Συνήθως η πεζογραφική ιδέα δεν υποστηρίζεται όσο η ποιητική εξαδέλφη της. Είναι βλέπετε πολλά τα αντιαρματικά στερεότυπα. Αλλά για την φρίκη, είχα μπούσουλα: τον μεσαιωνικό αντάρτη των βουνών, τον βογόμιλο που τον ακρωτηρίασαν και σε μια παράλια σκάλα στον Κεράτιο, του άνοιξαν τα σπλάγχνα, ζούσε ακόμη και έφεραν γιατρούς να τα εξετάσουν, να χουν εποπτικό υλικό στην πανδιδακτήρια ομήγυρη.
Ώσπου ένα βραδάκι, ψιλοκουβεντιάζαμε στην αιώρα με Εκείνην Που Κανονικά Δεν Έπρεπε Να Υπάρχει στη Ζωή μου, ζωή ενός σουίνγκερ και ποταπού ζητιάνου λέξεων, άκουσα μια ιστορία με μπάμιες.
Ήτονε χρόνια ναϊντίλας. Τα σκάνερ ήταν μεγάλα, παχιά και μακρόστενα ωσάν τραπεζάκια ουζάδικου στην Ιωνία του Βόλου, ενώ τα κινητά, πριν συρρικνωθούν σε μέγεθος κυπριακών ορτυκιών, ήταν μεγάλα ωσάν κοτόπουλα.
Ήταν όμορφος, πολύ, το ίδιο Εκείνη Που Κανονικά Δεν Έπρεπε Να Υπάρχει στη Ζωή μου. Αρέστηκαν, πήγαν στο δωμάτιό του, έγειραν για τον Έρωτα και τηνε βόλεψε καθιστή πάνω στη στύση του, να βλέπει τις γρίλλιες κι εκείνος την πλάτη της.
Όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα και χτυπάει το κινητό που είχε δίπλα του και το σηκώνει απαθής και σεινάμενος, και ήτονε η μάνα του. Ακολούθησε έντονη συζήτηση για το φαγάκι που του ετοίμαζε και διαφωνούσαν για τις μπάμιες. Για τη μάνα του ήταν φρέσκιες και ποθητές και να σταματήσει τα μπιφτέκια . Εκείνος δεν τις ήθελε. Οπότε Εκείνη Που Κανονικά Δεν Έπρεπε Να Υπάρχει στη Ζωή μου ξεσκαλώνει, ντύνεται και φεύγει.
Τόσο απλά, τόσο φρικτά, τόσο άσκεφτα. Ωσάν δένδρο είναι ο άνθρωπος, αλλά αισθάνθηκα ωσάν κόκκινο μυρμήγκι με μαύρη κοιλιά πάνω στις ράγες του φλοιού του.
Η εκδίκηση της μητέρας δεν γνωρίζει φραγμούς. Οπως και εκείνη, που ντύθηκε κι έφυγε. Αλήθεια. Τι έγινε με το μενού; Μπάμιες ή μπιφτέκια; Είναι μακάβρια ερώτηση (χωρίς ιδιαίτερη σημασία), αλλά ο επίλογος είναι τουλάχιστον συντριπτικός. Δυστυχώς για εκείνες (ανεξαρτήτως ηλικίας και “ρόλου”) και για κάποιους από εμάς.