Η είδηση της δολοφονίας του με πάγωσε. Και παρότι από τότε μεσολάβησαν τριάντα χρόνια, το ίδιο ρίγος νοιώθω να με διαπερνά ακόμη, κάθε φορά που τυχαίνει ν’ ακούσω κάτι σχετικό με τον θάνατό του. Προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε από κοντά, αδύνατον. Έχω την λάθος αίσθηση ότι αυτό συνέβη πολύ παλιά, αλλά μάλλον μπερδεύομαι από τις διάφορες ανεκδοτολογικές αφηγήσεις κοινών φίλων. Ίσως να οφείλεται και στο γεγονός ότι διάβασα σχετικά νωρίς το μοναδικό, με την διττή σημασία της λέξης, μυθιστόρημά του, «Το τρίτο στεφάνι», καθώς και την επόμενη συλλογή διηγημάτων του, «Τα ρέστα». Και περιττεύει νομίζω να πω πόσο με είχαν γοητεύσει. Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, η πρώτη φορά μου διαφεύγει.
Πιθανολογώ ότι ανταλλάξαμε χειραψία τότε που τον επισκεφτήκαμε ο Άρης Δαβαράκης κι εγώ στο διαμέρισμά του στον περιφερειακό του Λυκαβηττού συνοδευόμενοι από το κινητό συνεργείο ηχοληψίας της ΕΡΤ για τις ανάγκες μιας ραδιοφωνικής συνέντευξης, δεν θυμάμαι με ποια αφορμή, που θα φιλοξενείτο στο Τρίτο Πρόγραμμα και συγκεκριμένα στην εκπομπή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ της οποίας, έχοντας πρόσφατα αναλάβει το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, ήμουν συνεργάτης. Μας υποδέχτηκε εύχαρις και γελαστός ένα ανοιξιάτικο πρωινό του ’79. Μας ρώτησε, βεβαίως «τι κάνει ο Μάνος», ο φυσικός μας προϊστάμενος και να του διαβιβάσουμε, ει δυνατόν, τα χαιρετίσματά του. Ήταν παλιοί φίλοι, ο Χατζιδάκις του είχε ζητήσει μάλιστα λίγα χρόνια πριν, το 1972, να γράψει εκείνος ένα συνοδευτικό σχόλιο για το έργο του «Ο σκληρός Απρίλης του ’45», καθότι ως συνομήλικοι είχαν κοινά τραυματικά βιώματα. Και ήταν πραγματικά ένα εύστοχο και μεστό σχόλιο, μόλις ολίγων αράδων. Αξίζει να το θυμηθούμε.
«Στο «Σκληρό Απρίλη του ’45» – αναφορά, όπως παλιότερα οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» σε στίχο απ’ την «Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ – ο Μάνος Χατζιδάκις στο ‘να κομμάτι μετά το άλλο, γυρίζει σε κείνες τις, για μας τουλάχιστον, κοσμογονικές μέρες της νιότης μας, όχι σ’ αναζήτηση κανενός «χαμένου καιρού», αλλά σε μια προσπάθεια να τις δει σ’ όλες τους τις δυνατές διαστάσεις: έτσι όπως ήταν στην πραγματικότητα, έτσι όπως νομίζαμε τότε πως ήταν κι έτσι όπως θα τις βλέπαμε, αν μπορούσαμε να τις δούμε απ’ την απόσταση που τις βλέπουμε τώρα, ν’ ακούσει όλους τους ήχους. Όχι μόνο μπουζούκι και διπλοπενιά, αλλά και μπουζούκι ιδωμένο λίγο σα να ‘ταν μαντολίνο, ύστερα και τα δυο μαζί εναλλάξ κι ανάμεσά τους και γκονγκ και πένθιμα τύμπανα – οι ξεροί κρότοι των πολυβόλων ενός συμφωνημένα καταδικασμένου αγώνα, λέω εγώ με το νου μου κι η απελπισμένη ρυθμική πορεία μιας νέας, αλλιώτικης προσφυγιάς…
Ο Χατζιδάκις είχε πει πως οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» ήταν μια προσευχή. «Ο σκληρός Απρίλης του ’45» είναι κάτι περισσότερο: ένα ρέκβιεμ σ’ εκείνο το ωραίο και τόσο γόνιμο νεανικό μας όραμα κι ίσως έτσι η ενδόμυχη υπόσχεση μιας το ίδιο γόνιμης χρήσης του λίγου χρόνου που μας μένει ακόμα».
