• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
© Πάνος Κουτρουμπούσης
Αντόνιο Μεντιτερρανέ
 
Στην άλλη άκρη της πόλης, μετά τη δουλειά και καθώς νυχτώνει, μια γλυκυτάτη νέα κοπέλα προχωρεί κατά μήκος του δρόμου με τα μαγαζιά. Οι κράχτες τα ρομπότ, στέκονται μπροστά στις πόρτες των καταστημάτων και παντού αναβοσβήνουν πολύχρωμα φώτα και λέηζερ που χορεύουν. Η νέα κοπέλα είναι ξανθιά, με τα μαλλιά της μαζεμένα γύρω στο λαιμό και μετά να χύνουνται στους ώμους. Ξανθιά, ροδοκόκκινη, γεμάτη φρεσκάδα, σταματάει σε εξώπορτα και βγάζει τα κλειδιά της.
 
Τώρα θα μπει στο διαμέρισμά της, θα δειπνήσει κάτι ελαφρό και ευχάριστο, θα δει κάποιο θέαμα στην οθόνη, με τσάι και μαλακά σοκολατάκια. Και μετά στο κρεββάτι, με το βιβλιόφωνο, ευτυχής και ικανοποιημένη. Και σε κάπου δέκα λεπτά θα κοιμηθεί.
 
Και στον ύπνο της; Βεβαίως ονειρεύεται τον Λατίνο Εραστή, τον μεσογειακό Αντόνιο, ένα σώμα μελαψό και στιλπνό σαν λαδωμένο, καλοδεμένο και νευρώδες, σφιχτές καμπύλες, μαλλιά όχι πολύ μακριά όμως κατάμαυρα και κατσαρά, γεμάτα χείλη. Είναι σκέτο αρσενικό. Και... ωχ αμάν! Δεν έχει πάντα αυτήν την ατέλειωτη στύση στην ξερή του;
 
Οι τρίχες εκεί είναι κάπως σαν κυανό ατσάλι, και σαν σκληρές στριφτές γουρουνότριχες. Και στην κορφή του βελουδένιου εργαλείου γυαλίζει πάντα μια μικρή σταγόνα λαγνεία. Όταν φοράει παντελόνια, αναγκάζεται να έχει συνέχεια το αριστερό χέρι στην τσέπη, έτσι που να συγκρατεί το πράμα του. Αλλιώς όλος ο κόσμος θα το διέκρινε να κουτουλάει θυμωμένο από μέσα απ’ το μπατζάκι.
 
Μπορεί να είναι λίγο κουτός, απλοϊκός. Αλλά πώς μπορεί αυτό να έχει σημασία; Είναι ο Αντόνιο, ο Λατίνος Εραστής μεντιτερρανέ, ο ονειρεμένος. Και παίζει κι ένα είδος παλιομοδίτικο όργανο με χορδές και ευχαριστιέται να ξαπλώνεται σε καναπέδες μαλακούς και να τον τρέφουν σταφύλια. Τα σταφύλια του αρέσουν. «Περιστέρα μου! ... Mi amor!», «Ω, Αντόνιο! … Ω, Αντόνιο!».
 
Ο ουρανός είναι παντοτινά ροζ στα όνειρά της και ονειρεύεται πολύ τον Αντόνιο και ότι της το κάνει συνέχεια, μέρα νύχτα.
 
Κι αυτός είμαι εγώ, ο Αντόνιο. Αλλά σκέφτομαι πως δεν θα πάω στον ονειρόκοσμό της απόψε. Εγώ όπως είναι και γραμμένο, όταν πλησιάζω τις γυναίκες τους, οι Αβησσυνοί κοιτάνε φοβισμένοι. Και το ίδιο και οι Έλληνες και οι Τούρκοι και οι Σλάβοι, απ’ τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Και δεν μου άρεσε καθόλου έτσι που έβγαλε τα κλειδιά της κι άνοιξε την πόρτα της. Είδα πολλήν σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Δεν γίνεται να επιτρέψω η κοπέλα που μ΄ονειρεύεται να νομίζει ότι της ανήκω.