• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Τέο, Ιτετέο 1
Πάνος Θεοδωρίδης | 19.06.2014 | 17:50
Χάη μπόης εν γκαίρλς, χάη τσοίξ, τι γίνεστε, παιδιά;
 
Οταν τελείωνε η δεκαετία του 50, τα δώρα των ερτζιανών και της κοινωνίας ήταν ευκίνητα ,πλούσια και σε ξάφνιαζαν. Οι μπακάληδες πουλούσανε άσπρο και πράσινο σαπούνι και νασου ξαφνικά μες τη μονήρη ηρεμία ένα φακελάκι που έλεγε από έξω «Ρεφλέξ» και εξεικόνιζε κατευχαριστημένη νοικοκυρά.
 
Ηταν το πρώτο απορρυπαντικό και το ακολούθησε το κλινέξ.Ολοι το κλινέξ θυμάστε βέβαια .
 
Την ίδια εποχή το λαχείο Συντακτών έκανε δώρα κάτι διαμερίσματα σε πολυκατοικίες και πολυκατοικίες ολόκληρες, κάτι πανάθλια κατασκευάσματα.
 
Την ίδια εποχή βγήκαν και τα πρώτα τσιγάρα φίλτρου, ήταν ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ.
 
Είχαν μεγάλο υποβαθές Φ στον κάμπο τους και υπήρχε μάλιστα πρώτης και δεύτερης κατηγορίας φίλτρο που διέφερε ελαφρά στο χρωματισμό του πακέτου. Το φίλτρο αυτό πρέπει να μπήκε στην αγορά την άνοιξη του 58.
 
Την ίδια εποχή μπήκε στα αφτιά μας ένας παράξενος εξωτικός ήχος που ωστόσο δεν έμοιαζε αλλότριος. Πολύ αργότερα μάθαμε ότι τον έφερε Χάρυ τις Μπελαφόντε και ότι ο χορός του ήτανε το «Καλύψο».
 
Για όλους μας ήταν στην αρχή το Ιτετέο και μετά η μεγάλη επιτυχία τάληρο ή μπανάνα όπως το μεταγλωτίσαμε... Αυτό αφήστε με να σας το εξηγήσω τραγουδώντας το.
 
Κατά την εκτίμησή μου από τον Χάρυ Μπελαφόντε ή τον Χάρητα τον Βελερεφόντη άρχεται στην Ελλάδα ο διαχωρισμός των γενεών και η εξανάσταση της νεολαίας.
 
Κανένας μεταπολεμικός Ελλην δεν είχε αναίσθητο αφτί στη γραώδη και αιμάσσουσα θρηνητική φωνή του Μπελαφούντα.
 
Γιατί; Διότι πίσω από του καθενός την κουλτούρα υπήρχανε τα άστρη και το φεγγαράκι στη βαρβαρώδη τους μορφή, τη μορφή του Αρδαμερίου, ένας ήχος θρηνητικός, αλλότριος και ταυτόχρονος οικείος.
 
Διότι μέσα στην ελληνοέπεια του εσκλαβήνιζε και μέσα στην  αρχαϊκότητά του μετέφερε και όλη την προεφηβική ζέση: «Τ’ αστρη κα, αμάν αμάν,αειντι, τ’ αστρη και το φεγγαράκι παν σ’  ένα στενό σοκάκι». Ε,Ιτετε, Ιτετε, Ιτετεο. Ω! Μίστερ τάλιμαν, τάλιρο η μπανάνα.
 
Καταλαβαίνετε, φίλοι μου, την αιτιώδη συγγένεια. Ο Χάρυ Μπελαφόντε, ο Χάρης ο Μπελαφόντας δεν ίστατο στην επίκαμπτον ράχην των Γιαννιτσών ως ταπεινός καμηλιέρης σκυλάραπας που δεν τον καταλάβαινε μήτε η μάνα του η αραπίνα.
 
Ξαφνικά οι αραπίνες του Τσιτσάνη ,οι μαύρες αραπίνες ειδικά., οι αράπηδες στα χαρέμια κι οι μαυρομούρηδες κυνηγοί του Τσακιτζή, ένας μακρυνός μακρότονος Πούσκιν μέσα στο ψυχισμό του καθενός μας αποκτούσαν εργώδη βάση και αιτιώδη συνεισφορά στον εθνικό μας παλμό.
 
Ο δίσκος του Χάρητος Μπελαφόντα με ναυαρχίδα το Τέο,ιτετέο ήτοι το Day O,περιείχε ένα λυρικότατο κομμάτι για τη Βενεζουέλα που ελάχιστα απείχε από μια βαρκαρόλα.
 