Η δεύτερη φορά έλαβε χώρα στο γραφείο του Μάνου Χατζιδάκι. Είχε έλθει ο ίδιος στην ΕΡΤ για την προγραμματισμένη συνέντευξη τύπου, μιας και από την επομένη «Το τρίτο στεφάνι» θα μεταδίδετο από το Τρίτο Πρόγραμμα στην μορφή καθημερινών δεκάλεπτων επεισοδίων σε ραδιοφωνική σκηνοθεσία του Γιώργου Παυριανού. Δεν ξέρω πώς έγινε και βρεθήκαμε επτά ή οκτώ άτομα, ήμασταν αρκετοί θυμάμαι φίλοι και συνεργάτες του Τρίτου, άλλοι καθισμένοι κι άλλοι όρθιοι, να παρακολουθούμε μιαν ανάλαφρη συζήτηση μεταξύ των δύο αυτών παλιών γνώριμων και τόσο σημαντικών ανδρών. Ώσπου κάποια στιγμή, παρότι στεκόμουν διακριτικά στο βάθος και πίσω από άλλους, κρυμμένος σχεδόν, με συλλαμβάνει το βλέμμα του. Διακόπτει την κουβέντα, στρέφεται προς το μέρος μου κι απλώνοντας το χέρι του με δείχνει, ενώ τον ακούω να λέει: «Κοίτα, βρε Μάνο, αυτήν την ομορφιά! Δεν νοιώθεις χυδαίος μπροστά σ’ αυτόν τον νεαρό;». Απρόκλητα βρέθηκα να είμαι ξαφνικά στο επίκεντρο της ομήγυρης, θυμάμαι πως ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Έγινα κόκκινος από την ντροπή και κατέβασα το κεφάλι. Πρόλαβα να δω, όμως την έκφραση απορίας στο πρόσωπο του Χατζιδάκι η οποία αστραπιαία μετατράπηκε σε γκριμάτσα δυσαρέσκειας κι ολοφάνερα ενοχλημένος τον αντέκρουσε λέγοντας: «Χυδαίος; Όχι, δεν νοιώθω καθόλου χυδαίος. Γιατί θα έπρεπε να νοιώθω χυδαίος; Άκου, εκεί χυδαίος!». Αλλά ο Ταχτσής επανήλθε: «Μα, πώς μπορείς ν’ αντικρύζεις, έτσι απλά και χωρίς συγκίνηση έναν τόσο ωραίο νέο;». Η απάντηση που έλαβε ήταν χαριτωμένη κι αποστομωτική: «Πώς δεν μπορώ; Μπορώ και παραμπορώ!».
Όταν είσαι 23 χρόνων κι ευειδής – κι ας θεωρήσουμε περιττή πάσα μετριοφροσύνη για μια, ούτως ή άλλως, περασμένη ομορφιά, τόσο μακρινή, όσο και η νεότητα επίσης – συμβαίνει συχνά να έλκεις τα βλέμματα, είναι λέω σύνηθες φαινόμενο, ταυτοχρόνως πρόσκαιρο φευ, να τυγχάνεις κάποιας προσοχής, μα στην περίπτωσή μου ο Ταχτσής θεωρώ ότι το παράκανε… Προφανώς ήθελε, κατά την προσφιλή του μέθοδο να τσιγκλίσει κάπως τον Χατζιδάκι, να τον φέρει σε αμηχανία και στο «πρόσωπό» μου βρήκε τον πλέον εύκολο τρόπο. Πάντως, εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, μια χαρά τα κατάφερε.
