«Αχάριστη, δεν πόνεσες για μένα
κι αυτό το βρίσκω να `ναι άδικο».
Σε αυτό το εμβληματικό δίστιχο του εμβληματικού τραγουδιού του Τσιτσάνη συνυπάρχουν μια μεγάλη αλήθεια και μια θεμελιώδης παρανόηση. Όταν ο άλλος δεν πονά για εμάς, ενώ εμείς πονάμε για εκείνον (ή όταν ο άλλος δεν πονά πια για εμάς, ενώ εμείς πονάμε ακόμη για εκείνον, ή όταν ο άλλος δεν πονά για εμάς τόσο όσο εμείς πονάμε για εκείνον), βρισκόμαστε όντως ενώπιον αδικίας και δη σκανδαλώδους. Δεν το χωράει ο νους μας πώς γίνεται, μας πνίγει ένα είδος δίκιου, καθώς πονάμε για τον άλλο μονομερώς θεωρούμε αίφνης ότι έχουμε ανέβει και σε κάποιο ηθικό ερωτικό βάθρο που μας καθιστά μάρτυρες. Κι αρχίζει το κατηγορητήριο: πόσο αχάριστη – πόσο αχάριστος. Κι εδώ έγκειται κι η παρανόηση. Το πώς και πόσο εμείς πονάμε για τον άλλο, αφορά εμάς. Και δεν τίθεται σε ανταποδοτική βάση, δεν θεμελιώνει κανένα δικαίωμα αντιπαροχής αναλόγων συναισθημάτων με τα παρεχόμενα από σένα. Ο άλλος δεν οφείλει να πονά για σένα επειδή εσύ πονάς για αυτόν. Κι αυτό το βρίσκεις να ‘ναι άδικο; Ναι, εννοείται, τερατωδώς άδικο. Αλλά δεν καθιστά τον άλλο άδικο ή άδικη, αχάριστο ή αχάριστη. Η αδικία δεν είναι καταλογίσιμη στον άλλο. Η συγκεκριμένη αδικία είναι μια από τις βασικές παραμέτρους της ανθρώπινης συνθήκης: το γεγονός ότι πάρα πολύ συχνά οι έρωτες δεν είναι αμοιβαίοι, ή αμοιβαίας διάρκειας, ή αμοιβαίας έντασης. Κανείς από τους δύο όμως δεν επιλέγει αν θα ερωτευτεί τον άλλον, πόσο θα τον ερωτευτεί και για πόσο θα τον ερωτευτεί. Κανείς από τους δύο δεν βρίσκεται σε βάθρο, κανείς από τους δύο δεν δικαιούται να απαιτεί το οτιδήποτε από τον άλλο, επειδή ο ίδιος πονά. Δεν επέλεξε να πονά. Και ο άλλος δεν επέλεξε να μην πονά. Δεν επιλέγουμε, δεν είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε έτσι ή αλλιώς. Κι αυτό το βρίσκω να ‘ναι άδικο.
That’s life…