Δεν είχε προλάβει να στεγνώσει το μελάνι, κατά την συνήθη έκφραση, της προσωπικής ιστορίας μου «Ο Έβρος ήταν σκύλος», όταν συνέβη η αυτοκτονία του δεκαπεντάχρονου αγοριού στην Αργυρούπολη. Με χρονική απόσταση, ακριβώς σαράντα χρόνων μεταξύ των δύο πικρών στιγμών, το μοναδικό, όσο και θλιβερό συμπέρασμα είναι πως στην ελληνική κοινωνία, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κι όχι ότι περίμενα την μάταιη αυτοχειρία να επιβεβαιώσει την ανησυχία μου.
Συχνά – πυκνά διαφωνώ με φίλους υποστηρίζοντας πως είναι λάθος να κάνουν θετικές διαπιστώσεις, περί δήθεν μεγαλύτερης ανοχής ή και αποδοχής ακόμη των συνανθρώπων μας με διαφορετικές ερωτικές προτιμήσεις, κρίνοντας μόνο και μόνο από το τι συμβαίνει στον στενό κοινωνικό τους περίγυρο. Η κάθε λογής διαφορετικότητα, είτε έχει να κάνει με εξωτερικά χαρακτηριστικά, είτε με συμπεριφορές, δημιουργεί έναν φόβο στο σύνολο των «κανονικών». Οτιδήποτε ξεχωρίζει ή διαφέρει από το σύνηθες, από το κοινά αποδεκτό, είναι προς εξοστρακισμόν. Η αγέλη απαιτεί την ομοιομορφία και χάριν αυτής, μπορεί να προβεί σε ακρότητες. Αυτή η έμφυτη, σχεδόν παρόρμηση της απόρριψης κάθε παραφωνίας από την κρατούσα χορωδία των μελωδών, αντί να αμβλύνεται, να καθησυχάζεται από την οικογένεια και το σχολείο, αρχικά και στην συνέχεια από την κοινωνία, δυστυχώς οξύνεται με κάθε τρόπο.
Τι μέγα σφάλμα, η εξασφάλιση της τόσο αναγκαίας για την ύπαρξή μας σιγουριάς, να τροφοδοτείται με τον χειρότερο τρόπο και δη μέσω της ταπείνωσης, της εξουθένωσης, της συντριβής του κάθε «μειονεκτούντος» ατόμου! Και τι σκοταδισμός, πόση βλαχιά, τι φασισμός απροκάλυπτος πρέπει να καταναλώνεται για το χατήρι μιας ψευδαίσθησης που αντιλαμβάνεται τον διασυρμό του «διαφορετικού», ως πρόσθεση πόντων στο γόητρο του δήθεν ισχυρού! Στο θλιβερό αυτό «σπορ» του bullying επιδίδονται, στην καλύτερη περίπτωση οι πλέον ανασφαλείς και στην χειρότερη, όσοι νιώθουν μέσα τους, πως έχουν ένα θέμα ή κατά το κοινώς λεγόμενο, τους τρώει ο κώλος τους. Με τον ακραίο αυτό τρόπο αμύνονται σ’ εκείνο που φοβούνται, όσο τίποτ’ άλλο, κι έτσι το ξορκίζουν. Γιατί το τρέμουν, ίσως και να το επιθυμούν κατά βάθος, όταν δεν το εξασκούν στα κρυφά.
