακόμη, όποτε παραστεί η ανάγκη. Και στην σκιά την πενιχρή της αυλής μου τρυπώνω κι αναψύχομαι, κάτω από τα «δεντράκια» εκείνα καταφεύγω κι ας είναι κομμένα προ πολλού, όταν του βίου ο καύσωνας καταντάει αφόρητος.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*