05.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
02.07.2017
01.07.2017
01.07.2017
30.06.2017
30.06.2017
30.06.2017
29.06.2017
29.06.2017
• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
•
Αλέξανδρος Σύρρος | 05.07.2017
•
Panos Dodis | 05.07.2017
•
Georgia Drakaki | 05.07.2017
•
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
•

Σκάστε πουλιά...
Αναφορά στον άγγελο 12/15
Το άλλοθι της τρέλας
Παντοδύναμος από έρωτα και πάθη,δεν ξέρω πως συνέβη και έγραψα ένα ποίημα, Νοέμβριο του 1978 στο Γιόρκ, που παραδόξως προσέγγισε αγνώστους μεταξύ τους ανθρώπους και μετά από δεκάξη χρόνια προσπάθειες, είχα επιτέλους την αίσθηση ότι πλησίαζα κάποιο λιμάνι, εάν όχι βέβαια την διάσημη Ιθάκη ή τα περιώνυμα Κύθηρα, τουλάχιστον την μικρή σκάλα στις Μαριές της Θάσου.Ήταν το ποίημα Ωδή στα πουλιά.
Σκάστε πουλιά, η αγάπη μου κοιμάται
σ΄ένα στρώμα βαρύ από υγρασία
το παράθυρο δεν κλείνει,η πόρτα μάγκωσε
και σύ δε με θυμάσαι πιά.
Θά΄ρθει καιρός σε κάποια ταβέρνα
που θα μεθύσουμε πάλι μαζί
Θα νοιώσω τότε στενόν τον καβάλο
και τον θάνατο να σ΄άγγίζει
γλυκά.Μα εσύ δε με θυμάσαι πιά
οργιάζοντας κάπου στο προσκέφαλο
ενώ αγωνίζομαι να κοιμηθώ
μέσα στο στόμα μιάς άλλης κυράς.
Έι, θά΄ναι όμορφα τέτοιες μέρες
στη δυτική Χαλκιδική. Σκάστε πουλιά,
η,πως τη λένε, ροχαλίζει απάνθρωπα
και να δακρύσω δεν μπορώ.
Τέλεια.Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε τουλάχιστον πέντε φορές, έγινε (η έκφραση Σκάστε πουλιά) υπό ειδικές συνθήκες παροιμιώδης,μου προσέφερε θαυμασίους επαίνους και εσύ το πρόσεξες και μου χαμογέλασες.
Γιά μένα ήταν ολόκληρο μιά σπουδή ανάμεσα στην κόντρα του τίτλου με τον πρώτο στίχο.Αλλά γιά πολλούς, ο υπομνηματισμός, κρυπτικά λάγνος, μιάς πασιφανώς δύσκολης φάσης μιάς κοινής ζωής, τους επέτρεπε να συμμετέχουν στο συμπόσιο χωρίς πολλές βαρυστομαχιές.
Η πραγματική διήγηση,από έναν πεζογράφο πλέον,δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον.
Εκείνον τον καιρό αγαπούσα μιά κυρία, συμβίωνα με μία άλλη και προσπαθούσα να χωρίσω με μία τρίτη κυρία.Μία συγκεκριμένη ημέρα ,με παράτησαν εν χορώ.Με αγανάκτηση και έκρηξη θυμού η συμβία, με επιστολή απαλλακτική η ηγερία,με επιστολή καταπελτική η νυμφία.
Πήγα-ήρθα τρείς μέρες μεταξύ Παρισίων, Λονδίνου και Χίτσιν(ενός ασήμου χωριδίου έξω από το Λιούτον) προσπαθώντας να γλυκάνω μορφές, να εξηγήσω τα ανεξήγητα.Οι προσπάθειές μου απέτυχαν και κατάκοπος έφτασα βραδάκι στο Γιόρκ, όπου η πρώτη μου είχε κάνει την κατοικία θερινή,η δεύτερη με είχε κάνει ρόμπα στους φίλους μου των Αθηνών, ενώ η τρίτη με είχε κανονικά χαντακώσει στη Θεσσαλονίκεια γενέτειρα.
Εγώ είχα δηλώσει απιστία, μιά κατηγορία που έκτοτε με συνοδεύει.Κανονικά, ήταν περίπτωση όπου δεν γράφεις. Απαγορεύεται.Απλώς στραγγίζεις ό,τι δυνατό ποτό κυκλοφορεί, διαλέγεις ένα ποταμάκι έξω από το Σέλμπι και βουτάς με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα,αλλά ήμουν ποιητής και αήθης,χαιρόμουν όταν οι έφηβοι συνάδελφοι με χαρακτήριζαν αμοραλιστή.
Κάθησα στην γραφομηχανή και διεκτραγώδησα τα πουλιά.
