• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Αναφορά στον άγγελο 1/15
Πάνος Θεοδωρίδης | 01.05.2014 | 18:00
Η προμέτρηση
 
Μου εμπιστεύτηκες εντολή ποιητή τον Μάρτιο του 1962. Την κατέθεσα τον Απρίλιο του 1999.Επί τριάντα επτά χρόνια ,δηλαδή επί  διακόσιους τέσσερις μήνες,δηλαδή επί δεκατρείς πεντακόσιες ημέρες, τήρησα ή δεν τήρησα τα υπεσχημένα.Οφείλω,κατά την συμφωνία μας,μιά λογοδοσία.Η παρούσα εκτενής επιστολική αναφορά, ελπίζω να σε καλύπτει υπηρεσιακώς προς τους αρμοδίους.
 
Ανήκω στους τυχερούς που είχαν εξαρχής μιά καλή σχέση με τον άγγελό τους.Μήτε άργησα να σε ανακαλύψω (πιστεύοντας, όπως άλλοι, ότι δική μου ήταν η επίνοια, το μυαλό και οι ικανότητες), μήτε, όταν τελείωσαν οι μεταξύ μας παρτίδες διατήρησα εσφαλμένα την αίσθηση της ποίησης μέσα στις φλέβες μου.
 
Γιά την αναφορά μου, διάλεξα τον τύπο της επιστολής,όχι των μνημονίων, μήτε της έκθεσης πεπραγμένων, μήτε του απολογισμού. Επίσης λυπούμαι που δεν είμαι σήμερα σε θέση να επισυνάψω τον απαραίτητο κατάλογο των ποιημάτων μου, με σωστή ευρετηρίαση.Θα αρκεστείς σε όσα η μνήμη διατηρεί, ελπίζοντας πως σου είναι αρκετά.Θα εξηγήσω τους λόγους σε ιδιαίτερες παραγράφους.
 
Ζω σε περίοδο επιστολικής σύγχυσης.Ίσως διότι το σπουδαιότερο πράγμα που έγραψα, την εποχή που έλαβα την εντολή σου, ήταν το ρητό:
 
Θέλω να κάνω κάτι γιά να διατηρηθεί η ημερομηνία.
Νομίζω, φτάνουν δυό γραμμές.
 
Ξεκίνησα την εποχή όπου ίσχυε το τηλεγράφημα (χρήσιμο γιά επείγοντα περιστατικά και αποστολή ευχών) η επιστολή (που έμοιαζε κατά τύπο και υπογραμμό σε όλες τις επιστολές που γνωρίζουμε από την αρχαιότητα) και βεβαίως το διά ζώσης μήνυμα, που εκτεινόταν από την διάδοση έως την παραγωγική συζήτηση. Στο δια ζώσης θα έβαζα και την επαφή από το τηλέφωνο. Στην εφηβεία μου ήταν σπάνιο σχετικά μέσον,αργότερα κατέστη κυρίαρχο. Εμμέσως, επί μικρό μετεφηβικό διάστημα, έπαιρνα και έστελνα νέα με μπομπίνες μαγνητοφώνου και κασέτες.Έχω ακόμη μερικές στο αρχείο μου.Γνώριζα επίσης το τέλεξ, ενίοτε το χρησιμοποιούσα, αλλά ποτέ ως μέσον προσωπικής αλληλογραφίας.Γιά ακατανόητους συντομογραφικούς λόγους θυμάμαι τις εκφράσεις PLS (γιά το «παρακαλώ»), ASAP( «όσο ταχύτερα δύνασθε») και τις πάγιες, εφοπλιστικής προέλευσης,CIF και FOB.
 
Αργότερα,στα μέσα του 80,εμφανίστηκε η τηλεομοιοτυπία. Σπανίως είχε επιστολικό χαρακτήρα.Συνηθως έστελνες μεγάλα και μικρά τεμάχια λογοτεχνικής παραγωγής σε κάποιον μοντέρνο αποδέκτη ή στην εφημερίδα.Η ωριμότητα της ηλικίας με συνέλαβε πάνω στα e-mail, στά γραπτά μηνύματα της κινητής τηλεφωνίας και στο υπόλοιπο μάγμα των υπερορίων μέσων.Είναι αλήθεια ότι με το e-mail και τα γραπτά μηνύματα, διαθέτουμε πλέον επιστολικά εργαλεία μεγάλης ισχύος, που απλοποιούν την διαδικασία, καταργώντας τις αρχαίες πλήν γοητευτικές τελετουργίες του ταχυδρομείου, του γραμματοσήμου και των σχετικών καρδιωγμών ενώπιον κενού γραμματοκιβωτίου.
 
