Φωτογραφία: Κώστας Κάτσουλας, 1981
Ανεπίσημα λουτράρης
27-06-2018

Το είχαμε κανονίσει από μέρες. Με μυστικές συνεννοήσεις κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητρός καταστρώσαμε με τον Γιώργο Ιωάννου ολόκληρο σχέδιο. Το λαχταρούσε ένα μπάνιο, ένα κανονικό μπάνιο περισσότερο, ίσως κι από την πολύτιμη αυτονομία του που τόσο την είχε στερηθεί τους τελευταίους μήνες, έτσι καθηλωμένος καθώς ήταν με τα πολλαπλά κατάγματα και στα δύο πόδια, στο ΚΑΤ αρχικά για νοσηλεία και στην συνέχεια στο σπίτι του προς ανάρρωση, όπου μεταφέρθηκε υποβασταζόμενος λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων του 1981.  Το σχέδιο θα έμπαινε σε εφαρμογή μόλις κατόρθωνε να απαλλαγεί από την παρουσία και τις περιττές, κατά την εκτιμησή του, περιποιήσεις τής κυρίας Αθανασίας. Ένιωθε να ασφυκτιά, τον έπνιγε σαν βρόγχος στον λαιμό, οίκτιρε την τύχη του και σε κάθε ευκαιρία εγόγγυζε ψυθιριστά και μονολογούσε: «Τι κακό είναι πάλι κι αυτό; Αχ, Θεέ μου, πως θα απαλλαγώ; Δεν μου φτάνει η ανημπόρια έχω και τον Κέρβερο να παραφυλάει κάθε μου λόγο, κάθε μου κίνηση!» Φύσαγε και ξεφύσαγε αγαναχτισμένος, μη μπορώντας να χωνέψει την ξαφνική στέρηση ελευθερίας στην οποία ήταν υποχρεωμένος να προσαρμοστεί, χάριν της μητρικής φροντίδας. Ήταν απαρηγόρητος, είχε χάσει τους φίλους του, δεν τολμούσε να τους πει το «ορίστε από το σπίτι», μου παραπονιόταν σαν μικρό παιδί. «Εσένα σε συμπαθεί, την έχεις κερδίσει» μου τόνιζε. «Αλίμονο αν δει κανέναν τραχύ ή λαϊκό για τα γούστα της επισκέπτη. Κατεβάζει τα μούτρα και στραβώνει το σαγονάκι της επιδεικτικά. Δεν λέω, είναι απίστευτη νοικοκυρά, αλλά να πάνε στο διάβολο τα φαγητά και τα καλούδια της, να τα βράσω όλα αυτά, δεν μου χρειάζονται».

Του στοίχιζε η έστω και πρόσκαιρη απώλεια της ιδιωτικής του ζωής. Αυτός που με τόση επιμέλεια την είχε περιφρουρήσει έχοντας μόνιμα κλειστά τα παράθυρα, τις βαριές κουρτίνες και τα παραπετάσματα πάντοτε τραβηγμένα για τα αδιάκριτα βλέμματα καταλάβαινε τώρα, πως η αρρώστια του ήταν ένας αναπάντεχος δούρειος ίππος για να αλωθεί το κάστρο του εκ των έσω. Ανακαθισμένος στο κρεββάτι, συνήθως κι εγώ δίπλα του σε μία πολυθρόνα μιλούσαμε με φωνή χαμηλωμένη από τον φόβο του αγρυπνούντος «κατασκόπου» στο δίπλα δωμάτιο, για όλους και για όλα ακατάπαυστα. Εύρισκε μεγάλη ευχαρίστηση στην κουβέντα μας, τουλάχιστον όσην κι εγώ. Προτιμούσε να του εξιστορώ, με λεπτομέρειες ει δυνατόν – και γιατί όχι – τις ερωτικές μου περιπέτειες, πρόσφατες ή και παλιότερες. Το ίδιο έκαμνε κι εκείνος. Συγκρίναμε τις συμπεριφορές των ανθρώπων, σημειώναμε, αν υπήρχαν, τυχόν διαφορές στο τότε και στο τώρα ή τις ομοιότητες – και ήταν οι περισσότερες – στα ερωτικά μας κατορθώματα. Κλείνοντας κάθε φορά δεν παραλείπαμε να υπογραμμίσουμε εν συμπεράσματι τις όποιες μεγάλες αλλαγές διαπιστώναμε, λόγω της χρονικής απόστασης που μας χώριζε, όπως την συντελούμενη π.χ. «ολέθρια» ερωτική απελευθέρωση, μαζί βεβαίως και τις «ευκολίες» που ολοφάνερα την ακολουθούσαν. Το προαιώνιο παιχνίδι θύματος και θηρευτή, άλλαζε ραγδαία με κύρια χαμένο το μυστήριο, όλη την γοητεία του φλερτ, πριν από την πολυπόθητη ερωτική συνεύρεση. «Τώρα η θάλασσα έγινε γιαούρτι», έλεγε γελώντας πονηρά μισοκλείνοντας τα μεγάλα και μονίμως διαπορούντα μάτια του, και συμπλήρωνε με σημασία: «Ευτυχώς που δεν χάσαμε ακόμα τα κουτάλια».