Κανένας δεν κοιμόταν πουθενά κοντα μου.Δεν υπήρχε πραγματικότητα να διηγηθώ ,επομένως την ύμνησα.Ήταν ακριβώς ένα ποίημα κατασκευασμένο από στοιχεία της περιόδου πρίν εκείνες με πάρουνε χαμπάρι.
Δραπετεύοντας από την ζωή, υπήρχε γύρω μου καθαρός και στρωμένος λειμών λέξεων. Τον επισκέφθηκα και έδρεψα τους σχετικούς ναρκίσσους.
Στον ύπνο επάνω, μου εξήγησες γιατί ήμουν πλέον κατά τη γνώμη σου ποιητής ενός αστέρος.Επειδή πρώτη φορά ξέχασα την αδέκαστη Ιστορία και μυθολόγησα από τα ίδια στοιχεία, μπολιάζοντας με κόνδυλο δαμασκηνιάς μιά μηλίτσα στα μήλα φορτωμένη.
Οι άνθρωποι δεν βρίσκονται μέσα στην ποίηση. Η ποίηση είναι απάνθρωπη.Μερικές φορές, ακούγοντας τον φίλο μου τον Μπίλη, που είναι ο πιό αυστηρός κριτής του έργου μου, να φρυάζει ενάντια στον τρόπο των ποιητών, να ξεφτελίζουν και να διασύρουν τους ανθρώπους, μη σεβόμενοι φιλία και με πλήρη κλινική αγένεια,τον θεωρώ υπερβολικό, αλλά στο βάθος παραδέχομαι ότι έχει δίκιο.
Όταν οργανώνεις όλα τα μπούνκερ και τα χαρακώματα του ντουνιά, όταν προσκομίζεις τόνους υπερίτη, όταν ναρκοθετείς περιφέρειες και νομούς με νάρκες χωρίς διάγραμμα σε χάρτη, δεν πρέπει να κάνεις τον λυπημένο όταν στο πεδίο που εσύ έστησες συμβαίνουν πόλεμοι,μάχες και φρικτές απώλειες.
Οι άνθρωποι δεν θέλουν πολύ κοντά τους την ποίηση, επειδή δικαίως την φοβούνται.
Δεν υπάρχει άλλη κατευθείαν γραμμή και επαφή με τον Λόγο.
Πουθενά.
Στην εκπαίδευση, οι ακκισμοί των διδασκάλων, μόνο με τους ακκισμούς των μαθητών τους μπορούν να συγκριθούν.
Στην πεζογραφία, οι αναγνώστες αρχίζουν και τελειώνουν το βιβλίο τους ευχαριστημένοι ή προβληματισμένοι, αλλά σίγουρα ζωντανοί.
Μόνον η ανάγνωση ή η απαγγελία ενός ποιήματος ενδέχεται να σου αλλάξει τον βίο ή να σου προσφέρει ένα εγκεφαλικό.
Φαίνεται τόσο παιδική ,τόσο εύθραυστη και αθώα που την προσεγγίζεις καλοκάγαθος και αμέριμνος,με μόνη πιθανή αγωνία σου μήπως σου διασπάσει την προσοχή κάποιος αφοσιωμένος στον κιθαρισμό ή στον αρπισμό του.(Η συνοδεία απαλής μουσικής στην απαγγελία είναι απαράδεκτη, αλλά και σωτήρια πολλών χαμένων περιπτώσεων).
Ακριβώς, ο ποιητής λειτουργεί ως μύστης.
Μη τρομάζετε, αναγνώστες της παρούσας επιμέτρησης προς φύλακα άγγελο.
Και ο αλκοολικός παπάς, ιερουργεί και μεθίσταται την ώρα της θείας Ευχαριστίας. Λοιπόν κάθε σαχλοκούδουνο που στιχουργεί, έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να δεί τους επτά ουρανούς από εσάς που είστε γνώστες και πλάστες.
Χωρίς ανθρώπους λοιπόν, χωρίς επαφή με τα πράγματα, τι είδους τρέλα διαρρέει τον ποιητή; επειδή δεν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη κανένας, μα κανένας ,ολομόναχος, απομονωμένος άνθρωπος που να είναι ταυτοχρόνως τρελός.
Η όποια τρέλα υπάρχει μόνον συνεγγίζουσα την όποια λογική.
Αλλά βέβαια, μία κοινωνία που θεωρεί κλέφτη όποιον δεν είναι ιδιοκτήτης και διαπλεκόμενο τον αχυράνθρωπο, είναι φυσικό να εμπιστεύεται ως λογικούς ,ελλόγους και εχέφρονες όλους τους παρανοϊκούς, τους καταθλιπτικούς και τους υποκριτές ενώ καταρρακώνει ως τρελούς τους αμύντορες της παιδικότητας.
Τα παιδάκια είναι απλώς βίαια πλάσματα.
