11.07.2017
19.03.2017
27.01.2017
01.09.2016
30.08.2015
07.04.2015
24.02.2015
13.02.2015
• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
•
Αλέξανδρος Σύρρος | 05.07.2017
•
Panos Dodis | 05.07.2017
•
Georgia Drakaki | 05.07.2017
•
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
•
Ο παρατεταμένος θάνατος του ΔΟΛ
Εδώ και αρκετά χρόνια, καμιά εφημερίδα δεν μπορεί να επιβιώσει μόνον από την κυκλοφορία της, χωρίς διαφήμιση. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που δεν μας λένε οι μεγαλόσχημοι που ασχολούνται με τα μήντια στην Ελλάδα, ίσως γιατί (στην καλύτερη περίπτωση) το θεωρούν γνωστό και αυτονόητο. Δεν είναι όμως.
Οι εφημερίδες αναζητούν διαφήμιση για να επιβιώσουν. Όσο η οικονομία χειροτερεύει (όπως ίσως θα έχετε παρατηρήσει ότι συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια), τόσο η διαφήμιση του ιδιωτικού τομέα μειώνεται. Αυτή που παραμένει σταθερή είναι η διαφήμιση του δημοσίου, δηλαδή των δημόσιων οργανισμών και, στο βαθμό που ελέγχονται από το κράτος, των τραπεζών.
Γιατί να διαφημίζεται το δημόσιο, ιδίως όταν δεν έχει ανταγωνιστή; Για να μπορεί να δημιουργεί σχέση εξάρτησης με τις εφημερίδες, και να ασκεί επιρροή στο περιεχόμενο. Επίσης, για να πριμοδοτεί δικούς του εκδότες καθ’ υπέρβαση κάθε λογικής και θεμιτής πρακτικής, εντελώς δυσανάλογα με την κυκλοφορία της εφημερίδας.
Οι εφημερίδες ζητούν επίσης δάνεια από τις τράπεζες για να τα βγάλουν πέρα, όπως άλλωστε κάνουν και τα πολιτικά κόμματα. Και οι τράπεζες χορηγούν κάποια από αυτά, ανάλογα με την πολιτική του δημοσίου, την δική τους πολιτική και την πολιτική των εφημερίδων.
Λίγο μπερδεμένα όλα αυτά; Ακριβώς. Είναι αυτό που λέμε διαπλοκή, έναν όρο που εισήγαγε στο δημόσιο διάλογο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993 για να δικαιολογήσει γιατί ο κόσμος δεν τον ψήφισε. Τα άτιμα διαπλεκόμενα εκδοτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα του έφταιξαν, που χειραγώγησαν την κοινή γνώμη, ενώ ο ίδιος ήταν άσπιλος και άμωμος.
Παλιότερα ξέραμε ότι για τη διαπλοκή χρειάζονταν δύο πλόκαμοι, ένας να δίνει κι ο άλλος να παίρνει ώστε αργότερα να αντιστραφούν οι όροι και ο ο ένας να παίρνει ενώ ο άλλος ανταπέδιδε. Ο Σύριζα θεωρητικοποίησε τη διαδικασία και απεφάνθη ότι η διαπλοκή είναι τριγωνική σχέση, με τρία πλοκάμια, τα μήντια, τις τράπεζες και τα κόμματα.
Για να σταματήσει ένα πολιτικό κόμμα τη διαπλοκή, ιδίως αν είναι στην κυβέρνηση, δεν έχει παρά να κάνει κάτι πολύ απλό: να σταματήσει το ίδιο να διαπλέκεται και να χαλάσει το σχήμα. Ο Σύριζα αντ’ αυτού προσπάθησε (και προσπαθεί) να ελέγξει τις τράπεζες και τα μήντια, για να φέρει τη διαπλοκή στα μέτρα του. Έτσι λειτουργούσε η κοινωνία και το σύστημα, και ο Σύριζα, όταν ήρθε στα πράγματα, δεν βρήκε το λόγο να το αλλάξει και να χάσει τον έλεγχο.
Εν τω μεταξύ, οι εφημερίδες έφθιναν διαρκώς κυκλοφοριακά και οικονομικά, και άρχισαν να οδηγούνται στην ανυποληψία όταν άρχισαν να εκλείπουν οι λεγόμενοι «παραδοσιακοί εκδότες», δηλαδή οι άνθρωποι που εξέδιδαν εφημερίδες από ιδεολογία και όραμα και όχι από χρηματική ανάγκη, οι άνθρωποι που δεν είχαν άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα για να προωθήσουν εκτός από την εφημερίδα τους.
Καμία εφημερίδα δεν επέζησε αλώβητη όταν έχασε τον εκδότη της. Η πώληση της «Καθημερινής» από την Ελένη Βλάχου στον τότε τραπεζίτη (και μετέπειτα κατάδικο) Γιώργο Κοσκωτά σήμανε το τέλος της εφημερίδας όπως την ξέραμε, και μετά από πολλές περιπέτειες η «Καθημερινή» έχει επιβιώσει ως τίτλος μιας άλλης, διαφορετικής εφημερίδας που εκδίδεται από τον εφοπλιστή Αριστείδη Αλαφούζο.
