• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Κωνσταντίνου και Ελένης
Βέρα I. Φραντζή | 21.05.2016 | 11:15
Οι ευχές είναι οι εξωσυζυγικές σχέσεις των συναισθημάτων. Οι ευχές από καρδιάς που αγαπά είναι θερμάστρα φορητή και φωτοβολταϊκό ζεστασιάς και καλοσύνης. Μπορούν προετοιμάσουν μια ολόκληρη τακτική, μια ολόκληρη ζωή. Μια εξωτερική αιτία για να βάλεις εξώφυλλο σε μια μέρα και σε μια ανθρώπινη σχέση.
 
Οι εξατομικευμένες ευχές είναι δεξίμια απο νησιά με ενορχηστρωμένες παραλίες.
 
Καθόλου δεν με συναρπάζουν οι γιορτές και οι ευχές του εμπορίου. Η συλλογικότητα των γιορτών -ειδικά των ονομαστικών εορτών και γενεθλίων- με κρατά παγερά αδιάφορη. Άλλωστε, δεν ενυπάρχει κόκκος συναισθηματισμού και αληθοφάνειας. Είναι προκάτ, μουσαντένιες, πλέγμα παγίδας σχεδόν αυτά τα ευχολόγια.
 
Αλλά η συγκεκριμένη γιορτή, του Κωνσταντίνου και της Ελένης, με αγγίζει με κάποιο τρόπο ψηλάφισης της πραγματικότητας, σκληρό. Γιορτάζουν οι μάνες της οικογένειας, μαμά Κωνσταντίνα και γιαγιά Λέγκω.
 
Χρόνια πολλά σε όλους, αφού μας κάνει κέφι.
 
 
*   *   *
 
 
Η γιαγιά μου ειναι 99 χρονών. Δεν ξέρει πόσο ημερών ουτε λεπτών. Τότε δεν σημειώνανε πότε γεννήθηκαν. Δεν γιόρταζαν την επέτειο της γέννησής τους. Είχαν ίσως πιο σημαντικά θέματα να ασχοληθούν, όπως της επιβίωσης. Ή πιο σημαντικά θέματα να γιορτάσουν, όπως της αγάπης.
 
Παρόλο που μου επαναμβάνει τις ίδιες ιστορίες, ποτέ δεν κινδυνεύει να γίνει ανιαρή. Καταρχήν, είναι πάρα πολλές οι ιστορίες 99 χρόνων. Δεύτερον, τα σχετικά προβλήματα μνήμης της ηλικίας της δημιουργούν διαφορετικές προβολές του κάθε περιστατικού.
 
Μπερδεύονται τα ιστορικά γεγονότα, τα πραγματολογικά, οι ρόλοι… είναι σαν διηγήματα όλα με μια κατάληξη… μια βαθιά λατρεία του παρελθόντος, αφού το παρόν είναι μια κένωση ωρών, μια καπήλευση οξυγόνου από τους νέους οργανισμούς, μια αυστηρή δίαιτα της επανάληψης.
 
Όλο και συχνότερα μου μιλάει για τον Σταύρο. Ο Σταύρος ήταν ο έρωτάς της. Δεν της τον έδωσε η μάνα της, γιατί δεν είχε σταθερό επάγγελμα. Της έδωσε τον δημόσιο υπάλληλο με την σκληροτράχηλη καρδιτσιώτικη καρδιά.
 
Η γιαγιά τον παππού τον Απόστολο τον περιγράφει αγέλαστο και τσιγκούνη. (Πώς ταιριάζουν ταμάμ αυτά τα δυό μαζί.) Τον Σταύρο τον περιγράφει χορευταρά και ανοιχτόκαρδο. Ο παππούς της στέρησε, λέει εκείνη, όλες τις χαρές της ζωής. Επιμένει πως δεν χόρευε και δεν γελούσε. Επιμένει πως θα είχε ζήσει καλύτερα με τον γλεντζέ που έπινε κρασί και γελούσαν τα μάτια και το κορμί του, όταν το οινόπνευμα έπινε κάθε κύτταρου τη λογική.
 