Έκτοτε, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, συναντηθήκαμε αρκετές φορές με τον Ταχτσή. Ένοιωθα να με περιβάλλει με συμπάθεια και τρυφερότητα, ήταν βλέπεις κι εκείνη η διαφορά ηλικίας των τριάντα χρόνων που τον υπέβαλλε σ’ αυτό. Πάντοτε χαριτωμένος, είχε να διηγηθεί πολλά και ποικίλα ευτράπελα, σε μιαν προσπάθεια να γοητεύσει, αν όχι να σοκάρει τον συνομιλητή του. Και ελαφρά σνομπ για οτιδήποτε τον άφηνε αδιάφορο ή τον ενοχλούσε. Συχνά πέταγε στην διάρκεια της κουβέντας αγγλικούς ή γαλλικούς όρους, κατάλληλα υπογραμμισμένους. Πάντοτε υπήρχε μια ελεγχόμενη ένταση στον τόνο της φωνής του, ανεξαρτήτως θέματος, κάτι που θα το έλεγες και συγκρατημένο θυμό. Ήταν φίλερις, αρπαζόταν εύκολα, με το παραμικρό σχεδόν. Εκείνη την περίοδο, τέλη του 1981, κατέφθασε ένα φθινοπωρινό μεσημέρι στο παλαιοπωλείο του Θόδωρου Μίντζα στην Πινδάρου έχοντας ένα πράσινο μαντήλι γύρω από τον λαιμό, κραδαίνοντας όλο χαμόγελα, μισοαστεία – μισοσοβαρά μια πλαστική σημαία του ΠΑΣΟΚ. Επέστρεφε από μια προεκλογική συγκέντρωση του Κινήματος στο Σύνταγμα, όπως μας εξήγησε. Λίγο αργότερα κατάλαβα γιατί ο άνθρωπος αυτός που απεχθάνοταν την πολιτική, παρίστανε τότε τον ένθερμο οπαδό, ποιοι λόγοι του υπαγόρευαν μια τέτοια συμπεριφορά. Ήλπιζε πως η επερχόμενη κυβέρνηση θα ανταποκριθεί θετικά στις προσδοκίες του. Κάτι που δεν συνέβη. Αντίθετα τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο. Μεταξύ των άλλων, ναυάγησε οριστικά και η προοπτική να γυριστεί από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο σε ταινία το μυθιστόρημά του, με την Μελίνα στον ρόλο της Νίνας. Είχε εναποθέσει πολλά σ’ αυτό, το ήθελε, όσο τίποτα. Κι αυτή ακριβώς η ματαίωση έγινε η σταγόνα για να ξεχειλίσει το ποτήρι.
Λίγο μετά, επάνω στην απόγνωσή του έκανε μιαν αποτυχημένη, ευτυχώς, απόπειρα αυτοκτονίας. Αν και δεν πήρε δημοσιότητα, όταν πληροφορήθηκα το συμβάν του έστειλα αυθόρμητα μιαν επιστολή συμπαράστασης κι αγάπης. Δεν είχα ακόμη τον αριθμό του τηλεφώνου του για να επικοινωνήσω μαζί του. Μέχρι τότε συναντιόμασταν, είτε τυχαία, είτε μέσω κοινών γνωστών. Λίγο καιρό μετά έλαβα ως απάντηση ταχυδρομικά ένα μπιλιέτο ολιγόλογο, μια διακριτική καρτ βιζίτ, αν προτιμάτε, με τα εξής:
Costas Taktsis * 29, Sarandapichou St. * Athens 705 4. 3. 82
«Αγαπητέ μου Ευσταθίου,
ευχαριστώ για το γράμμα σου – το ωραιότερο που έλαβα τον τελευταίο καιρό μετά το ανάλογο του Νάνου Βαλαωρίτη. Έχω πει πολλές φορές στον Γιάννη* να κανονίσει να ιδωθούμε – μια ή δυο φορές τον χρόνο, δεν είναι πολύ… Μόλις γυρίσω από το Λονδίνο, τέλη Μαρτίου, θα ξαναϋποβάλω την αίτηση.
Μ’ αγάπη
Κ. »
*Γιάννης Βικέλας, κοινός φίλος
Τον Οκτώβριο του 1987 είχα ανεβεί στην Θεσσαλονίκη για το Φεστιβάλ του Ελληνικού Κινηματογράφου, ως απεσταλμένος από το περιοδικό «Οδός Πανός» του Γιώργου Χρονά. Το τελευταίο βράδυ της απονομής των βραβείων τον συνάντησα και πάλι τυχαία στο προαύλιο χώρο, εμπρός από το Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, με την ιδιότητα του μέλους της κριτικής επιτροπής, όπως μου εξήγησε γελώντας. Χάρηκε πολύ που με είδε και μιλήσαμε αρκετά, έτσι όρθιοι, στο πόδι. Ήταν η η πρώτη φορά που τον έβλεπα αξύριστο με μούσι. Με παραξένεψε αρκετά ξέροντας πόσο κοκέτης ήταν. Κάθε