Βαρεμάρα. Καθόμασταν γύρω από τη φωτιά και κοιτάζαμε τα αστέρια. Εντάξει, όταν έκανε κρύο μπαίναμε μέσα και η φωτιά γινόταν τζάκι. Μετά ήρθε η τηλεόραση και έσβησε το τζάκι. Αν δεν είχαμε χώρο τη βάζαμε μέσα στο τζάκι. Αργότερα, συνιστούσε εκλεπτυσμένη μαγκιά να δηλώνεις ότι δεν έχεις τηλεόραση και για αρκετά χρόνια υπήρξαν τζάκια που, μα την Παναγία, δεν είχαν τηλεόραση. Οι καιροί άλλαξαν και τώρα ελάχιστοι τολμούν να δηλώσουν ότι δεν έχουν φέισμπουκ, ακόμα κι αν δεν έχουν.
Η κοινωνική δικτύωση περνάει τώρα τα χρόνια που πέρασε η τηλεόραση στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Η τηλεόραση, παραδόξως, έχει τώρα απενοχοποιηθεί. Είναι κάτι σαν το σεξ στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Να κι αν έχεις, να κι αν δεν έχεις. Η τηλεόραση είναι τώρα η επικουρική σύνταξη για να συμπληρώνεις την κύρια, που δεν είναι άλλη από το φέισμπουκ. Και τα δυο μέσα όμως, τηλεόραση και κοινωνική δικτύωση, είχαν και έχουν ως απώτερο σκοπό να σε διασκεδάζουν διαιωνίζοντας το συναίσθημα της βαρεμάρας. Βιώνουμε σήμερα έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό μέσα στη μαρινάδα του φληναφήματος. Μικρές δόσεις χαζομάρας για να συντηρείται η φλόγα της βαρεμάρας. Όλοι βάζουμε το χεράκι μας γι’ αυτό γιατί η βαρεμάρα, σε όση (δια)δράση κι αν πιστεύεις ότι επιδίδεσαι, πρέπει να παραμένει αλώβητη. Η βαρεμάρα είναι ο φοίνικας που αναγεννάται από τις στάχτες της καυλάντας που μόλις έκαψες. Γιατί η βαρεμάρα είναι μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου, και η αληθινή εξουσία είναι η εξουσία να επιβάλλεις βαρεμάρα.
Αλλά δεν είναι τόσο απλό. Τι θα ήταν η βαρεμάρα αν δεν περιείχε και λίγο τρόμο; Η εγγενής υπαρξιακή αγωνία του καθενός μας έρχεται να συμπληρώσει το κοκτέιλ. Και η αγωνία αυτή βρίσκει συμπαραστάτη της την ταχύτητα διακίνησης των πληροφοριών. Το ζάπινγκ έχει αντικατασταθεί από το ανελέητο σκρόλινγκ του τάιμ λάιν. Ατελείωτες εργατοώρες θυσιάζονται καθημερινά στο βωμό της βαρεμάρας. Μπροστά στην τηλεόραση ήσουν παθητικός καταναλωτής, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή γίνεσαι δυνητικά και ενεργητικός. Μικρή η διαφορά, κι ας νομίζουμε ότι συντελείται κάποια επανάσταση. Οι πιθανότητες να επηρεάσεις κάποιον μέσα από τις δράσεις σου στην κοινωνική δικτύωση είναι τόσες όσες ήταν και οι πιθανότητες να κερδίσεις στον τροχό της τύχης χωρίς να συμμετέχεις. Μπορεί να νομίζεις ότι δεν είναι έτσι αλλά κάνεις λάθος. Δεν έχει σημασία.
Η βαρεμάρα είναι αυτή που βγαίνει κερδισμένη όταν το attention span έχει κατέβει από τα 15 λεπτά στα 15 δευτερόλεπτα. Αν στο παρελθόν ήταν δύσκολο να αφοσιωθείς σε απαιτητική εργασία τώρα είναι πρακτικά αδύνατο. Να ακούς να σου λένε να γίνεις ο εαυτός σου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), και εσύ να βαριέσαι. Βαρεμάρα με λαχτάρα να σε νοιάζομαι, βαρεμάρα δυστυχώς να σε μοιράζομαι. Να παρακολουθείς με δέος πόσο ανοίγει η ψαλίδα ανάμεσα στις προσδοκίες σου για τα πράγματα, και τα πράγματα αυτά καθ’ αυτά. Να παρακολουθείς σχεδόν σε πραγματικό χρόνο τις ζωές των άλλων, από τις φωτογραφίες των υπερηχογραφημάτων τους μέχρι το αδυσώπητο flatline τους. Και όλα αυτά να περνάνε μπροστά από τα μάτια σου όπως κατεβαίνει το τάιμ λάιν. Με ρυθμούς που δεν αφήνουν καν χρόνο για μια κάποια υποψία ενσυναίσθησης. Η στατικότητα της ταχύτητας σε όλο της το μαυσωλείο.
Βαρεμάρα. Ούτε έναν εποικοδομητικό θυμό δεν μπορείς να θρέψεις μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό. Πόσο μάλλον να συμπάσχεις με το θάνατο ή την αρρώστια του άλλου αν μετά την κοινοποίηση του ακολουθεί το μιμίδιο αντίδοτο που σε κάνει να ξεχνάς αυτά που είδες ένα δευτερόλεπτο πριν. Βαρεμάρα. Ίσως τελικά η λύση να βρίσκεται στην ομοιοπαθητική: σε μακροπερίοδες ντανταϊστικές βόλτες με υπέργηρες χελώνες στο κέντρο της πόλης. Ίσως έτσι να είναι εφικτό να κατέβουν οι ρυθμοί που απαιτούνται για να μπορέσεις να ανακτήσεις τον έλεγχο. Βαρεμάρα.