Η πιο πρόσφατη περίπτωση της «Ελευθεροτυπίας» είναι ενδεικτική και διδακτική, όταν έχασε πρώτα τον εκδότη της Χρήστο Τεγόπουλος και λίγο αργότερα τον διευθυντή της Σεραφείμ Φυντανίδη, και στη συνέχεια διελύθη στα εξ ων συνετέθη χωρίς ο τίτλος να έχει συνέχεια.
Ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη επίσης δεν επέζησε αλώβητος μετά από τον θάνατο του εκδότη Χρήστου Λαμπράκη (και του διευθυντή των «Νέων» Λέοντα Καραπαναγιώτη, που προηγήθηκε). Τα χρέη γιγαντώθηκαν και άγγιξαν τα 200 εκατομμύρια, η αξιοπιστία των εφημερίδων «Βήμα» και «Νέα» καταβαραθρώθηκε μετά από σπασμωδικές πολιτικές και επιχειρηματικές κινήσεις, και η καλπάζουσα αναξιοκρατία έδιωξε πολλούς δημοσιογράφους πριν τους διώξει η έλλειψη πληρωμών.
Εδώ και μήνες παρακολουθούμε το ριάλιτι σόου του θανάτου του ΔΟΛ, σε πανελλήνια μετάδοση. (Γιατί δεν πρόκειται για παράταση ζωής, αλλά για παρατεταμένο θάνατο.) Ο νυν ιδιοκτήτης της υπερχρεωμένης επιχείρησης, Σταύρος Ψυχάρης, προσπάθησε να την πουλήσει με κέρδος, αλλά ουδείς αγόρασε. Οι τράπεζες προσπάθησαν να βρουν λύση, αλλά όλοι οι επίδοξοι αγοραστές πρόβαλαν εξωπραγματικές απαιτήσεις ― ένας ήθελε να πάρει τον έλεγχο βάζοντας μόνον 5 εκατομμύρια, άλλος ήθελε κούρεμα των χρεών κατά 80%...
Η κυβέρνηση του Σύριζα και ο επιχειρηματίας Ψυχάρης προσπάθησαν να βρουν μια λύση από κοινού (με άδηλα ανταλλάγματα εκατέρωθεν) με την τοποθέτηση του Βασίλη Μουλόπουλου στον ΔΟΛ για να κάνει πολιτική διαπραγμάτευση με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι βιώσιμο πρωτίστως οικονομικά (για τις τράπεζες και τους φορείς αλλά και τους εργαζόμενους και τους προμηθευτές), και δευτερευόντως πολιτικά (για να σταθεί και μετά την αλλαγή κυβέρνησης).
Είναι δυνατόν να επιβιώσουν αλώβητα το «Βήμα» και τα «Νέα»; Η απάντηση, μας λέει η Ιστορία, είναι όχι. (Βλέπουμε άλλωστε πώς κυκλοφορούν σήμερα ―αν κυκλοφορούν― διάφοροι ιστορικοί τίτλοι εφημερίδων.) Είναι δυνατόν να επιβιώσει ο ΔΟΛ με τη μορφή που τον ξέραμε; Και πάλι όχι. Είναι μια προβληματική επιχείρηση σε έναν προβληματικό κλάδο μιας προβληματικής οικονομίας μιας προβληματικής χώρας. Όσο και να θέλει να διαπλακεί ο Σύριζα, είναι πολλά τα λεφτά...
Για την Ιστορία του Τύπου στην Ελλάδα, για την ιστορία του Μήτσου και του Χρήστου Λαμπράκη, για την ιστορία του ΔΟΛ, μπορούμε να μιλάμε για μήνες. Για την πολιτική, την οικονομία, τους επενδυτές και τις λύσεις μπορούμε να μιλάμε άλλους τόσους. Εν τω μεταξύ, οι δημοσιογράφοι και οι λοιποί εργαζόμενοι στο ΔΟΛ κλείνουν μισό χρόνο απλήρωτοι κι έχουν φτάσει στα όριά τους, ακόμα κι αν η κυβέρνηση και οι τράπεζες παρατείνουν τον θάνατο της επιχείρησης.
Πριν από δέκα μέρες, εν μέσω της δημόσιας φρενίτιδας για τον ΔΟΛ, ένας εργαζόμενος έγραψε αυτό στο προφίλ του στο facebook: “Μηπως θα μπορουσε καποιος να μας πληρωσει καποιο απο τα 12 δεκαπενθημερα που μας οφειλονται, προτου ασχοληθειτε με τους ελεφαντες που κρυβονται πισω απ τα τριανταφυλλα; Γιατι τελειωνει κι η βενζινη. Ευχαριστω και συγνωμη που διεκοψα.”
Τώρα φαίνεται πως τα καύσιμα και τα ψέματα σώθηκαν.