• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Η ΔΕΞΙΑ ΕΡΩΜΕΝΗ 12
Πάνος Θεοδωρίδης | 12.03.2014 | 07:00
Γιατί την είπα Μαριάνθη
 
ΤΑ ΡΟΥΧΑ βγήκαν και κάλυψαν τα περιθώρια στο στρώμα,έστρωσαν την άμμο.Το αχυρόστρωμα έτριξε και δέχτηκε το βάρος μας.Εκεί γνώρισα το δέρμα της Δυναμό και μαγεύτηκα.
 
Ο θαυμασμός είναι καταπληκτικό συναίσθημα ενώπιον έργου του  Μπρίγκελ, του Ρέμπραντ, του Ιερωνύμου Μπός και του Τζάκσον Πόλλοκ,είναι απαραίτητο πλαίσιο μέσα στην Αγία  Σοφία της Πόλης και στους Αγίους Αποστόλους της Θεσσαλονίκης, αλλά τότε ήμουνα μηχανικός στη μηχανή και ναύτης στο τιμόνι. Ήμουν γυμνός ενώπιον της γυμνής Δυναμό και κάναμε έρωτα. Μερικές φορές ,άλλες φορές,την ώρα της επαφής, ονειρευόμουν πως ίπταμαι πάνω από το Επταπύργιο και τις παλιές γειτονιές της Βέροιας. Έξάλλου ,γνώριζα την λεγόμενη ρεύση μόνον από εγχειρίδια γιά εφήβους, ποτέ μου δεν  βίωσα τέτοιο πράγμα ,εκτός από μία φορά: μεσημεράκι, στις  δέκα Αυγούστου του 1970, αντίκρυσα την μισογκρεμισμένη σταυροειδή εκκλησία στο λόφο της  Ρεντίνας κι έχυσα. Τώρα μπροστά στο αντικείμενο του θαυμασμού μου, ανίκανος να εγερθεί ,κοιμώμενος και  υστερικός ,ο πούτσος μου ,αφηνόταν στην επαφή με το εφηβαίο της Δυναμό και ήταν ως να ηγγίζοντο ιερά αντικείμενα. Αφοσιώθηκα στο άγγιγμα του δέρματός της.
 
Υπάρχουν σώματα που κακώς κινούνται. Κανονικά πρέπει να τα βγάλεις καλούπι  και να γεμίσεις δρόμους και πλατείες με αυτά τα μέλη.Η θέα αγαλμάτων και δημοσίων  σημάτων ήταν δικαίωμα κάθε βυζαντινού πολίτη, όπως φαίνεται από τους νόμους Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη.
 
Τα άκρα της ήταν δυνατά  και κάπως βαρειά στην έκφυσή τους με τον κορμό και ελεπτύνοντο υπεράγαν στις ακρώρειες. Τα μπράτσα της ήταν ώσπερ κορύνες,ο αγκώνας χαμένος σε σμικρή οξύτητα, η γούβα της μασχάλης βαθειά, η εσοχή μεταξύ  μπράτσου και πήχης  ρηχή και μαλακή.Τα χέρια της πολύ λεπτά, τα δάκτυλα μακρά,η παλάμη όχι στεγνή μήτε πλουσία. Το όρος της Αφροδίτης έλειπε και ο αντίχειρας πολύ μακρύς.Τα πόδια της , στιβαροί μηροί λεπτυνόμενοι στο γόνατο, το γόνατο επίμηκες, λεπτοκόκκαλο,η γούβα πίσω βαθύτατη και οι γάμπες ελαφρά δυνατότερες και στιβαρές ως προς το γενικό αλπενί της γυναικός.Δάκτυλα ποδιών μακρύτατα,τα έζησα ένα ένα, σκληρά.Η περιοχή του στήθους  πάλι από τους τροπικούς.Μεγάλη χώρα πνευμόνων, βυζιά που έβλεπαν  κατενάντια,σχήματος λωτού, στραμμένα κάτω, αφρώδη και οι ρώγες τους εξαιρετικά σκοτεινόχρωμες, ρυτιδωμένες, τραχειές . Κάτω από το στήθος η χώρα των  πλευρών και της μέσης,απαλή ωσαν του βρέφους με ανυπότακτη, σκληρή κρυμμένη σάρκα ένδον. Η κοιλιά  πάλι αφρικάνικη, μακρόστενη με τον ωραιότερο ομφαλό που αντίκρυσε ποτέ ο Νόννος, όσο κι άν γέρασε, ενώ  η περιοχή του κόλπου είχε ύπερθεν βαβυλωνιακό θύσανο,τα μεγάλα χείλη  ανέτως μεταξύ των μηρών, επεξεργασμένη κλειτορίδα και όλα αυτά με χυτά οπίσθια και απαλή πάλιν πλάτη με βαθεία χαράδρα κατά μήκος  των σπονδύλων. Φιλιόμασταν ,χαϊδευόμασταν και τότε την είπα Μαριάνθη. Η Δυναμό σταμάτησε, ανάσκελα από κάτω μου, με πίεσε ελαφρά προς τα πάνω γιά να με κοιτάξει  και μου χαμογέλασε.
 
