Ο Πυθαγόρας (Παπασταματίου) ήταν ένας πολυτάλαντος καλλιτέχνης και ένας από τους μεγαλύτερους στιχουργούς του ελληνικού τραγουδιού. Ο Old Boy κατάφερε κάτι εξαιρετικά δύσκολο: να γράψει και στο facebook και εδώ τις σκέψεις του για ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του, το «Υπάρχω», δίχως να αναφερθεί στο υπαρκτό πρόσωπο του στιχουργού. Αναφέρθηκε μόνο στο φανταστικό πρόσωπο του αφηγητή, με το όνομα Υπάρχος, όπως τον αποκάλεσε. Ο λόγος είναι απλός και ακούει στο όνομα Στελλάρας. Η ερμηνεία του Καζαντζίδη είναι τόσο καταλυτική και ισοπεδωτική, που για τον κόσμο (ιδίως τον αμύητο στο άθλημα) το τραγούδι δεν το έγραψε κανένας Πυθαγόρας, δεν το μελοποίησε κανένας Νικολόπουλος ― ανήκει στον τραγουδιστή του.
Ο Ολντ Μπόης το ξεκαθάρισε: όλα ξεκίνησαν ακούγοντας το τραγούδι στο ραδιόφωνο, οι στίχοι του φάνηκαν εξόχως αλαζονικοί, κι άρχισε να καταγράφει δημόσια τις σκέψεις του. (Αυτό, για όσους δεν το ξέρουν, λέγεται μπλόγκινγκ.) Διευκρίνησε δε πως αυτές οι σκέψεις «δεν γράφονται με πρόθεση να αναμετρηθούν στα σοβαρά με την ιστορία, την ιστορικότητα και την αξία του τραγουδιού (αυτό τους έλειπε δηλαδή), αλλά εξετάζουν τους στίχους -όσο αυτό είναι βέβαια δυνατό- αυτόνομα και εκτός καζαντζιδικού κόντεξτ και εν τέλει ως αφορμή για να πουν τα δικά τους».
Μάταιος κόπος. Από τη στιγμή που υπάρχει Καζαντζίδης, δεν υπάρχει καμία περίπτωση ο δημόσιος λόγος να μη χρωματιστεί από αυτό το συμφραζόμενο. Ο Στελλάρας συγκινεί και πολώνει. Έτσι, σε κάθε μνεία του Καζαντζίδη, βρίσκουν αφορμή πολλοί και ποικίλοι άνθρωποι, από σοβαροί έως καραγκιόζηδες του δημόσιου λόγου και φεϊσμπουκικές περσόνες (νέο φρούτο αυτό), να στρέψουν το διάλογο εκεί που τους συμφέρει και μας πουν την άποψή τους για την μουσική, την κοινωνία, την πολιτική, τον καιρό, τον Ολυμπιακό, και πάει λέγοντας.
Να επιστρέψουμε όμως στον Πυθαγόρα και το τραγούδι που έγραψε.
Το τραγούδι είναι σαφέστατα ερωτικό, καψουροτράγουδο του κερατά (μπορεί και κυριολεκτικά). Αρρωστημένο μεν, αλλά με την έννοια που η καψούρα είναι αρρώστια. (Οι περισσότερες πραγματείες που διάβασα δεν είναι για το τραγούδι, αλλά για την καψούρα.) Ο καθένας μπορεί να του δώσει τις προεκτάσεις που επιθυμεί, εντός των Κατζαντζιδικών ή προσωπικών συμφραζομένων, αλλά τα Πυθαγόρεια συμφραζόμενα έχουν τον πρώτο λόγο.
Το 1974, ένα χρόνο πριν από το «Υπάρχω», κυκλοφόρησε σε στίχους Πυθαγόρα, μουσική Γιώργου Κατσαρού και ερμηνεία Δήμητρας Γαλάνη το τραγούδι «Θα Υπάρχω Θες δε Θες». (Και πάλι η μουσική φόρμα δεν είναι κλασικά λαϊκή, όπως και στο «Υπάρχω», αλλά καθώς δεν το είπε ο Στελλάρας δεν παραξενεύτηκε κανείς.) Ήταν μεγάλο σουξέ. Καψουροτράγουδο επίσης:
Νομίζεις πως, όταν φιλήσεις άλλα χείλη,
από αγάπη σου θα γίνω κάποια φίλη.
Νομίζεις πως, όταν θα φύγεις το πρωί,
δε θα υπάρχω στη δική σου τη ζωή.
Θα υπάρχω, θες δε θες,
δεν ήταν όνειρο το χθες,
ούτε κι εγώ καμιά σκιά του δειλινού.
Ήμουν μια ζεστή καρδιά
κι αν δίπλα σου δε θα ‘μαι πια,
θα ‘μαι ανάμνηση και καταχνιά στο νου.
Νομίζεις πως, όταν την πόρτα μου περάσεις,
την ιστορία μας αμέσως θα ξεχάσεις.
Νομίζεις πως, έξω στο δρόμο όταν βγεις,
από την παρουσία μου θ’ απαλλαγείς.
* * *
Υστερόγραφο: το ξέρω ότι το «Υπάρχω» έχει το κουπλέ «είμαι της ζωής σου ο ένας/δε με σβήνει κανένας», που υπογραμμίζει την αντρίλα της ερμηνείας Καζαντζίδη. Όμως εύκολα θα μπορούσε να έχει γραφτεί αρχικά η ρίμα «μία/καμία» και μετά να προσαρμόστηκε στο φύλο του τραγουδιστή, διαχρονικό φαινόμενο λίαν συνηθισμένο. Η άποψη ότι ο αρχικός αφηγητής του τραγουδιού ήταν γυναίκα, ενισχύεται από τους τελευταίους στίχους: «Υπάρχω/μες στην τύχη σου που βρίζεις/στο μυαλό σου που ζαλίζεις/με τσιγάρο μ’ αναμνήσεις και πιοτό». Πιο αντρικά συστατικά από τα τσιγάρα, τα ποτά και τις αναμνήσεις, δεν υπάρχουν.