Περπατώντας μόνος στο κέντρο της πόλης και συνομιλώντας με το αυγουστιάτικο φεγγάρι, ανέσυρα κάτι ξεχασμένες λέξεις και φράσεις που λείπουν εδώ και χρόνια από το καθημερινό μας λεξιλόγιο όπως, για παράδειγμα, μπέσα ή μπεσαλής, κιμπάρης, ντόμπρος ή ντομπροσύνη, φιλότιμο ή σου δίνω τον λόγο μου, ο λόγος μου είναι συμβόλαιο, δώσαμε τα χέρια (για κλείσιμο συμφωνίας), λόγια σταράτα ή ξεκάθαρες κουβέντες κ.ά. Και δεν είναι ότι σμίκρυνε το λεξιλόγιό μας, πτωχεύσαμε και σε αξίες. Τι μ’ έπιασε κι εμένα, χρονιάρα μέρα, παραμονή δεκαπενταύγουστου;
Ένα από τα πρώτα διηγήματα του Γιώργου Ιωάννου, αν όχι το πρώτο, είχε τον τίτλο: «Για ένα φιλότιμο»,1964. Ένας δύτης, φίλος του συγγραφέα, κάτω στις ακτές της Αφρικής, διακινδύνεψε την ζωή του σε μια προσπάθεια να πιάσει ένα ακόμη σφουγγάρι που πήρε το μάτι του, μαύρο και γυαλιστερό, σε μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο βάθος.
– Και γιατί το ‘κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ’ έβλεπε, γιατί το ‘κανες; του φώναξα.
– Για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά, εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσχημα δαμάσει.
Έτσι κλείνει το μικρό διήγημα. Και καταλαβαίνουμε ότι και τότε, πριν από μισόν αιώνα, είχε αρχίσει να φθίνει η λέξη, δεν ήταν κοινός τόπος η φιλοτιμία, αλλά είδος προς εξαφάνιση. Είχε αρχίσει να παραγκωνίζεται και μαζί της να παρακμάζει το ήθος των Ελλήνων, ως φυσικό τους γνώρισμα. Ο λαϊκός δύτης οικτίρει τον συγγραφέα: «Εσύ τι ξέρεις απ΄ αυτά, εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσχημα δαμάσει.» Εύκολο να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι τα τελευταία, ίσως, ψήγματα να διατηρούνταν στα φτωχά, τα χαμηλά στρώματα. Αντίθετα τα γράμματα και η κοινωνική ανέλιξη που, κατά κάποιον τρόπο, αυτά συνεπάγονται, είχαν αρχίσει διαβρώνουν για τα καλά τα χαρακτηριστικά της φυλής.
Καμία νοσταλγία για τα περασμένα δεν υποκρύπτει η διαπίστωσή μου, πλην όμως ο πρόσκαιρος αλληθωρισμός μου στα παλιά, που μόλις τα πρόλαβα και σαν ανάμνηση αχνή επανέρχονται, άλλο δεν δηλώνουν από την έκπτωση των ημερών. Σε μια Αθήνα, ντε και σώνει, θελκτικό προορισμό, με τα σμήνη των αλλοδαπών τουριστών να φθάνουν κατά κύματα και να συμφύρονται με τους ταλαίπωρους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες στους δρόμους της, όταν οι τελευταίοι δεν συνωθούνται σε ύποπτα στέκια παραβατικότητας, σε νεοσύστατα γκέτο στις πέριξ της Ομονοίας υποβαθμισμένες περιοχές και τους ημέτερους άστεγους εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, σταθερά εξαθλιωμένους, να καταλύουν κάθε βράδυ σε υπαίθρια «ξενοδοχεία» αναρίθμητων αστέρων, πεσμένοι εδώ κι εκεί, συνήθως σε εισόδους κτηρίων και πολυκατοικιών, πότε νηστικοί και πότε χορτάτοι, σε μια Αθήνα επαναλαμβάνω ολοφάνερα βρώμικη, παραμελημένη και αλλοσούσουμη που παριστάνει, δήθεν την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, εμείς οι μόνιμοι, οι ορκισμένοι εραστές της δεν ξέρουμε άλλο από να την αγαπάμε, έστω κι έτσι. Όσο κι αν άλλαξε εκείνη, όσο αν αλλάξαμε κι εμείς. Ιδιαίτερα τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου που απομένουμε λίγοι, λίγοι και καλοί, ίσως. Αδειάζουν οι δρόμοι, τις νύχτες περισσότερο, σχεδόν όλοι λείπουν, έχουν άρον – άρον μεταβεί στις ιδιαίτερες πατρίδες, σε βουνά, λόγγους και μαγευτικές παραλίες. Μέχρι το τέλος του μήνα, μετά επιστροφή, και ξανά και πάλι στα ίδια. Γι’ αυτό φρόντισε να απολαύσεις την ερημιά της πόλης, όσο καλύτερα μπορείς, ψιθύριζα εις εαυτόν. Αφού ξέμεινες εδώ, αξιοποίησε την ευκαιρία καταλλήλως.