Απαυδισμένος τέλος, υποχρεώθηκε με τα πολλά να βάλει στο κόλπο την Δήμητρα, την μικρότερη αδελφή του. Του είχε αδυναμία, δεν του χαλνούσε χατήρι. Της είπε ορθά – κοφτά: «Κάνε κάτι, σκέψου μια δικαιολογία, βρες έναν τρόπο να ανεβεί η μαμά στην Θεσσαλονίκη, αλλιώς θα μου στρίψει. Δεν πάει άλλο, σώσε με». Όταν, επιτέλους βεβαιώθηκε ότι ήγγικεν η ώρα αποχώρησης του «εχθρού από τα κατεχόμενα εδάφη», μου έδωσε χρήματα και με παρακάλεσε να αγοράσω στα κρυφά, τα καλύτερα για την περίσταση προϊόντα περιποίησης σώματος και μαλλιών της αγοράς. Ήθελε το πρώτο του μπάνιο να είναι αντάξιο μιας τόσο μακράς προσμονής. Όλους τους τελευταίους μήνες η σωματική του υγιεινή γινόταν με στεγνό καθάρισμα, κάτι που τον είχε κουράσει αφάνταστα. Διάφορες αποκλειστικές στο νοσοκομείο τον σαπούνιζαν τοπικά, ακόμη και στα αχαμνά του, κάτι που τον εντυπωσίαζε ιδιαίτερα, σχεδόν τον σόκαρε και στην συνέχεια τον σκούπιζαν με τα ειδικά για την περίσταση απορροφητικά χαρτιά. «Θέλω να νιώσω και πάλι το ευεργετικό νεράκι να κυλάει για ώρα πάνω στο ταλαιπωρημένο σώμα μου» έλεγε με νοσταλγία γι’ αυτή την μικροχαρά, καθώς και τις τόσες άλλες που όσο ήτανε γερός δεν τους έδινε καμία σημασία, μα τώρα που τις είχε στερηθεί, τις αποζητούσε. Η μόνη πρόοδος στο θέμα της κίνησης μέχρι στιγμής ήταν να περπατάει λιγάκι, να κάμνει δηλαδή μερικά βήματα μέσα στο σπίτι, πάντοτε όμως με την βοήθεια του Π, της γνωστής σε όλους «περπατούρας» ή να πηγαίνει μόνος μέχρι το μπάνιο για την ανάγκη του. Ευτυχώς είχε απαλλαγεί από τις μικρές και τις μεγάλες πάπιες, αλλά ούτε λόγος για κανονικό μπάνιο.

