Κάθε τόσο έφτανε κι ένα καινούργιο πρόσωπο
με τον δικό σου τρόπο, ολόιδιο στα φερσίματα.
Αυτοεξόριστος εδώ στην ξένη γη, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι
μακριά από τ’ σώμα σου μετέωρος…
Ήσυχα θα κοιμηθώ κι απόψε, την ίδια προσευχή θα πω…
Σκέφτομαι πως ίσως δίψασες για κανέναν στίχο μου ή
μήπως, όχι;
Όταν σε σκέφτομαι ή φέρνω στα χείλη τ’ όνομα σου
κάτι μεγάλα τριαντάφυλλα ανοίγουν στο μυαλό μου
Μεγάλωσε το φεγγάρι, ολοστρόγγυλο
στη μέση χωρισμένο σε δυο κομμάτια
Δεν παραλείπω την τροφή, πρέπει να σε ταΐζω κάθε τόσο,
αλλιώς θα φύγεις…
Δε θα προλάβω, λέω. Να δεις δε θα προλάβω
τα βλέπω τα σημάδια καθαρά
Έπαψε να ηχεί η σάλπιγγα ως λέξη
μήτε κι ο ήχος της σκίζει τον αέρα
Μπερδεύω πρόσωπα κι ονόματα, όχι τυχαία.
Ποστάρω τα νεκρά παιδιά, σώζω τα παιδιά Ποστάρω κήτη άψυχα, και σώζω τα δελφίνια Κλαίω για λιοντάρια, για δέντρα στην φωτιά Και κελαηδώ τον θάνατο – μοντέρνα καναρίνια Πατώ με […]
Δεν έμαθα να κρύβω τα μολύβια, απ’ το σχολείο γυρνούσα κάθε μέρα με λιγότερα
Η χαρτογράφηση ενός έρωτα