Ομολογώ πως υπήρξα θύμα εκφοβισμού και άγριας πλάκας από πολύ μικρός, ένεκα της διαφαινόμενης διαφορετικότητας, της τόσο ευδιάκριτης στα μάτια των άλλων κι αντίθετα τόσο αθέατης ή και ανύπαρκτης για τα δικά μου. Έφτανε και περίσσευε το καλό παρουσιαστικό μου και η φυσική ευγένεια στους τρόπους μου. Δεν ήμουν σαν τους συνομηλίκους μου τσακαλόμαγκες, ούτε κι επιθυμούσα να τους μοιάσω. Αρνιόμουν πεισματικά να συμμετέχω στις αλητείες τους, να πειράζω τα κορίτσια, να λέω αισχρόλογα, να καπνίζω κρυφά. Αντιπαθούσα το ποδόσφαιρο, τις γκαζιές, τις σβούρες, το τσιλίκι, τον πετροπόλεμο. Αγαπούσα τα γράμματα, ήμουν τακτικό παιδί κι επιμελής μαθητής, μου άρεσε το διάβασμα και γοητευόμουν από τα εξωσχολικά βιβλία, το σταθερό αποκούμπι μου, η μόνη καταφυγή μου στο καθημερινό μαρτύριο του bullying. Με άλλη ονομασία τότε, ως κοροϊδία ή καζούρα, το ίδιο κάνει. Αργότερα, εκεί στην εφηβεία, προστέθηκαν οι καινοφανείς λέξεις κράξιμο και ξεφώνημα, άλλος εφιάλτης κι αυτός.
Ο ακήρυχτος πόλεμος στις πρώτες τάξεις του σχολείου και στα παιχνίδια με τους συνομηλίκους μου στην γειτονιά, παρά την σπάνια, όσο και δειλή συμμετοχή μου, ήταν ανηλεής. Ζούσα μέσα στον τρόμο, περιμένοντας να συμβεί, ανά πάσα στιγμή το απευκταίο, ήτοι να ακουσθεί θριαμβευτικά από κάποιον θρασύ εξυπνάκια η γνωστή λέξη καμτσικιά ή κάποιο θελκτικό για την τροφοδότηση της πλάκας, συνώνυμό της. Έτσι, στα καλά καθούμενα κι όχι να πεις απάνω σε κάποιον καυγά, σε μιαν αντιδικία. Γιατί όπως λέει κι η παροιμία «καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα» κι εμένα, ακουσίως μου είχε βγει. Έφτανε, για παράδειγμα, η παρουσία ενός νέου μέλους στην παρέα κι έσπευδε ο πιο ηλίθιος να τον ενημερώσει κατάλληλα. Και το χειρότερο όλων, όταν το νεοφερμένο πρόσωπο ήταν κορίτσι, εκεί, καλύτερα ν’ άνοιγε η γη να με καταπιεί. Μα ούτε αυτό δεν σέβονται, αναρωτιόμουν πικραμένος.
Ο θυμός μου για όλους αυτούς τους άθλιους τσόγλανους ήταν απερίγραπτος και παρά τα χρόνια που κύλησαν, εν μέρει παραμένει ενεργός. Ένιωθα ότι η συμπεριφορά τους απέναντί μου ήταν άδικη, αναίτια κακή. Αν είχα όπλο θα τους εκτελούσα έναν – έναν με τρελή χαρά, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Τους μισούσα με όλη την δύναμη της ψυχής μου, νύχτες ολόκληρες σχεδίαζα την εξόντωσή τους. Όλα αυτά, τα άκρως οδυνηρά για ένα παιδί που σχεδόν δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο έχει στοχοποιηθεί και βάλλεται από παντού, με έστρεψαν σε μιαν εσωτερική απομόνωση και το ’ριξα με πάθος στο διάβασμα. Αλλά τα μαρτύρια αυτά μου έδωσαν, επίσης την πικρή ευκαιρία να καταστώ, εκτός των άλλων, παρατηρητής, καταγραφέας κι αργότερα μεγαλώνοντας κι αναλυτής των λογής άσχημων συμπεριφορών. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσω και, ει δυνατόν, να ερμηνεύσω τους διώκτες μου. Και ίσως – ίσως, τελικά να τους συγχωρήσω.
Κι ερχόμαστε στο κεφάλαιο οικογένεια. Ο πατέρας σταθερά στον κόσμο του. Τρυφερός, γλυκός κι ανυποψίαστος για το δράμα του γιου του. Ο μεγαλύτερος αδελφός αδιαφορούσε για την ύπαρξη μου, όταν δεν γινόταν ανταγωνιστικός. Η μητέρα υποψιασμένη κι απειλητική γι’ αυτό που αιωρείτο στην ατμόσφαιρα. Ίσως καταλάβαινε, εκ των υστέρων, πόσο εσφαλμένη και καθοριστική, δυστυχώς υπήρξε η συμπεριφορά της στην διαμόρφωσή μου, κάτι που την γέμιζε ενοχές και παραδόξως την διαόλιζε συνάμα. Το αποτέλεσμα ήταν να με δέρνει ανελλιπώς, να με τιμωρεί με το παραμικρό δυσανάλογα αυστηρά, ως προς το μέγεθος της σκανταλιάς. Και πάλι να μην καταλαβαίνω το τι συμβαίνει. Εισέπραττα μια τιμωρητική συμπεριφορά, μιαν εχθρότητα, ακόμη κι από το πιο προσφιλές μου πρόσωπο. Τα είχα χαμένα. Αισθανόμουν τρομοκρατημένος και μπερδεμένος. Τότε ξαφνικά παρουσίασα συμπτώματα βραδυγλωσσίας, άρχισα να κεκεδίζω άσχημα, κάτι που το ξεπέρασα μετά από χρόνια, με σκληρή κι επίπονη προσπάθεια. Όταν μπήκα στην εφηβεία συνειδητοποίησα πως ο μόνος τρόπος που είχα, η μόνη ορατή επιλογή μου για να την βγάλω καθαρή, ήταν να παίξω το παιχνίδι τους. Διαφορετικά ήμουν ξοφλημένος. Να τους καθησυχάσω συγγενείς και φίλους, προσποιούμενος πως είμαι ή μπορώ να γίνω αυτό, ακριβώς που προσδοκούσαν από μένα. Η «κανονικότητα» δεν ήταν παρά ένας ρόλος που έπρεπε να τον μάθω και να τον υποδύομαι σωστά. Τουλάχιστον προς το παρόν, γι’ αργότερα θα έβλεπα. Ούτε λόγος να εξομολογηθώ το βάσανο που περνούσα, να το εκμυστηρευτώ σε ευήκοον ους, μήπως βρω λίγη κατανόηση και στήριξη.
Η εφηβεία υπήρξε εξ ίσου μια περίοδος μαρτυρική. Κι αυτό γιατί, παρότι τα πράγματα έδειχναν να έχουν, φαινομενικώς ομαλοποιηθεί – τι λέξη κι αυτή! – η εσωτερική κρίση βάθαινε. Τώρα γνώριζα καλά τι μου συμβαίνει και τι περίπου με περιμένει στο μέλλον. Τα πράγματα θα ήταν δύσκολα, εξαιρετικά δύσκολα. Τα μηνύματα ήταν σαφή. Ουαί κι αλίμονο σε όποιον παρεκκλίνει του ορθού δρόμου. Δεν ήταν λίγες οι νύχτες που μούσκευα το μαξιλάρι μου με δάκρυα πικρά για την κακοτυχία μου. Φιλότιμες προσπάθειες έκανα ένα σωρό, μήπως και κόψω αλλιώς το τιμόνι, ν’ αλλάξω την ερωτική μου επιθυμία για τους άντρες, να μ’ ενδιαφέρουν οι γυναίκες, αλλά μάταιος κόπος, όλες απέβησαν άκαρπες. Άρχισαν λόγω της αφόρητης πίεσης που, προφανώς ασκούσα στον εαυτό μου, να προκαλούνται εσωτερικές συγκρούσεις, μεταξύ του «πρέπει» και του «θέλω», με αποτέλεσμα να αποκτήσω εμμονικές συμπεριφορές, διάφορα τικ, μικροβιοφοβία, αϋπνία και κρίσεις άγχους. Ένιωθα ότι κρεμόμουν από μια κλωστή που λίγο ήθελε να σπάσει, καθώς πλησίαζα ολοταχώς προς την τρέλα.