Ενώ η συνείδησή μου είναι τρέχουσα και κατάγεται από παλαιού ανθρώπου κατασκευή, δεν θα έλεγα το ίδιο γιά την ικανότητα παραγωγής γραπτών κειμένων. Άλλοι άνθρωποι απολαμβάνουν την παραγωγή ενός χειρογράφου, ενώ γιά μένα ήταν αείποτε μιά μορφή τιμωρίας,λόγου χάρη να γράψω εκατό φορές «δεν θα αντιμιλήσω στον διδάσκαλό μου».
 
Μου ήταν επαχθές να αντιγράψω ακόμη και τρείς φορές μιά τετριμμένη πρόταση.  Προτιμούσα να εκτεθώ ενώπιον πυκνοκατοικημένης σχολικής αυλής και να το παραδεχθώ δημοσία.Όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι,προτιμουσα να γράψω την τιμωρία ανά στήλη, εξαντλώντας πρώτα κατά κορυφήν όλα τα «δεν», ώστε να έχω ορατό ορίζοντα λήξης στις κόλλες του βασανιστηρίου. Συνέχιζα καταγράφοντας όλα τα «θα», τα «αντιμιλήσω», ώσπου να τελειώσει το μαρτύριο.
 
Σπανίως κατανόησα τις δικαιολογίες κόπωσης των συνεργατών μου, εκτός από μία και μόνη περίπτωση: όταν έβλεπα γραμμένα διάφορα «άχ», «αμάν, τελειώνω», «ούφ» στο τέρμα ενος σχοινοτενούς χειρογράφου τους.
 
Ομοίως καταλάβαινα απόλυτα την έκφραση «πόνος» στον κολοφώνα κάποιου αρχαίου κώδικα.
 
Λάτρευα την γραφή, αλλ΄όχι την διεκπεραίωση της. Σπανίως, δηλαδή γιά πέντε ή έξη ώρες στο σύνολο των τετρακοσίων χιλιάδων ωρών εγγραμμάτου βίου που έχω ήδη διανύσει, διάλεξα μελάνια και καλό χαρτί γιά να κατασκευάσω ένα καλογραμμένο κείμενο.Ήμουν οπαδός της τεχνολογίας πρίν αυτή υπάρξει, μιμητής και διαφημιστής της ακόμη κι όταν μάθαινα γι΄αυτήν από στηλάρια εφημερίδων.
 
Γι΄αυτό και θεωρώ σημαδιακή την 26η Νοεμβρίου του 1964, όταν δέχθηκα από τον πατέρα μου ως δώρο μιά υπέροχη μικρή γαλάζια γραφομηχανή.Υιοθέτησα αμέσως την παραγωγική της δύναμη,εξέμαθα τάχιστα τις αναποδιές της,έμαθα να χτυπάω με ειδικό τρόπο τα κολλημένα πλήκτρα και άλλαζα μελανοταινία χωρίς να λερώνομαι. Ακόμη και αυτό το μέσο με κούραζε.Όχι γιά τους ίδιους λόγους με το χειρόγραφο, αλλά γιά την βαρετή διαδικασία της καθαρογραφής μιάς δουλεμένης σελίδας.
 
Η ζωή μου είναι γεμάτη φίλους που διορθώνουν τα γραπτά τους συνεχώς. Οι σελίδες τους, την ευτυχή ώρα της δημιουργίας, πυκνώνουν με λοξογραφές, συντμήσεις, διαγραφές και επιλογές νέων λέξεων,δημιουργώντας έναν γοητευτικό ιστό. Ακόμη κι όταν περνούν το κείμενο σε κάποια μηχανή ,δεν τό΄χουν σημαντικό να διορθώνουν κι εκεί επάνω.
 
Αυτά ήταν απρόσιτα γιά την αρχαία και ατελή αντίληψη non-finito που διαθέτω. Βέβαιος ότι ο θάνατος με περιμένει μονίμως στη γωνία και υπό γωνίαν, ήθελα να του παραδώσω το σαρκίο με καθαρογραμμένες σελίδες. Γιά να αφήσω τις χαριτωμενιές, μόλις, γράφοντας μιά σελίδα, έκρινα ότι ατύχησα σε μία έκφραση ή λέξη, έβγαζα αβιαστως το συμπέρασμα ότι έπρεπε να την ξαναγράψω. Ολόκληρη τη σελίδα, όχι μόνον τα ημαρτημένα.
 
Κι έτσι, ενώ οι γύρωθεν λόγιοι εκτιμούσαν την γραφομηχανή κυρίως ως μία άνετη βάση, έναν κάναβο όπου ανέτως μπορούσαν να προσθέτουν χειρόγραφες διορθώσεις, γιά μένα ξανάρχισε το μαρτύριο της επανάληψης.Δακτυλογραφούσα ολόκληρη τη σελίδα μου, ακόμη κι άν έπρεπε να προσθέσω ή να αφαιρέσω μία κεραία.
 