Εκείνην την εποχή, άγγελέ μου, σου επεσήμανα το μείζον πρόβλημα του ποιητή.Την μοναξιά.Είναι τρομερό να διατείνεσαι ότι γράφεις γιά τους άλλους, γιά το συρτάρι σου, γιά το κόμμα σου, γιά τον θεό σου και εντούτοις να μή εισπράττεις μήτε την ηχώ από την φωνή σου.
Κι αυτό γίνεται προφανές όταν συναντιούνται ποιητές.Εάν δεν πρόκειται περί αλαφροϊσκιωτων, είναι στα σίγουρα βωβοί χαρακτήρες, κομπαρσοι των εαυτών τους.Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι δεν έχω ακούσει μήτε μία συζήτηση της προκοπής γιά ζητήματα της δουλειάς, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο ανάμεσα στους ηθοποιούς, στους σκηνοθέτες και στους ζωγράφους.
(Το σκηνοθέτες μάλλον πρέπει να το πάρω πίσω,επειδή δεν συνάντησα δύο σκηνοθέτες στην ίδια παρέα).
Ποτέ δηλαδή δεν άκουσα να λέγεται μεταξύ ποιητών χτές με παίδεψε η λέξη αυτοκίνητο, σε ένα ημιστίχιο και είδα κι έπαθα να γλυτώσω το τρακάρισμα.Μη τα συζητάς,να απαντά κάποιος άλλος. Δέκα μέρες δεν μπορώ να εντάξω το καρμπιρατέρ που με ενέπνευσε στο λυρικό δωδεκάστιχο που ετοιμάζω.
Θέτω επίτηδες εξωγήινα παραδείγματα.Απεναντίας,τα μπαράκια και οι λόχμες είναι κατάφορτα από ημιμεθυσμένους που στιχουργούν πάνω σε χαρτοπετσέτες.
Είναι που η ποίηση δεν είναι δρόμος επικοινωνίας και καταλλαγής, αλλά πύρ και νερό ανακατεμένα με όξος και χολή.Αυτά που φαίνονται επικοινωνιακά τερτίπια διά στίχων, είναι στην ουσία μεταγραφές από την τέχνη της ρητορικής,που ομοιάζει με την ποίηση μόνον στο ολιγόλεξον του συνθήματος και στην χαρακτηριστική ρυθμική του αγωγή.
Αλλά δεν διαχειριζόμαστε τόσο αναλυτική γλώσσα που να διακρίνει τον μουσικό ρυθμό από τον ποιητικό ρυθμό, ίσως και από τον αρχιτεκτονικό ρυθμό.
Τα περισσότερα φιλολογικά σχόλια πάνω στην ποίηση ,μου θυμίζουν εντόνως δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, ανάλογο με το αρχαιολογικό ρεπορτάζ με το οποίο είναι κατάφορτα τα σχετικά άρθρα: ο άγιος ίσταται ολομέτωπος,με την δεξιά προς ανίσχοντα ήλιον, ενώ οι πτυχώσεις του χιτώνος του παραπέμπουν σε ανάλογες παραστάσεις του νάρθηκος της Μπρετεβνίτσας,που έχουν αποδοθεί σε καλό εργαστήριο του δεκάτου τρίτου αιώνος.
Έτσι και τα σχόλια περί ποιήσεως, εξειδικεύονται στο τί θέλει να μας πεί ο ποιητής, εάν το έχει πεί, γιατί δεν το έχει πεί και τί αισθανόμεθα που δεν θα το πεί.
Οι ποιητές μορφάζουν, δεν εξηγούν.
Όπως ένα κτίσμα, που αποκτά την ερμηνεία του εν τη διαχρονία και όχι επειδή ο αρχιτέκτονάς του διαθέτει απόψεις και μέσα να τις εκφράσει.
Ο αρχιτέκτων χορεύει.
Δηλαδή μετέχει ενός χορού.
Δουλειά του είναι να μετατρέψει το χορικό σε στάσιμο,ώστε οι στήκοντες να απολαύσουν την δική τους ακινησία.
Είναι κρίμα που δεν ονομάζονται διαφορετικά στα ελληνικά, ώστε να καταλάβουν και οι ίδιοι ότι η λειτουργία τους δεν έχει καμία σχέση με το ποιείν.
Ο Αγγλοσάξων poet ,είναι poet και δεν μπερδεύει την poetry με την ποίηση, την μεταποίηση, την προσποίηση, την περιποίηση.
Θεωρεί ότι βαφτίστηκε poet χάρη σε κάποια ελληνορρωμαϊκή λεκτική πρόσχωση που τον αποφορτίζει.
Εάν ο ποιητής στα ελληνικά λεγόταν σμίνθωψ,δηλαδή δεν υπήρχε μεταφράσιμη ετυμολογία της λέξης, θα υπήρχαν άλλα ποιήματα στην γλώσσα μας και οι σμίνθοπες θα εκτιμούσαν διαφορετικά τις λέξεις τους.
Αυτά αρκούν.

Tags: