Χθες επετούσα, τ’ αθώα βότσαλα στην θάλασσα. Τα μπλουμ τους, κάναν μικρούς κύκλους που ανοίγαν κι εγώ τα φανταζόμουν να βυθίζονται.
Βγήκε μια γοργόνα και με χαστούκισε. Ησυχία, είπε, και ξαναβούτηξε.
Σήμερα το πρωί, πάλι πετρούλες, πάλι στην θάλασσα, βγήκε ένας ηλικιωμένος κύριος αυτή την φορά, και με έσμπρωξε εκνευρισμένος.
Άγιε μου Νικόλα, αναφώνησα.
Τότε πέταξε το μούσι του, την μεταμφίεσή του, και απ’ το παντελόνι του φάνηκε μια ουρά. Ήταν η ίδια Γοργόνα.
– Καλά γιατί δε πας και στο βουνό, να πετάξεις πέτρες άνθρωπε μου, με ρώτησε αγανακτισμένη.
– Γιατί φοβάμαι πως θα δημιουργήσω κατολίσθηση της απάντησα. Μια στιγμή όμως – Ζει ο Πρηνς; Ο Πρηνς ζει;
Καμιά ησυχία πια, στην θάλασσα
09-08-2018