Την συγκεκριμένη ημέρα ανέλαβα, εκτός των άλλων, να συνοδεύσω την μητέρα, μέχρι τον σταθμό Λαρίσης, να την βοηθήσω να επιβιβαστεί στην αμαξοστοιχία και στην συνέχεια να επιστρέψω, κατά τα συμφωνηθέντα στο σπίτι του για την ολοκλήρωση του μυστικού σχεδίου. Κατέφθασα στην ώρα μου με την σακούλα των αφρόλουτρων και σαμπουάν, την έκρυψα στο σημείο που μου υπέδειξε και μετά τους συγκινητικούς αποχαιρετισμούς βούτηξα ένα ταξί για τον σταθμό. Ήταν βραδάκι, ψιλόβρεχε θυμάμαι και η μητέρα ολοφάνερα δυσαρεστημένη, με κατεβασμένα τα μούτρα τακτοποιήθηκε στο βαγκόν – λι. Της ευχήθηκα καλό ταξίδι και μ’ ένα δεύτερο ταξί επέστρεψα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα να μου ανοίξει. «No pasaran» άρχισε να φωνάζει εν θριάμβω. «Ζήτω η ελευθερία, κάτω η τυραννία» κι άλλα ηχηρά παρόμοια. Ήταν ενθουσιασμένος κι ευτυχής. Άναψα τον θερμοσίφωνα και μέχρι να ζεσταθεί το νερό, άλλαξα τα σεντόνια του με φρέσκα και μοσχοβολιστά. Καθόταν στην πολυθρόνα και μου έδινε οδηγίες για το πού είναι το κάθε πράγμα, εκθειάζοντας παράλληλα την επιδεξιότητα και την σβελτάδα μου.

Διάλεξα καθαρά εσώρουχα, πετσέτες και όταν ήταν όλα έτοιμα τον οδήγησα στο μπάνιο. «Τι τυχερός που είμαι, μέσα στην ατυχία μου! Πες μου, ποιος άλλος έχει έναν τέτοιον λαμπρό λουτράρη σαν εσένα;» γύρισε και μου είπε, όχι χωρίς συγκίνηση την ώρα που καθόταν προσεκτικά στην κουπαστή της μπανιέρας με την πλάτη γυρισμένη σε μένα, για να τον λούσω. « Σιγά το πράγμα, βρε Γιώργο» του απάντησα με μετριοφροσύνη κι άνοιξα το νερό. Έκαμνε σαν μικρό παιδί, σχολίαζε διαρκώς το κάθε τι, γελούσε κι έλεγε τα πιο απίθανα αστεία που μόνον άνθρωποι με μεγάλη οικειότητα αποτολμούν κι ανταλλάσσουν μεταξύ τους. Όταν ολοκληρώθηκε το λούσιμο μέσα σε δάκρυα χαράς και κρυφής συγκίνησης, συνεπικουρούμενα ίσως κι από το σαμπουάν – παρά την περί του αντιθέτου διαβεβαίωση στην ετικέτα του –  γέμισα μέχρι επάνω την μπανιέρα ζεστό νερό, έριξα διάφορα άλατα μαζί με μια ικανή ποσότητα αφρόλουτρου και τον διευκόλυνα με απαλές κινήσεις να γλιστρήσει στον αρωματικό, υγρό παράδεισο. «Αν αυτό δεν είναι ευτυχία, πες μου ποιο είναι!» πρόλαβε να μου σχολιάσει, ενώ βύθιζε και το κεφάλι του μέσα στους παιγνιώδεις αφρούς. ‘Οταν ανεδύθη μου ζήτησε τρυφερά να τον αφήσω για λίγο μόνο του στην μαγεία της στιγμής. «Άσε με καλό μου, τώρα να μαλακώσω μέσα εδώ, μήπως αποβάλλω το παλιό μου δέρμα. Θα σε φωνάξω να με βοηθήσεις στο ξέβγαλμα και το σκούπισμα». Και σεβόμενος την επιθυμία του διακριτικά αποσύρθηκα.

2 σχόλια:
  • Avatar Γιωργος Μπακιτας
    30-06-2018 02:34

    Αγαπητε κυριε Ευσταθιου….Περιμενουμε πως και πως να ερθει Κυριακη μεσανυχτα να ακουσουμε τα Πι της Αγαπης στο τριτο προγραμμα….! Ελπιζουμε να κανετε και καινουριες εκπομπες…..! Η παρουσια σας στο τριτο προγραμμα ειναι πολυ σημαντικη…!

    • Avatar Γιώργος Ευσταθίου
      30-06-2018 09:23

      Σας ευχαριστώ για το θετικό σχόλιο, αλλά οι Κρατούντες κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για την περαιτέρω υποβάθμιση του Τρίτου – ανεξαρτήτως της δικής μου ή όχι παρουσίας, γενικότερα ομιλώ. Ας αρκεστούμε λοιπόν κι εσείς κι εγώ στις επαναλήψεις, έστω. Κάτι είναι κι αυτό…

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*