• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Η λογοτεχνία στο ντιβάνι
Αντώνης Γαζάκης | 30.09.2016 | 00:17
Όποτε επιχειρώ να πω στις μαθήτριες και τους μαθητές μου (γυμνασίου/λυκείου) ότι στη λογοτεχνία δεν μας νοιάζει “τι θέλει να πει ο ποιητής” με κοιτάζουν περίπου όπως όταν τυχαίνει να αναφέρω ότι δεν έχω τηλεόραση· πρόκειται για κάτι τελείως έξω από την εμπειρία και την κατανόησή τους. Όχι τυχαία. Από την πρώτη δημοτικού μέχρι την τρίτη λυκείου εθιστήκαμε, και δυστυχώς εθιζόμαστε μέχρι σήμερα, σε μια αντίληψη για τη λογοτεχνία που μετατρέπει την ανάγνωση ενός ποιήματος ή ενός πεζού σε ψυχαναλυτική διαδικασία με αντικείμενο τον συγγραφέα.
 
Καλούμαστε από πολύ νωρίς να παίξουμε το ρόλο ενός ψυχολόγου που δεν έχει μπροστά του τον άνθρωπο που θα αναλύσει, αλλά μόνο κάποια γραπτά του και, ενίοτε, το ιστορικό του (τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα). Το λογοτεχνικό κείμενο δηλαδή δεν είναι εκεί για να ασχοληθούμε ουσιαστικά μαζί του, για να μας αρέσει ή να μη μας αρέσει, για να δούμε τι καταλαβαίνουμε από αυτό ή τι μας κάνει να νιώσουμε, αλλά για να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο για το τι “είχε μέσα του” ο λογοτέχνης όταν το έγραφε (όλο αυτό βέβαια δεν είναι άσχετο με την αντίληψη ότι ένα έργο τέχνης αποτελεί πηγαίο και αυθεντικό δείγμα της ψυχής του δημιουργού του).
 
Αν η επικέντρωση της λογοτεχνικής ανάλυσης στη φόρμα, τη δομή, τους αφηγηματικούς τρόπους, τα εκφραστικά μέσα και όλα τα σχετικά βάζει το λογοτεχνικό κείμενο στο χειρουργικό τραπέζι (με κίνδυνο να μας μείνει στα χέρια), η επιμονή στην αναζήτηση της πρόθεσης του συγγραφέα βάζει σε αυτό το τραπέζι το φάντασμα του ίδιου του συγγραφέα. Και ως γνωστόν, τα φαντάσματα δεν μπορούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας. Για τον φιλόλογο όμως αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Ξέρει τι θα απαντούσαν. Αυτό αρκεί.
 
Και δώστου οι παραναγνώσεις, και δώστου οι δίκες προθέσεων, και να ο Ρίτσος που γράφει έτσι “για να” υπογραμμίσει το τάδε, και να η Ζωρζ Σαρή που “θέλει να” τονίσει το δείνα, από δω και ο Ντίκενς που “προσπαθεί να” μας κάνει να νιώσουμε κάπως. Κι όταν ρωτάς προβοκατόρικα “Κι εσύ που το ξέρεις; Τον/Την ρώτησες;”, έρχεται το βραχυκύκλωμα. Και μετά το βραχυκύκλωμα, έρχεται και η ειλικρινής ερώτηση: “Μα αυτό που ήθελε να πει ο ποιητής δεν είναι το ίδιο με αυτό που λέει το κείμενο;”.
 
Ε, αν ήθελε να το πει, ας το έλεγε. Νισάφι.