Της έλεγαν στη γειτονιά: «Κυρά Τρυγώνα, δώσε στη Λενιώ τον άνθρωπο. Αφού τον αγαπάει…». Όχι η Τρυγώνα. Κακό, πεισματωμένο μουλάρωμα. Οι γυναίκες οι παλιές όταν έλεγαν όχι, δεν άλλαζαν γνώμη. Σε ένα απόλυτα πατριαρχικό καθεστώς,  το όχι σε θέματα οικογένειας και σπιτιού ήταν ένα ακλόνητο προνόμιο και φρόντιζαν αντρίκια να το διατηρούν με την βαθιά επένδυση στην πρώτη σκέψη- απόφαση. Όχι να αλλαξοπιστήσεις σαν κοριτσάκι ανύμφευτο.
 
Την έδιωξε και από το σπίτι μια μέρα. Μαζεύτηκε η γειτονιά έξω από το σπίτι, στο χώμα πάνω του οποίου μένω ακόμη -αρχιτεκτονικά εκεί που ήταν το κοτέτσι. Γύρισε η Λενιώ σπίτι μετά από δυο μερόνυχτα. Πήρε τον Απόστολο, έπειτα από τρεις μήνες. Βλάχικη ρίζα, κακό σπέρμα. Έτσι τον λέει τον παππού. Ευλογάει τη σύνταξη πάντα.
 
Η γιαγιά θυμάται τον πρώτο έρωτά της. Η γιαγιά δεν παραιτήθηκε ποτέ από αυτόν τον έρωτα. Ακόμη και μετά από τρεις γέννες, και θανατικά και ξεριζωμούς και καβγάδες και σπασμένα νεροπότηρα και εκατό πολέμους και τρισάγια. Η γιαγιά θυμάται τον πρωτέρωτα της, την παρθενιά της αγάπης.
 
Η γιαγιά μού μαθαίνει πως τα ημίμετρα και οι εναλλακτικές δεν κατεδαφίζουν τον έρωτα. Eκ των πραγμάτων, δεν κάνουν για βιρτουόζους της ζωής -έτσι λέμε με κάποια έπαρση για να κάνουμε χάζι την ιδιαιτερότητά μας. Παίρνω φόρα. Φτάνω πίσω- πίσω, στην άκρη της γης σχεδόν, στην πρύμνη του Ισημερινού. Νιώθω την ενατένιση της Πηνελόπης από μια κορυφή κάστρου ή λόφου να περιμένει. Η κορωνίδα του προσώπου που ερωτεύτηκες δεν εκπίπτει σε αμαρτία. Το αποκαλύπτεις, το αναζωπυρώνεις. Η Πηνελόπη βλέπει τον άντρα της σε κάθε πρόσωπο μνηστήρα που πλαγιάζει. Περιμένει το σπέρμα του σαν αίμα να το μεταγγίσει σε φλέβες, να το φυσήξει στα ούλα της, να του διευθύνει την πορείας στις αρτηρίες, να νιώσει λίγο οντότητα ευκολονόητη. Γίνεται ισοβίτης ερωτευμένος. Χαράζει το χρόνο και περιμένει με φευγιό και βιασύνη να απλωθεί σεντόνι πολυδιαβασμένο στα γονατά της τα ματωμένα. Μια οπισθοχώρηση δεν αμαυρώνει την πρώτη νίκη κατά του εαυτού της. Τα κρυολογήματα, τα υπόλοιπα, τα σκιρτήματα και οι ραγάδες από ευκαιριακά κλάματα και αναμπουμπούλες δεν αμφιβάλλουν ποτέ για την απουσία, την ουσία της και την εγκαρτέρηση. Τον περιμένεις.
 
Άραγε πέθανε;, με ρώτησε χθες.
Τον περιμένει.
 
{αναδημοσιεύεται από εδώ