Οταν εμείς τελειώναμε δημοτικό, οι μαθήτριες που τελείωναν γυμνάσιο, εταλανίζονταν στον έναν καρπό πάνω στο θρανίο,στο  ελληνοαμερικανικό επιμορφωτικό ινστιτούτο και με κλειστά μάτια εσχεδίαζαν με την κεφαλή τους ένα βαλσάκι και τραγουδούσαν με τα στοιχειώδη αγγλικά τους Πάς αγουέι δα τάιμ ιν Βενεζουέλα,άν και αληθής βαρκαρόλα ήταν  και η νήσος στον ήλιο.
 
Επίσης τον καιρό που οι συνήθεις ύποπτοι ,τουτέστιν οι ιταλομανείς ,τραγουδούσαν το «Μαρίνα, Μαρίνα» ο Χάρης διέθετε ένα τραγούδι εύθυμου ενατενίσεως κόρης αντίστοιχο με το «Δημητρούλα μου» και με το «αλήτη μ’ είπες μια βραδιά» ή με εκείνη την ανυπερβλητη σατράπισσα προσποιούμενος τον αφελή μαύρο με τα μάτια γκούρλα και τραγουδούσε το περίφημο Ματθίλδη... Η Ματίλντα(everybody) μού΄φαγε τα λεφτά και την έκανε γιά Βενεζουέλα.
 
Ο τελικός προορισμός της εκφύλου Ματθίλδης έμοιαζε πολύ με τη Ραφήνα του Τσιτσάνη όπου η καβουρίνα είχε στεγάσει τον παράνομο δεσμό της με τον σπάρο τον ξενύχτη.
 
Βέβαια, εδώ υπάρχει άλλο μπέρδεμα αφού στο προηγούμενο τραγούδι η Βενεζουέλα ήταν ένα από τα μαγευτικά μέρη του κόσμου, πράγμα που είναι δύσκολο να το πεις για τη Ραφήνα.
 
Αυτά γίνονταν ακόμα πιο έντονα αν τ’ άκουγες σε συνδιασμό με ένα άλλο ελληνικό τραγούδι της εποχής που το έλεγαν «Μαρακάιμπο»,νομίζω με τον Φώτη Δήμα .
 
Τέλος πάντων έδειξα χάνοντας τη σοβαρότητά μου, έστω αποσπασματικά ,πως από τα ύψη του Αρδαμερίου και ως τα χθαμαλά της Θεσσαλονίκειας μπάρας ο χορός «Καλύψω» και ο Χάρης Μπελαφόντας έστρωσαν τα κιλίμια και τη σαβούρα όπου θα επικαθήσει το πομπώδες και θριαμβώδες ροκ των Μακεδόνων μερικούς μήνες αργότερα.
 
Το «Καλύψω» βέβαια δεν ήταν το πρώτο ξενόφερτο τελείως είδος της μουσικής που θεωρηθήκανε ατόφιεα ελληνικό. Προηγήθηκαν μερικούς μήνες οι Λος τρές Παραγουάιος και όλα τα λάτιν κομμάτια που εκανταδόριζαν εν τριφωνία γύρω από μια ή δύο κιθάρες  ολοι οι νέοι εραστές της Κεντρικής Μακεδονίας και φαντάζομαι και άλλοι Ελληνες αλλού. Ηταν πάντως, πρέπει να το παραδεχτούμε, μια εποχή ενός γενικότερου μπάχαλου.
 
Η Ελλάδα εντωμεταξύ είχε αποκτήσει την εικόνα της, την απόλυτη εικόνα της που σε κείνη την περίπτωση ήτανε μια γελοιογραφία. Είχε αποκτήσει τον απόλυτο γελοιογράφο της, ήταν ο Μποστ, που σχεδίαζε στο περιοδικό «Εικόνες» κάτι ασύλληπτα σκίτσα από διαφημίσεις του Ρενό Ντοφίν έως σχόλια στην τότε πραγματικότητα.
 
Κανένας δεν κατάλαβε την Ελλάδα  του 50 όσο ο Μποστ και αλίμονο στον κοινωνιολόγο που δεν θα στηριχθεί ακριβώς σε κείνα τα φοβερά σκίτσα για να καταλάβει περί τίνος εν τέλει επρόκειτο.
 
Δεν εννοώ τη Φαύστα, εννοώ τα παλαιότερα. Εκείνο το «Πάμε στο άγνωστο για μάρκα με ελπίδα, να ζητιανέψουμε σε τόπους μακρυνούς, να ορθοποδήσουμε πριν έρθει καταιγίδα να αμνηστεύσομεν και άλλους Γερμανούς». Ταυτόχρονα μέσα από το κυριακάτικο ραδιόφωνο ένας ήδη ώριμος καταπληκτικός συνθέτης, ο Μάνος Χατζιδάκις, κήρυξε τον πόλεμο στην παλιά μουσική με δηλώσεις τολμηρότερες και από τη μουσική του την ίδια και διέλυσε την υπάρχουσα τάξη συνθετών.
 