τρις και λίγο βρισκόταν φιλοξενούμενος του Ζάχου Χατζηφωτίου (Ίακχος) στην κοσμική στήλη του δημοφιλούς τότε περιοδικού ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ. Ποζάριζε φορώντας συνήθως σακάκι μπλέηζερ και ζιβάγκο, μ’ ένα ποτήρι στο χέρι ανάμεσα σε πρέσβεις, εφοπλιστές και διάσημες κυρίες των βορείων προαστίων. Αν και ξέρω πως όταν το ρολόι χτυπούσε δώδεκα τα μεσάνυχτα ή κάπου εκεί τέλος πάντων, συνεπής σε μια ψύχωση ιδιόμορφης σταχτοπούτας, εγκατέλειπε συνήθως το κοσμικό περιβάλλον για να μεταβεί σπίτι του κι εκεί να μεταμορφωθεί, με συνοπτικές διαδικασίες, σε ένα άλλο, εκ διαμέτρου αντίθετο πρόσωπο, ως προς την φύση και τον ρόλο του. Να υιοθετήσει μια προσωπικότητα κόντρα εντελώς στην μπριλάντε ατμόσφαιρα και την αισθητική της υψηλής κοινωνίας που μέχρι, πριν λίγη ώρα – ω, τι γαργαλιστικό σκάνδαλο! – ήταν ένα από τα ευηπόληπτα μέλη της.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν στην Θεσσαλονίκη προσπάθησε να με πείσει με την φορτικότητα που επιτρέπει μια παλιά φιλία, να ακυρώσω τα σχεδιά μου και μετά την λήξη τη απονομής να με σεργιανίσει ο ίδιος στην Θεσσαλονίκη. Του εξήγησα ότι είχα υποσχεθεί στους φίλους που με φιλοξενούσαν να τους κάνω το τραπέζι και πως ντρεπόμουν, με ποια δικαιολογία να το πάρω πίσω; «Πες τους ο,τιδήποτε, ακόμη και την αλήθεια. Πες τους, ότι ο φίλος σου ο Ταχτσής, θέλει ντε και σώνει, απόψε να του κάνεις παρέα. Ανάβαλε το τραπέζι για αύριο, επιτέλους». «Δεν γίνεται Κώστα, αύριο φεύγω για την Αθήνα», του απάντησα με αρκετή δυσκολία, ομολογουμένως. Καταλάβαινα πόσο ενδιαφέρουσα ήταν η πρότασή του, πλην όμως δεν μπορούσα να αθετήσω και την υπόσχεσή μου. «Έλα, και θα σου δείξω την δική μου Θεσσαλονίκη, αυτήν ελάχιστοι την γνωρίζουν, απόψε θα δεις τα πιο απίθανα μέρη, μην είσαι κουτός», συνέχισε να επιμένει. Κάπου εκεί ακούστηκε η φωνή του αγαπημένου Ασαντούρ Μπαχαριάν της γκαλερί «ΩΡΑ» να τον καλεί από απόσταση «Κώστα, Κώστα» και να του γνέφει αγωνιωδώς. Μας είχε δει μέσα στο πλήθος των σινεφίλ, πλησίασε κι αφού με χαιρέτισε, στράφηκε προς τον συνομιλητή μου. «Έλα Κώστα, αρχίζει η συνεδρίαση της επιτροπής, μην καθυστερείς άλλο, πρέπει πάμε μέσα». Με κοίταξε πριν φύγει σαν παραπονεμένο παιδί και σε μιαν ύστατη προσπάθεια να με μεταπείσει, μήπως και αλλάξω γνώμη την τελευταία έστω στιγμή, μου πέταξε: «Πάντως να το ξέρεις, αν δεν έλθεις, εσύ θα χάσεις. Λοιπόν, λέγε τι αποφάσισες τελικά;». Ντράπηκα είναι η αλήθεια, αλλά και πάλι ευγενικά του αρνήθηκα. «Καληνύχτα Κώστα, μιαν άλλη φορά, σου το υπόσχομαι» του είπα, παρότι μέσα μου ήθελα πολύ να τον ακολουθήσω σ’ αυτήν την νυχτερινή ξενάγηση, η ιδέα του τι επρόκειτο να συναντήσω νυχτοπερπατώντας μαζί του με γαργαλούσε τρελά. Ξίνισε ελαφρώς τα μούτρα πριν με αποστομώσει γλυκά με την φράση: «Η άλλη φορά είναι απόψε, τώρα… Κρίμα που έχασες την ευκαιρία. Καληνύχτα».
Πόσο δίκιο είχε! Αυτή ήταν και η τελευταία μας συνάντηση, δεν υπήρξε ποτέ άλλη καμιά. Η ευκαιρία χάθηκε μαζί του οριστικά.
Στην ακριβή μνήμη του Κώστα Ταχτσή, 30 χρόνια απουσίας.
Θεωρώ τον Κώστα Ταχτσή τον καλύτερο έλληνα μυθιστοριογράφο. Δεν έτυχε ανάλογης αποδοχής. Το κείμενό σου είναι σαν ένας σύντομος αναλαφρος χαιρετισμός σε ένα μεγάλο λογοτεχνη που μας άφησε νωρίς!