• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Στα Ταμπούρια
Βέρα I. Φραντζή | 18.04.2016 | 13:40
Είμαι μια νόμιμη ωτακουστής. Δεν φταίω που τα παράθυρα του σαλονιού που έχουν πιάτο το μικροβιότοπο της λεωφόρου και είναι λεπτά σαν νύχια με μύκητες και αρρωστιάρικα και δεν δημιουργούν καμία ιδιωτικότητα εκατέρωθεν… σχεδόν.
 
Το να ακούς τι λένε στις προσωπικές χαλαρές συζητήσεις τους οι άνθρωποι, που τα βρίσκουν με την ειλικρινή τους πλευρά και την καθόλου γιρλάντα διακοσμητική διανόηση/ επίκληση στην αυθεντία και λένε τα εσωψυχά τους χωρίς καθόλου λαμέ γαρνιτούρα ευπρεπούς λεξιλογίου και κορσέδες σφίγγοντας τις βαθιές τους σκέψεις, είναι μια αρχαιοπρεπής διαστροφή μου…. ολότελα αναζωογονητική, όπως καταλαβαίνετε από την περιγραφή της.
 
Πέρασαν τις προάλλες δυο κυρίες γύρω στα πενήντα. Καροτσάκι λαϊκής και λίγο λακριντί πριν πιάσουν τα μεσημεριανά μαγειρέματα…
 
-Άκουσες το νέο τραγούδι του Κιάμου;
-Όχι, για πες…
-Ρε, τα λέει όπως θέλω να τα πω και να τα κοροϊδεψώ. Πολύ μου αρέσει!
-Α, να το ακούσω!
 
Λίγες ώρες και μέρες μετά -είχε πιάσει να σουρουπώνει στη γειτονιά- περνώντας μπροστά από το καφενείο, το σκηνικό έμοιαζε σαν σκηνογραφημένο στερεότυπο μιας ολόκληρης ιδεοληπτικης απεικόνισης των δυτικών συνοικιών. Όλοι οι θαμώνες με ξεκούμπωτα πουκάμισα, γυρισμένα μανίκια, νυσταγμένα τσιγάρα στις άκρες των χειλιών. Μισοφαγωμένοι μεζέδες ραντισμένοι με σταγόνες ελαιόλαδου, πηγμένοι στο χοντρό πιπέρι και τα μπαχάρια, νεκρές φύσεις καραβατζικές. Η τηλεόραση ανοιχτή. Οι πλάτες των παιχτών του Ολυμπιακού στο πλάνο, τα νούμερα των φανέλων, τα ονόματά τους, οι φίρμες και οι σπόνσερες ανακατεύουν το οπτικό κοκτέιλ ψυχεδέλειας. Ακούγεται η Ταμπουριώτισσα η Ρίτα να τραγουδάει. Κάνει άστατη/άτακτη ζωή και δικαιώμα της. Ακόμη και τώρα ηχεί πρωτοποριακό, ριζοσπαστικό… κανείς δεν κοκκινίζει πια, αλλά νιώθεις μια τσιγκλιά. Τι λέει η γυναίκα με την βαριά φωνή;  
 
Δίνουν οι γυναίκες λογαριασμό; Δίνουν. Πάντα. Για τα ρέστα από τα ψώνια, για το μίνι φόρεμα, για το πρόστυχο χρώμα κραγιόν, για το γεγονός ότι δεν σφουγγάρισαν τα πατώματα, για την υγεία τους, για τις δουλειές τους. Σε ποιον; Στην γειτόνισσα που καιροφυλακτεί, στον πατέρα, στον αδερφό, στον γκόμενο, στον σύζυγο, στον διαχειριστή της πολυκατοικίας, στο νοικάρη, στον εαυτό τους. Αυτό είναι το ένα ζήτημα.
 
 
Το άλλο ζήτημα είναι πώς φτάσαμε από την Ρίτα στον Κιάμο; Γιατί το λαϊκό τραγούδι έγινε τόσο αλαφροϊσκιωτό; Οι νταλκάδες χάνονται στα ίνμποξ για τους σύχγρονους; Το συναίσθημα ξεσπά σε ένα σπιντ χορού το σαββατόβραδο και έπειτα επιφανεικά χαμόγελα και θλίψεις. Καταναλώνουμε και δυο πουκάμισα καλοσιδερωμένα και δυο φαγητά πιο εξηζητημένα και είμαστε ευτυχισμένοι; Φταίνε τα λεφτά που δεν υπάρχουν ή η υπερχρέωση του εγκεφάλου με πληροφορίες όσο τα γράμματεια απλήρωτα εφ’ όρου ζωής;
 
Εμένα μου αρέσει η καψούρα. Μπορεί να είναι βαθιά ανελεύθερη και εν τέλει μπερδεμένη, αλλά έχει πλάκα το πόσα τακούνια τρίβονται στα πεζοδρόμια, πόσα κοπιαστικά σούρτα φέρτα και μπογιαλίκια ξοδεύονται για δαύτη. Βέβαια, η καψούρα του λαϊκού  τραγουδιού, αυτό το σιαμαμίδι, το ντεμέκ του ελαφρολαϊκού να το βράσω. Δημιουργεί και αυτό το αλλόκοτο αυτό το απολειφάδι. Κάνει την ευτυχισμένη μονογαμία να εκτρέπεται σε ακατάσχετη πολυγαμία. Ενώ η πολυγαμία της Ρίτας Σακελλαρίου είχε μια αρχοντιά πίστας. Το κουβάρι δεν το έχω ξεμπλέξει. Πραγματικά, δεν ξέρω πια είναι η αρχή, η μέση και το τέλος τους. Άντε να δούμε.