Συνέχισα την μοναχική βόλτα βουτηγμένος στις σκέψεις μου, ενώ κάθε τόσο ξεπηδούσαν πρόσωπα αγαπημένα από το παρελθόν «τόσο ολίγον εκτιμηθέντα» όταν έπρεπε, πρόσωπα για πάντοτε χαμένα. Να εδώ, κι εδώ! Ή μήπως λίγο παρακάτω, στην άλλη γωνία; Κι έφτασα στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, χωρίς τον Άγγελον Κυρίου να κατέρχεται, πλέον, ίνα ταράξει τα ύδατα επί της πλατείας Ομονοίας που γνώρισε ημέρες και προπαντός νύχτες δόξης λαμπρές, τότε που διέθετε ακόμη τα εντυπωσιακά συντριβάνια και τους χρωματιστούς προβολείς να τα φωτίζουν, έτσι καθώς υψώνονταν ουρανομήκεις οι πίδακες νερού, τότε που όλα τα ανθρώπινα ποτάμια της επαρχίας, εκεί είχαν την εκβολή τους και στους πέριξ αυτής δρόμους και στενά. Χάζευαν αθώοι κι εκστατικοί το πρωτοφανές θέαμα οι άρτι αφιχθέντες πατριώτες της ενδοχώρας, κουμπωμένοι ελαφρώς στους τρόπους και στο βλέμμα τους μόνιμα αποτυπωμένη την ερωτική στέρηση, πλάσματα τόσο κατάλληλα και πρόθυμα για «αποπλάνηση», αυτοί και οι ένστολοι φαντάροι. Με διαφορετικές, κατά τεκμήριο, για την περίσταση δικαιολογίες, εύκολα ενέδιδαν στις σειρήνες της ηδονής – και τι σειρήνες! – όταν δεν το είχαν προαποφασισμένο. Στο café του τότε ομώνυμου ξενοδοχείου με απρόσκοπτη θέα στην πλατεία – το μετέπειτα κτήριο της φίρμας HONDOS – μπροστά ακριβώς στις κυλιόμενες σκάλες που οδηγούσαν, όπως και τώρα, στον υπόγειο χώρο με τις αποβάθρες ηλεκτρικού και μετρό, ελάμβαναν χώρα οι «σοβαρότερες» συναντήσεις και δίνονταν τα ποικίλα ερωτικά ραντεβού. Κόσμος πολύς κι ανακατωμένος έπινε καφέ, ενώ οι πιο τολμηροί έκαναν σινιάλα κι έγνεφαν με νοήματα όλο σημασία από το ύψος του πρώτου ορόφου με τις τζαμαρίες ανοιχτές χειμώνα – καλοκαίρι, ακόμη και τις χειμωνιάτικες νύχτες, όταν ο καιρός ήταν γλυκός, σε διερχόμενους ή σε σταθμευμένους επί τούτου, ακριβώς από κάτω.
Στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου ΟΜΟΝΟΙΑ λειτουργούσε με τον ίδιο τίτλο, επίσης, το υπόγειο σινεμά με ταινίες αποκλειστικά σεξ, ένα από τα τρία ή τέσσερα, αν θυμάμαι σωστά, παρόμοια στέκια στην περιοχή για μια «πρόχειρη» ερωτική συνεύρεση. Ελάχιστες φορές είχα κατεβεί τα σκαλιά του, επικρατούσε το «έλα να δεις και να μην πάρεις» κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά… Απείχε πολύ οποιασδήποτε ερωτικής ατμόσφαιρας, όλα γινόντουσαν επί τόπου, χύμα και απροκάλυπτα. Εκεί διέπρεπαν, δυστυχώς, το θράσος και η οικονομική συναλλαγή. Η σκοτεινή αίθουσα απελευθέρωνε με τρόπο άτσαλο κι αγχωτικό την κάθε μορφής ερωτική καταπίεση των θαμώνων. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που μέσα στο σκοτάδι μπορούσες ν’ αναγνωρίσεις πρόσωπα «υπεράνω πάσης υποψίας», πρόσωπα του δημόσιου βίου, ακόμη και πρόσωπα από το κοινωνικό ή και το οικογενειακό σου περιβάλλον. Μέσα σε μια στιγμή έπεφταν οι μάσκες, όπως συνηθίζουμε να λέμε σε παρόμοιες περιπτώσεις, τα κεφάλια αυθορμήτως στρέφονταν στην αντίθετη κατεύθυνση και τα λυμένα γόνατα οδηγούσαν κακήν – κακώς τον άρτι αποκαλυφθέντα προς τα σκαλιά της εξόδου. Η συνήθης πρακτική αντίδραση ήταν «δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρω», σπάνια γινόταν η υπέρβαση και αντάλλασσαν κάποιου είδους χαιρετισμό με την κρυφή ελπίδα, βεβαίως, της αμοιβαίας αποσιώπησης του ατυχούς συμβάντος.
Συνέχισα να κόβω βόλτες απολαμβάνοντας την μοναχικότητα των νυκτερινών στιγμών, μέχρις ότου ένιωσα την κούραση να πλησιάζει. Ο αρχικός ενθουσιασμός μου είχε «πάει περίπατο», είχε κοπάσει προ πολλού μετά από ένα τέτοιο πισωγύρισμα. Αραιά και που κατά την διαδρομή μου, συνάντησα και κάποιους παλαιούς από τους μόνιμους θαμώνες, έπεσα επάνω σε σκιές ξεχασμένες κι αμετανόητες που μετά βίας θύμιζαν τις καλές μέρες της νεότητάς τους, να σεργιανούν ακόμα σε πείσμα των αλλαγών. Αλίμονο, τίποτα, πλέον, δεν είναι το ίδιο σκέφτηκα. Εξέλιπαν «ανεπαισθήτως όλως» οι άνθρωποι, όπως και το café ή το cine, μαζί και το συντριβάνι με τα πλουμιστά νερά του, καθώς και η ατμόσφαιρα μιας τολμηρής εποχής, όλα χαθήκαν, ανεπιστρεπτί. Το μόνο που απέμεινε ολοζώντανο εντός μου, είναι το σχόλιο της πρώτης φοράς, όταν μπροστά στους δυσθεώρητους πίδακες, ως έκθαμβο τετραετές μειράκιον, εν πλήρει αθωότητι κι αυθορμήτως ανέκραξα: «Πω, πω μαμά μια χάλασσα!», φράση που δεν παραλείπω, εις ανάμνησιν εκείνης της στιγμής, να επαναλαμβάνω με δέος, όταν η υδαρής εκτίναξη ανταποκρίνεται, βεβαίως στις προσδοκίες μου, γεγονός που καθιστά τον δράστη άξιον θαυμασμού και κάθε επιβράβευσης.