Η στύση με  πήρε  στην ισχύ της ακριβώς τότε.Διείσδυσα αργά, τα πόδια της σφράγισαν τους  νεφρούς μου, βάφτισα το στήθος της με τα φιλιά μου και την κοίταζα πώς κρατούσε κλειστά τα μάτια και μουρμούριζε ακατάληπτα λόγια.Από την ώρα που σκλήρυνα και αναζητούσα κάθε δακτύλιο στο εσωτερικό  του κόλπου της, κάθε καμπύλη επιφάνεια στην είσοδο της μήτρας της και ενασκούσα πίεση στα μικρά χείλη κατ΄επαλληλία,  το εγώ μου συντρίφτηκε από την ανοιχτή συνείδηση και πέταξα όχι σαν πουλί ή σαν τον Δαίδαλο, αλλ ώσπερ σαμάνος και αστροναύτης,πέρα από τα αβαθή του κόλπου, όπου μαύριζαν κατά περιοχές τα φύκια, πήγα στο βαθύ μπλέ, σχεδόν μαύρο  του Τορωναίου και πέρασα λοξά την χερσόνησο Κασσάνδρα από Αθυτο  έως την Σίβηρη και καρφώθηκα ώσαν ουκρανικό αεροπλάνο στα πολυσχιδή Πιέρια.Την ώρα που την γύρισα επάνω μου και γεύτηκα τις θηλές της ενώ κρατούσα τη λεκάνη της ακίνητη, πιέζοντας με το μηρό  τη μέση της γιά να μή την κινεί,ήμουνα δίβουλος άν έπρεπε να την ταξιδέψω μέσα από τον κάραβο των στενών της Πέτρας και να βγώ στη Θεσσαλία μέσω Πυθίου ή άν ήταν καλύτερα να χωθώ μεταξύ Πιερίων και Βερμίου, στη διάβαση της Χάδοβας, στην κοίτη του Αλιάκμονα γιά να αντικρύσω τον Βελβεντό και τα Σέρβια. Πύθιο σήμαινε ότι θα την κρατούσα σε καταληψία ασκώντας τεχνικές, παρακολουθώντας την να μπαίνει στις ηδονές κι εγώ να παίξω τον ικέτη που ζητά από την Πυθία τον χρησμό της. Σέρβια απεναντίας σήμαινε να είμαι οικέτης, όχι ικέτης ,και να εκλιπαρήσω υπόσπονδος ήγουν φοιδεράτος να μου παραχωρήσει  η καισάρισσα, η βασίλισσα και η Δανιηλίδα  χώρο να στήσω το βαρβαρικό κονάκι μου πάνω στις παρατημένες  ασκεπεις βασιλικές,να στήσω το κρανίο του εχθρού μου  στο φλάμμουλο της αρχοντείας .Με πρόλαβε και πιέζοντας με το ιερόν οστούν  όλη μου την φύση, άρχισε να κινείται ρυθμικά, πάρα πολύ κοφτά και γρήγορα, οπότε βγήκα Βέροια, Μικρή Σάντα, Λευκόπετρα και θυσίασα την Γαία Θεών Αυτόχθονα και γιά να μή με πάρει ο θάνατος της εκσπερμάτωσης,ανέβηκα  στο στόμα της κρατώντας την χαμηλά μισοκαθιστή.Την ώρα των Σερβίων,ένα μαλακό μαλλιαρό πλάσμα μπήκε και τράκαρε στη δεξιά μου πατούσα.΄Ηταν ο Γούφας που μουγκρίζοντας έμπαινε στο κελλί των ανδρών, όπως αδιόρατα θυμόταν ,σύμφωνα με την δική μου κατανομή,επειδή η Νταίζη ήθελε να αφήσει χώρο γιά την Δυναμό στο άλλο καλύβι και δεν ήξερε πως είμασταν μαζί. Γαμούσα και με το χέρι και το πόδι έσπρωχνα τον Γούφα έξω, χωρίς να διαταράξω το ταξίδι, διότι βγήκα στους Κοπατσιάρηδες των Γρεβενών, ξεπερνώντας την αρχαία εκκλησία στις Γούλες, τη μονή στο Ρύμνιο και  μόλις κλονίστηκα στα βράχια που κρέμονται πάνω από το Σπηλιό, δηλαδή από το μέτωπό της που κυκλοφορούσε στο στομάχι μου, ο Γούφας υποχώρησε και χάθηκε από το σκηνικό.
 
Ήξερε τις μέρες της ή ήταν μεθυσμένη. Δε μου σύστησε πού να χύσω, δεν είπε τίποτε γιά τίποτε και την έβρεξα παντού στον όποιο εσωτερικό χώρο  μου παραχώρησε. Έβλεπα ένα νόμισμα, στο δημοτικό σχολείο του Σπηλιού, που είχε σχηματική απεικόνιση οχυρώματος και την επιγραφή ΑΣΠΙΣ. Πόλη-οχύρωμα του  Περσέα, τελευταίου βασιλέα των Μακεδόνων,πρίν οι ρωμαϊκοί ελέφαντες κατεβαίνοντας μέσα στο χιόνι από τη Ζελιάνα διαταράξουν την τάξη της φάλαγγας στην Πύδνα. Ηρεμήσαμε και την πήρα στην αγκαλιά μου να κοιμηθούμε. Η συνείδησή μου γύρισε από άλλο δρόμο, κάτω από τη γή,από τον Άιδη.Ήμουν ο άνδρας της Δυναμό  εκείνο το βράδι. Ηταν η γυναίκα του Νόννου εκείνο το βράδι.Το σπέρμα μου δεν βρήκε το ωάριό της, αλλά έχασε τον καιρό του παλεύοντας να μπει στο χάλκινο νόμισμα, στην ασπίδα του καταρρέοντος χρόνου. Αν ο χρόνος  χαλάρωνε την δομή της ασπίδας,θα ήταν η Δυναμό, μετά από ατέλειωτες φασαρίες και οικογενειακά μπερδέματα ,με την κοιλιά στα μάτια, γαλήνια στο νεανικό μας σπίτι και  θα κυοφορούσε το παιδί μας.Θα έκανα τρείς και τέσσερις δουλειές γιά να μή της λείψει τίποτε και θα ερχόμουνα αργά το βράδι να κλάψω μπροστά της, να τιμήσω με αρώματα και βότανα την θεία ομορφιά της και  να αποδιώξω από τα ματάκια της τον θάνατο και την προσμονή χειρουργείων, τρελάδικων και τάφων, που αποτελούν την εμπράγματη τελική εικόνα της κοινωνίας των ζωντανών.Σε ένα άλλο σπίτι, καρφωμένη από άλλου είδους τρέλα, η Μαριάνθη απεναντίας θα αγωνιζόταν να κρατήσει στην κοιλιά της τον εξωγήινο Τίτο χωρίς εμένα ή με κάποιον εμένα που θα είχα άλλο εγώ.Μάρκος και Τίτος θα ήταν τα παιδιά μας.Τα ονόματά τους τα είχαμε διαλέξει τιμώντας ως υβριδικοί ρεβιζιονιστές τον Μάρκο Βαφειάδη και τον Γιόζεφ Μπρόζ Τίτο.Βέβαια στο περισσότερο βάθος θα ετιμάτο ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Τίτος Πατρίκιος, αλλά τι να ξέραμε τότε, που περιμέναμε απο ώρα σε ώρα να έρθουν στη Θεσσαλονίκη τα ναυτάκια του θωρηκτού Ποτέμκιν με την πανέμορφη μπροστέλα με οριζόντιες ρίγες να μας ελευθερώσουν από τη χούντα.
 
Αγκαλιά με την  όμορφη Δυναμό,στα όρια των δυνάμεων και της θέλησής μου,κατάλαβα γιατί την είπα Μαριάνθη,αλλά δεν κατάλαβα γιατί χαμογέλασε. Δεν πειράζει. Διέθετα μιά ολόκληρη ζωή να το καταλάβω. Σήμερα, το παιδί του Νόννου και της Δυναμό ,Ιχθύς, Οφιούχος ή Κριός,δεν υπάρχει αλλά περιμένει, ως υποψήφια  ψυχή να διαμορφώσω την μοίρα του.Στα γενέθλιά του θα φιλούσα τα χειλάκια της και θα της συγχωρούσα όλους τους εραστές που την συνάρπασαν. Ενώ ο Μάρκος και ο Τίτος, που αισθάνθηκαν τον γήινο αέρα βρίσκονται παντού στην ζωή,πνιγμένοι σε διάφανους πάγους και στα σύνορα της ζούγκλας με τη θάλασσα των Κοραλλίων.Τους ανταμώνω καμιά φορά στους αιθέρες, διασχίζοντας με το αεροπλάνο την Ευρώπη και  τα λέμε.Κλαίγοντας τους μιλάω κι αυτοί με κοιτάζουν εχθρικά και δίκαια, όπως πρέπει στούς σωστούς γιούς  της Μαριάνθης.