05.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
02.07.2017
01.07.2017
01.07.2017
30.06.2017
30.06.2017
30.06.2017
29.06.2017
29.06.2017
• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
•
Αλέξανδρος Σύρρος | 05.07.2017
•
Panos Dodis | 05.07.2017
•
Georgia Drakaki | 05.07.2017
•
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
•

Ο Κρίστοφερ Σολς επινόησε το πληκτρολόγιο QWERTY το 1873.
Η ιστορία βαραίνει στις αποφάσεις μας
Όταν κάθησα μπροστά σε ένα πληκτρολόγιο για πρώτη φορά αναρωτήθηκα, όπως και οι περισσότεροι υποθέτω, γιατί τα πλήκτρα δεν είναι σε «φυσιολογικές» θέσεις. Η πρώτη σκέψη ότι ο σκοπός ήταν να αυξηθεί η ταχύτητα της πληκτρολόγησης δεν έστεκε, αφού γράμματα με μεγάλη συχνότητα χρήσης αντιστοιχούσαν στα λιγότερο ικανά δάκτυλα και στο αριστερό χέρι. Άλυτη απορία, έως ότου ο Πωλ Ντέιβιντ του πανεπιστημίου του Στάνφορντ μας εξιστόρησε τι συνέβη με το QWERTY—το πληκτρολόγιο που πήρε το όνομά του από τα γράμματα που βρίσκονται αριστερά στην πρώτη σειρά, ακριβώς κάτω από τους αριθμούς.
Η πρώτη γραφομηχανή
Η πρώτη γραφομηχανή κατασκευάστηκε το 1867 από τον Κρίστοφερ Σολς στις ΗΠΑ. Η γραφομηχανή του είχε το μεγάλο μειονέκτημα οι μοχλοί να μπλέκονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα λάθη στην εκτύπωση και καθυστερήσεις στην πληκτρολόγηση. Με στόχο να μειωθεί η ταχύτητα της πληκτρολόγησης και, άρα, η εμπλοκή των μοχλών, ο Σολς άλλαξε την αρχική αλφαβητική διάταξη των πλήκτρων και κατέληξε μετά από πολλές προσπάθειες στη σημερινή σχεδόν μορφή του πληκτρολόγιου. Το 1873 πούλησε τα δικαιώματα στην εταιρεία Ρέμινκτον, έγιναν μικρές αλλαγές και την ίδια χρονιά βγήκε στην αγορά η βελτιωμένη γραφομηχανή.
Ωστόσο, εξαιτίας της υψηλής τιμής της και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, οι πωλήσεις ήταν για χρόνια περιορισμένες. Έτσι, όταν άνοιξε η αγορά την τελευταία δεκαπενταετία του αιώνα, όλοι οι κατασκευαστές πρακτικά ξεκινούσαν από την ίδια αφετηρία. Αρκετοί από αυτούς πρότειναν, μιας και το επέτρεπε πλέον η τεχνολογία, βελτιωμένα πληκτρολόγια. Tο QWERTY, όμως, επικράτησε και έκτοτε άντεξε στις αμφισβητήσεις της ηγεμονίας του, ανάμεσα στις οποίες σημαντικότερη ήταν το ταχύτερο κατά 20% με 40% πληκτρολόγιο DSK, που επινόησε ο Α. Ντβόρακ στα 1930.
Η ιστορία μετράει
Για τον Ντβόρακ η απόρριψη του DSK ήταν τόσο παράλογη ώστε μία και μοναδική εξήγηση μπορούσε να υπάρχει: η συνωμοσία. Η θεωρία του περί συνωμοσίας έλεγε ότι οι κατασκευαστές γραφομηχανών συνασπίστηκαν για να πνίξουν μιαν εφεύρεση, η οποία ήταν τόσο αποτελεσματική ώστε εντέλει θα οδηγούσε σε κάμψη της ζήτησης για τα προϊόντά τους. Στην πραγματικότητα, η εξήγηση ήταν απλή, αλλά όχι και προφανής. Οι χρήστες των γραφομηχανών ήταν απλώς εγκλωβισμένοι στο QWERTY και οι επιλογές τους καθορίστηκαν περισσότερο από την ιστορία, από «τυχαία περιστατικά» του παρελθόντος που το καθιέρωσαν ως πρότυπο, παρά από την εργονομία και την αποτελεσματικότητά του.
