• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
τα αποθαμένα λάστιχα
Κάπα Κάπα Μοίρης | 15.08.2016 | 18:00
H συναρπαστικότερη μέρα του φετινού καλοκαιριού ήταν εκείνο το Σάββατο που χωθήκαμε ανάμεσα στους πάγκους στο παζάρι απ’ τις εννιάμιση το πρωί, αφήσαμε πίσω μας δυο κιλά ιδρώτα αλλά πήραμε τρεις σακούλες με γιαρμάδες, κοντούλες, ντομάτες, μελιτζάνες φλάσκες και ντοματοπιπεριές (συν μια σακούλα με υπέροχα βρακιά για μένα), στο δρόμο για το αυτοκίνητο καθίσαμε μπαϊλντισμένοι από τη ζέστη κάτω από τα πλατάνια για καφέ ανακουφισμένοι που δεν μας ανήκε κανένα από το παιδομάνι που έτρεχε ντοπαρισμένο τριγύρω μας, πήγαμε στο μπακάλικο της γειτονιάς για ρώσικο σαλάμι αέρος, λίγα ντενεκεδάκια μπίρες και τσιγάρα κι όταν γυρίσαμε στο σπίτι πετάξαμε τα ρούχα μένοντας με τα βρακιά, μόνοι οι δυο μας, οι κατεβασμένες τέντες, τα μισοκατεβασμένα στόρια και το κλιματιστικό. Συγκρατήθηκα και δεν άνοιξα το φέισμπουκ για να δω την ωραιότερη μέρα του φετινού καλοκαιριού των άλλων αλλά φαντάζομαι πως με διαφορετικά υλικά πολλές φορές καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα κι αν δεν καταλήγεις τόσο χειρότερο για τους άλλους. Όσην ώρα έπλενε τις ντομάτες, έκοψα τρυφερά μια καφτερή πιπεριά και έβγαλα τρία αβγά από κει που είχαν κρυφτεί, άγνωστο γιατί ποτέ δεν βρίσκονται εκεί που τα έβαλα αλλά με τα αβγά άκρη δεν βγάζεις. Δεν ήθελε, είπε, καγιανά γιατί μετά την ενοχλεί η ανύπαρκτη χολή της, ζήτησε να της κάνω ένα σάντουιτς με το ρώσικο σαλάμι, δυο φέτες ντομάτα και μια μπίρα και τα έφτιαξα όλα στην εντέλεια, ακόμη και τον αφρό στο ποτήρι. Τις υπόλοιπες ντομάτες και δυο ντενεκεδάκια τα περιποιήθηκα αυτοπροσώπως. Ενδιάμεσα ελήφθη μήνυμα από την μικρή “μη με ξαναπάρετε τηλέφωνο πριν τις 12, κοιμάμαι”, από τον μεγάλο ’κάνε δουλειά σου’ ως απάντηση στο ’να σου βάλω λεφτά σήμερα;’ Κι αφού τακτοποιήθηκαν όλα χωρίς άγχος και ρολόγια να μας καταδιώκουν, χωθήκαμε ο καθένας στον καναπέ του με τα πιάτα στο χέρι ζώντας μεγάλες στιγμές που ολοκληρώθηκαν με κλειστή τηλεόραση, μουγκά ηχεία, ξεφόρτιστα κινητά και μια λίγο καργιόλα σκέψη στο πίσω πίσω του μυαλού (χωμένη πιο βαθιά απ΄τα αβγά στο ψυγείο), ότι τριάντα χρόνια πριν (δεν) θα φοράγαμε βρακιά δυο νούμερα μικρότερα και ότι θα είχαμε αναβάλει το φαΐ προκειμένου να φάμε πρώτα ο ένας τον άλλον.
 
Λίγο πριν τις έξη που άνοιξα τα μάτια, ανακάλυψα με άγρια χαρά πως το βρακί ήταν κατεβασμένο χαμηλά αλλά πριν προλάβω να θυμηθώ αν ξαναγίναμε για λίγο εικοσικάτι θυμήθηκα πως το λάστιχο χαλάρωσε. Και τα πάθη μας επίσης αλλά ούτε μ΄αυτά βγάζεις άκρη.
 
Ήταν ένα ωραίο χαλαρό Σάββατο. Προς στιγμήν σκέφτηκα (αυτές οι ανόητες παρορμήσεις δεν εννοούν να με εγκαταλείψουν) να γράψω κάτι λιγότερο ’στο πόδι’, πιο πιασάρικο, πιο βαθύ και ψαγμένο σε νοήματα, πιο ποιητικό, πιο δουλεμένο, αλλά ακόμη και οι λέξεις μου ξεχείλωσαν και πέφτουν απ’ το πληκτρολόγιο στο πάτωμα και ποιός έχει μετά το κουράγιο και την υπομονή – και γιατί άλλωστε; – να σκύβει και να τις συμμαζεύει για να καλύψει τη γύμνια του.
 
 
 
 
 
 
 
[ αναδημοσιεύεται από εδώ ]