Ιδια εποχή ίδιος μήνας κι ένας Θεοδωράκης με τη βοήθεια των στιχουργών της αριστεράς όρισε αλλιώς τον κόσμο μας, ξεπέρασε την αθλιότητά μας.
 
Ξαφνικά οι Ελληνες του 59, επιμένω, γίναμε καρτούνς ,εύθυμα όμως ,που μοσχοβολούσαν. Υπήρξε ένα Αιγαίο που μύριζε μυρτιά και κυπαρισσάκι. Ενα αριστερό Αιγαίο που δεν χρειαζόταν πλέον να είμαστε κι εμείς στην ομαδική φωτογραφία Μας κάλυπταν ο Σικελιώτης και η Κατράκη, ο ψηφιδωτός Θανάσης Διάκος στην Αλαμάνα, ο χαράκτης Τάσσος και οι φιγούρες του.
 
Από την άλλη μεριά, τα μάμπο του Χατζηδάκι, τα λευκά κοστούμια σε ανθισμένες αυλές, ο Αυλωνίτης και η Βασιλειάδου, η πλήρης Καραμανλική οκταετία των εργολάβων και των οικοπέδων στα βραχώδη όρη.
 
Αχ, Θεέ μου, σας τα λέω επίτηδες όπως τα τσάκωσε η μνήμη ενός εντεκάχρονου παιδιού επειδή κάνω απλώς τη γενική εισαγωγή στο θέμα.
 
Η δεξιά μας οδηγούσε στο Φεστιβάλ Αθηνών , στον έμπρακτο πολιτισμό,στα Ξενία, στις έξι λαϊκές  ζωγραφιές και στις πασχαλιές του Χατζηδάκι όπου το ρεμπέτικο ακουγόταν ως βάση ενός λίντερ.
 
Μας οδηγούσε στην Επίδαυρο, στον Ωνάση και στην Κάλλας, στο γιότ Χριστίνα και στη σχέση Βουγιουκλάκη και διαδόχου.
 
Εκείνη την εποχή που νοιαζόμασταν για όλα αυτά, τα Γιαννιτσά είχαν ίσως δέκα τηλέφωνα και η πρώτη γυναίκα που ήρθε με παντελόνι στενό στην πλατεία Δημαρχείου κόντεψε να βινηθεί από καμιά διακοσαριά συμπατριώτες μου.
 
Σπουδαίο ρόλο έπαιζαν τα εβδομαδιαία περιοδικά και λιγότερο οι εφημερίδες. Οι προσδοκίες όλων μας ήταν βεβαίως στο ραδιόφωνο που άλλαζε κάπως εκείνα τα χρόνια και αποτελούσε τη βασική πηγή ήχου που διαθέταμε αφού κάθε δισκάκι έκανε τριάντα πέντε  δραχμές και ένα μέσο ηλεκτρόφωνο καμιά δύο χιλιάρικα, ένα ποσό αμύθητο.
 
Το θέμα είναι ότι μέσα στην τότε αθλιότητα μόνο παρουσιαζόμενοι ως πειναλέων και ανεργίτσα μπορούσαμε να αντιπαρατεθούμε στην κόλαση του πολέμου Δεξιάς και Αριστεράς.
 
Κανένας ακόμη δεν είδα να καταλαβαίνει και μετά τα χρόνια που πέρασαν ότι η μαζική προσέλευση στο κέντρο τα χρόνια μετά το 58 ήταν αποτέλεσμα του τρόμου μήπως κυριαρχήσει η απλοϊκή κτηνώδης διττότητα ανάμεσα στην αριστερά και στη δεξιά.
 
Ο ελληνικός λαός μπορούσε να παλέψει με ενθουσιώδη παραφορά εναντίον μιας βίας και νοθείας αλλά του ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει μια κοινωνία με 160 δεξιούς και 140 αριστερούς βουλευτές.
 
Αλλά σε αυτά θα επιστρέψουμε πάλι.
 
Η ψυχή του ανθρωπου τις αποκριές παθαίνει μια αναστάτωση. Καμπυλώνουν οι γραμμικότητες της και γίνεται μια διφυής τρομακτική και ευγενής μαζί ασκητεία.
 
Στα Γιανιτσά υπήρχε το καρναβάλι το συνηθισμένο που κατέληγε σε κανένα παιδικό μπαλντανφάν. Ντυνόμαστε πιερότοι, βασιλοπούλες, ζορρό, αστρα της αυγής, τσολιάδες, καουμπόιδες και χορεύαμε εν μέσω σερπαντίνας, κομφετί, κανένα δίωρο.