• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Some Köln Concert *
Κάπα Κάπα Μοίρης | 12.05.2017 | 21:27
Το 1981 τα κινητά δεν είχαν βγει απ’ τη μήτρα ακόμη. Σταθερό τηλέφωνο σε φοιτητόσπιτα ήταν πιο σπάνιο κι από κουλούρι Θεσσαλονίκης δίχως τρύπα. Οπότε ή βασιζόσουν στην -συνήθως θολωμένη από μπίρες και σανγκριές- συνεννόηση της προηγούμενης βραδιάς ή στα πόδια σου για επιστροφή, αν χτύπαγες κουδούνι μάταια γιατί ο άλλος άλλαξε γνώμη και τράβηξε στην Κάρμεν για καρμπονάρα ή στο Αθήναιον για κανέναν Κάρπεντερ, Ντε Πάλμα, άειντε Μπενέξ το πολύ.
 
Το δρομολόγιο ήταν μονόδρομος όταν ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά. Πρώτα μια στάση στη σκιά του Πύργου -πάνω στη Σινώπης-, έξω απ’ τη βιτρίνα που ‘γραφε φαρδύπλατα «Κέφαλος-Κορωναίος» για να χαζέψω τα πράσινα Converse (που με αιματηρές θυσίες κατόρθωσα αμέσως μετά την καλοκαιρινή εξεταστική να αποκτήσω), μετά έπαιρνα από παραδίπλα ένα τοστ «διπλό κασέρι-ψημένο μπέικον-πράσινη πιπεριά» που γινόταν αόρατο σε πέντε μπουκιές, άναβα ΚΕΝΤ -τότε άντεχα να περπατάω και να καπνίζω ταυτόχρονα, μεγάλες εποχές-  κι ανηφόριζα, λίγα βήματα πριν την Παπαδιαμαντοπούλου έμπαινα διαγώνια στα χωρικά ύδατα του Αγίου Θωμά, έστριβα στην Ολόρου, χτύπαγα κουδούνι και μια στις τρεις στεκόμουν τυχερός. Εκεί, στο ισόγειο, θα ‘βλεπες συχνά πυκνά στοιβαγμένα στα πατώματα πέντε-έξη εικοσάχρονα (καναπέδες δεν είχε, μοναχά μια πολυθρόνα αν θυμάμαι καλά, και ήταν γαϊδουρινή αγένεια να κυλιέσαι πάνω στο κρεβάτι του οικοδεσπότη) μεγαλωμένα με τον παραδοσιακό τρόπο της ελληνικής επαρχίας, λίγο από hard-rock και ολίγη από art-rock δηλαδή, από τη μια πλευρά Black Sabbath και Purple και Rory και Thin Lizzy κι από την άλλη Genesis και Yes, με μπαλαντέρ τους Floyd χωρίς Syd, όλα καλά και Πετρίδικα δηλαδή.
 
«τι θα πιεις;»
 
 «ό,τι έχεις»
 
Πάντα κάτι υπήρχε. Μέχρι Mateus και Calliga, απ’ αυτά που σαν στέρευαν τέλειωναν το βίο τους ως κηροπήγια, αμφιβάλλω αν υπήρχε φοιτητόσπιτο τότε που δεν έκρυβε τέτοιο αποτρόπαιο θέαμα στα σωθικά του. Τόσα ξέραμε, τόσα είχαμε, τέτοιο design βγάζαμε από μέσα μας ελλείψει ΙΚΕΑ. Δυο-τρία ποτήρια μετά, κι αφού ξοφλούσαμε λογαριασμούς με gimme shelter και blister in the sun, το Köln Concert έβγαινε επιτέλους απ’ τη διπλή θήκη του, το περιμέναμε σαβουρντισμένοι στο πάτωμα σαν Υεμενίτες με μάγουλα γεμάτα Qat, η βελόνα τρύπωνε στο πρώτο αυλάκι, όπως μπαίνει στη φλέβα το αναισθητικό. Μετά απ’ τα ηχεία ξεχυνόταν -χωρίς τσιγκουνιά- ζέστη, γαλήνη και χάσιμο.
 