Ώσπου, εκεί γύρω στα δεκαοκτώ, γύρισα, ξαφνικά από την μια μέρα στην άλλην, τον διακόπτη. Τόσο απλά, τόσο ήσυχα. Ό,τι με φόβιζε, ό,τι με άγχωνε, ό,τι με πλήγωνε πήγε περίπατο. Αποδέχτηκα, επιτέλους αυτό που είμαι και ταυτόγχρονα είδα τα πράγματα αλλιώς, πιο ανάλαφρα. Θυμάμαι την στιγμή που ενστικτώδικα ίσιωσα το κορμί μου και ψιθυριστά απευθύνθηκα εις εαυτόν: «Να το ξέρεις, πως εγώ τουλάχιστον σε αγαπάω, έτσι όπως, ακριβώς είσαι. Κι όχι μόνο δεν αισθάνομαι ντροπή, αλλά αντίθετα είμαι περήφανος για σένα. Όσους έχουν αντίρρηση, όλους όσους, τυχόν διαφωνούν, στείλ’ τους στο διάβολο, μαζί και την κοινωνία ολόκληρη, αν χρειαστεί».
Η δική μου «επανάσταση» υπήρξε μυστική κι αθόρυβη, καμία σημαία ή φλάμπουρο δεν υψώθηκε, ήταν όμως καθοριστικής σημασίας για το υπόλοιπο του βίου μου. Οι γύρω δεν πήραν χαμπάρι τι συνέβη, καμία υποψία για την μεγάλη αλλαγή, ούτε βεβαίως ανακοίνωσα τις αποφάσεις μου σε κανέναν, άσε που δεν υπήρχε λόγος, αλλά και σε ποιον να το πω; Ήμουν επιτέλους κι εγώ χαρούμενος, χωρίς άγχος και συμπλέγματα κατωτερότητας. Αποφασισμένος να ζήσω, πλέον στο φως και όχι στο ημίφως. Δίπλα σε ανθρώπους που με γνωρίζουν καλά και με εκτιμούν γι’ αυτό που ακριβώς είμαι. Που με σέβονται και τους σέβομαι. Έτοιμος, ανά πάσα στιγμή να πληρώσω, αν χρειαστεί, το κόστος της αλήθειας μου και της αξιοπρέπειάς μου, όσο κι αν είναι αυτό.
Κι αν μίλησα, όσο μπόρεσα εδώ, για την δική μου στάση απέναντι στο διαχρονικό πρόβλημα του παιδικού εκφοβισμού είναι, γιατί ένιωσα την ανάγκη, μαζί και την υποχρέωση να το κάνω. Πέρασαν σαράντα χρόνια και διαπιστώνω, πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Το γεγονός αυτό αν δεν ήταν από μόνο του τόσο τραγικό, θα μπορούσε να είναι σίγουρα γελοίο. Λίγες μέρες πριν, ένα νεαρό αγόρι έφτασε να γίνει αυτόχειρας, εξ αιτίας του περίφημου bullying που υπέστη από μερικούς ανεγκέφαλους, «ουγκ» συμμαθητές του. Τι κρίμα αλήθεια για το παιδί αυτό, αλλά τι κρίμα και για τους υπόλοιπους, τους ηθικούς αυτουργούς, τους «θύτες» του. Πάνε χαμένοι κι αυτοί. Και λέω πως, αν η «αγία οικογένεια» είχε παίξει σωστά τον ρόλο της, αν οι καθηγητές επαγρυπνούσαν λίγο περισσότερο, αν οι υγιείς συμμαθητές έδειχναν μεγαλύτερη ευαισθησία, αν κάποιοι εκπρόσωποι της εκκλησίας δεν έβγαζαν κηρύγματα περιφρόνησης εις βάρος των «ανωμάλων» παιδιών της, αν η Πολιτεία δεν ήταν ένα μπάχαλο, αλλά ευνομούμενη, αν… Πολλά, πάρα πολλά τα «αν». Αν και όλοι μας τελικά, ως μέλη αυτής της κοινωνίας, ένα μικρό μερτικό ευθύνης το έχουμε.
Thanks for sharing….Να είσαι καλά!!!!
Να είστε καλά!
Εγώ σας ευχαριστώ, να είστε καλά, επίσης.