Ο εγκλωβισμός αυτός οφείλεται σε αύξουσες αποδόσεις, οι οποίες παράγονται από θετικές αναδράσεις μέσα στο πλέγμα των ήδη και των εν δυνάμει χρηστών μιας τεχνολογίας. Όσο πιο διαδεδομένο είναι το QWERTY τόσο χρησιμότερο για κάποιον είναι να μάθει αυτό παρά ένα άλλο ανταγωνιστικό σύστημα. όσο περισσότεροι γνωρίζουν το QWERTY τόσο περισσότερες επιχειρήσεις θα το αγοράζουν και τόσο θα αυξάνεται η προσφορά του και, άρα, τόσο περισσότεροι θα επιδιώξουν να το μάθουν—ή, με δυο λόγια, όσο διαδίδεται το φαξ, τόσο πιο χρήσιμο γίνεται. Όσο αυξάνονται, επομένως, οι χρήστες μιας συγκεκριμένης τεχνολογίας τόσο χρησιμότερο είναι να την υιοθετήσω και τόσο δυσκολότερο να την εγκαταλείψω, κι αυτό λίγο έχει να κάνει με το πόσο καλή είναι σε σχέση με εκείνη των ανταγωνιστών. Ένας από τους λόγους επικράτησης του συστήματος VHS επί του καλύτερου Betamax της Sony ήταν και η αύξηση των βιντεοκλάμπ που πρόσφεραν περισσότερες βιντεοκασέτες για το VHS. Μέγιστη επίσης υπήρξε η αφέλεια της Apple που πίστεψε ότι το σαφώς φιλικότερο λειτουργικό της σύστημα έφτανε για να κερδίσει τη μάχη με το DOS.
Όποιος θελήσει να εγκαταλείψει ένα πρότυπο, ειδικά σε σύνθετες τεχνολογίες, πρέπει να συνεκτιμήσει ένα διπλό κόστος. Το κόστος της αλλαγής από ένα Toyota σε ένα Opel είναι μηδαμινό, αφού καμιά ειδική εκπαίδευση δεν χρειάζεται για να οδηγήσω το νέο αυτοκίνητο. αλλά αν αλλάξω το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή μου ή το σύστημα της γραφομηχανής μου απαιτείται χρόνος και προσπάθεια για την εκμάθησή του, και, άρα, μη αμελητέο κόστος. Επιπλέον, κάθε επιχειρηματίας στις αποφάσεις του για την προμήθεια εξοπλισμού πρέπει να συνυπολογίσει όχι μόνο το κόστος του «υλικού» που θα προμηθευτεί, αλλά και το κόστος και τη διαθεσιμότητα του «λογισμικού», δηλαδή στην περίπτωση της γραφομηχανής τη διαθεσιμότητα στην αγορά εργασίας γραμματέων που γνωρίζουν το Α ή το Β σύστημα πληκτρολόγησης.
Εάν, λοιπόν, εξαιτίας της στρατηγικής μιας επιχείρησης ή διαφόρων ασήμαντων γεγονότων, ένας ικανός αριθμός χρηστών υιοθετήσει μια τεχνολογία, τότε «κλειδώνει» το σύστημα και οι χρήστες εγκλωβίζονται σε αυτή. Αυτό συνέβη με το QWERTY, και οι μικρές αποφάσεις του 19ου αιώνα έφτιαξαν μια κατάσταση που βαραίνει και στις δικές μας αποφάσεις.
Η αποτυχία της αγοράς
Για τους λάτρεις της αγοράς, που είναι πεισμένοι ότι ο ανταγωνισμός οδηγεί στην υιοθέτηση της πιο αποτελεσματικής τεχνολογίας, η περίπτωση του QWERTY είναι εξαιρετικά ενοχλητική—εξ ου και η σφοδρή αντίδρασή τους—αφού η αγορά αποτυχαίνει να τροφοδοτήσει την κοινωνία με την καλύτερη τεχνολογία, εγκλωβίζοντας τους χρήστες σε ένα μη άριστο πρότυπο. Αν ένα ωραίο πρωινό όλοι συμφωνούσαμε (πώς, όμως;) να υιοθετήσουμε κάποιο καλύτερο πρότυπο, μακροπρόθεσμα θα είμασταν συνολικά σε καλύτερη κατάσταση. Αν, όμως, κάποιος αποφασίσει μόνος του να αλλάξει πληκτρολόγιο, θα υποστεί το διπλό κόστος της εκπαίδευσης στο νέο σύστημα και της επιλογής μιας λιγότερο διαδεδομένης τεχνολογίας.
Κάποιος μηχανισμός, και πάντως όχι αποκλειστικά η αγορά, θα πρέπει να λειτουργεί για να αποφεύγονται τέτοια αδιέξοδα. Είναι ασφαλώς άδικο να τιμωρείς τον καλύτερο γιατί κατάφερε να επιβάλλει την τεχνολογία του. Είναι, όμως, εξίσου άδικο να στερείς από τους άλλους τη δυνατότητα να δείξουν τι μπορούν να κάνουν. Το ζητούμενο για μια δημόσια πολιτική είναι πώς θα αποτρέψει την αγορά να δεσμεύσει την κοινωνία για χρόνια εγκλωβίζοντάς την γρήγορα σε ένα μη άριστο τεχνολογικό ή άλλο πρότυπο ή, με άλλα λόγια, πώς θα καταφέρει να μείνουν ανοικτές οι επιλογές της κοινωνίας για το μέλλον της.
[Κείμενο του 2003 που περιέχεται στο βιβλίο μου Το Αόρατο και το Ορατό Χέρι, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2011]