Όταν ο Jarrett τέλειωνε την Αλ-Ίσα και ξυπνούσαμε όλοι εξαγνισμένοι, χωνόμουν πάλι μέσα στην πλατεία, μόνος ανάμεσα σε παγκάκια, ξέμπαρκους, περιστέρια, νερά, τέντες, άδειες καρέκλες, κάποιες φορές λοξοδρομούσα για τη Φειδιππίδου. Στο σπίτι του Γιάννη. Eίχα το ελεύθερο κι από την κυρία Γιόλα, «ότι ώρα να ΄ναι, χτύπα». Αν τον έβρισκα εκεί ακολουθούσε ανάνηψη με Lou Reed, «μόνο Captain Morgan έχει, θες;», θέλω, vicious, λιώμα, οι πειρατές των Αμπελόκηπων, oh Captain you’re so vicious. Δυο, τρεις, τέσσερις το πρωί, κουτσά στραβά το δρόμο για την Τσόχα τον έβρισκα. Με μια στάση στο περίπτερο έξω απ΄τον Κωστάρα για ΙΟΝ αμυγδάλου. Tις διαβάσεις στην Κηφισίας και την Αλεξάνδρας, πάντως, τις έβλεπα να ‘χουν πάντα πενηνταδυό λευκές γραμμές. Ούτε μια λιγότερη. Ευτυχώς ποτέ δεν γονάτισα με τη μύτη κολλημένη πάνω στην άσφαλτο, να ΄χουμε κι άλλα δράματα. Άλλωστε ήμουν άβγαλτο, δεν ήξερα απ΄ αυτά μέχρι που είδα τον «Σημαδεμένο» το ’83 (τότε θαρρώ) στο Νιρβάνα.
 
Μετά από λίγα χρόνια -και το τελευταίο ακριβοθώρητο πεντάρι- μπήκα σ’ ένα βραδινό ΚΤΕΛ κι έφυγα για τα καλά.
 
 
Τη διαδρομή μέσα από την πλατεία του Αγίου Θωμά την έκανα ξανά έναν Γενάρη, ύστερα από τριάντα ακριβώς χρόνια για να φτάσω πιο γρήγορα -κρατώντας δυο κομμάτια μηλόπιτα, «μη ρε μπαμπά, μη τρέχεις νυχτιάτικα, δεν χρειάζεται»- σε ένα δωμάτιο του Παίδων όπου με περίμενε εκείνη με μάτια υγρά, ταλαιπωρημένα αλλά πεντακάθαρα. Όταν κοιμόντουσαν όλοι στο θάλαμο, ξανατραβούσα για ένα τσιγάρο -κι έναν θλιβερό καφέ σε πλαστικό- σε ένα παγκάκι με φάτσα το καμπαναριό. Η πλατεία με τραβούσε. Κάθε βράδυ, επί δεκαπέντε νύχτες. Όπως τρέχαν μαγεμένα τα παιδιά και τα ποντίκια πίσω από τον αυλητή του Χάμελιν, έτσι κι εγώ.
 
Οι ντόπιοι, όσοι ζουν τριγύρω και περνάνε κάθε μέρα από κει, μπροστά, πλάγια ή πίσω απ΄ την εκκλησία, δίχως να δίνουν σημασία, φορτωμένοι με κούραση, έγνοιες, λογαριασμούς ή απλά κουβαλώντας αφηρημένοι σακούλες με γάλατα, ψωμιά και μακαρόνια, δεν ξέρουν το φοβερό και τρομερό μυστικό της. Δεν υποψιάζονται ότι η πλατεία έχει ήχο. Είχε τότε, στα είκοσί μου, Οκτώβριο, Φεβρουάριο, Μάιο, αρχές καλοκαιριού, έχει και σήμερα, χωρίς να σταματά στιγμή. Όλη η πλατεία ένα τεράστιο Steinway και οι άνθρωποι μέσα και τριγύρω της τα πλήκτρα.
 
 
 
 
 
 
 
* στην ζου μου
 
 
 
Δείτε επίσης:
5d08d7e4e50759b084275849439bef9a.jpg