Δεν θέλω να εκθέσω την απέχθειά μου στην επανάληψη.Δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά.Μπορώ να φέρω παραδείγματα. Έχω κάνει πάνω από είκοσι διαλέξεις γιά ζητήματα οινοφιλίας και γευσιγνωσίας. Παρατηρούσα τους κατά περιόδους συνεισηγητές: είχαν γραμμένη μιά σταθερή βάση πληροφοριών και προσέθεταν μερικά στοιχεία εντοπιότητας.Ακόμη κι άν ήταν να μιλήσω στην ίδια πόλη γιά το ίδιο ζήτημα  σε διάστημα τεσσάρων ετών(οπότε οι παλαιοί μου ακροατές θα είχαν σίγουρα εκλείψει) έγραφα νέο κείμενο πάντοτε, και δεν διατηρούσα μήτε τις έξυπνες ατάκες που τους είχαν κάνει να μειδιάσουν. Κάποια εργώδη περίοδο του βίου, οπόταν και κρατούσα στηλες σε εφημερίδες και περιοδικά, είχα ραδιοφωνική εκπομπή και πυκνό δίκτυο διαλέξεων, δεν υπήρξε περίπτωση να επιλέξω θεματολόγιο που προσομοίαζε,γιά να γλυτώσω την αναζήτηση της ποικιλίας.
 
Σιχαίνομαι την επανάληψη και θεωρώ τις ιδέες προς έκθεσιν ως το πιό κοινό και φτηνό αγαθό στον κόσμο του πνεύματος. Δεν κατάλαβα ποτέ μου την δυστοκία περί την σύλληψη ενός θέματος.
 
Γιατί; ιδέα δεν έχω. Μπορώ να δώσω μιά ένδειξη. Υπήρξα δασκαλοπαίδι. Οι δάσκαλοι επαναλαμβάνουν εκ των πραγμάτων συγκεκριμένη ύλη κάθε σχολική χρονιά. Θυμάμαι τους γονείς μου να σχολιάζουν την ευκολία ή τη δυσκολία μιάς τάξης από την οποια προϋπηρεσία διέθεταν σε αυτήν. Φαντάζομαι ότι είχα άγχος μήπως μείνω στάσιμος, ακριβώς από το ενδεχόμενο να ξανακούσω τα ίδια πράγματα άλλη μιά φορά.Γι άυτό και δεν αγάπησα ποτέ την κυριακάτικη λειτουργία.Βαρυόμουνα αφάνταστα.Έβαζα μερικούς χρονοδείκτες (το «στώμεν καλώς» , «τα σά εκ των σών») που βοηθούσαν την προώθηση ενός εσωτερικού χρονομέτρου.
 
Η αναμέτρηση με τις επαναλήψεις ομολογώ ότι περιορίστηκε όταν,το 1975 νοίκιασα μιά ηλεκτρική γραφομηχανή IBM με μπαλάκι,που διέθετε και μηχανισμό διαγραφής μερικών ψηφίων και επανατύπωσης. Η παραγωγή μου αυξήθηκε αλματωδώς, το ίδιο και ο χρόνος παραμονής μου στο τραπέζι.Άρχισα δειλά να αντιγράφω μερικά γραπτά από το αρχείο μου,υπακούοντας στον άρρητο φόβο μήπως από κάποια κακοτυχία χαθούν τα πρωτότυπα.
 
Η εξοικείωση με τον κόσμο των φωτοαντιγράφων δεν με βοήθησε πολύ διότι είχα μεγάλα κενά σε βιβλιογραφικές πηγές, επομένως όταν μου περίσσευαν χρήματα ,έκανα επενδύσεις σε φωτοαντίγραφα δυσπροσίτων άρθρων και βιβλίων.Τα χειρόγραφά μου παρέμεναν μοναδικά.
 
Εντέλει αποξενώθηκα από ένα μεγάλο ποσοστό, αλλά γιά διαφορετικούς λόγους, όχι από πυρκαγιά ή πλημμύρες.Ωστόσο ονειρευόμουνα το σκάνερ πολλά χρόνια πρίν υπάρξει στις βιτρίνες.
 
Σκαρφιζόμουν διάφορες δυνατότητες αντιγραφής, αρκεί να μή μεσολαβούσε το χεράκι μου, αλλά ανάμεσα στις δόκιμες εφαρμογές και στην επιθυμία μου να τις εφαρμόσω (μικροφίλμς, φωτογραφίες, πληρωμή δακτυλογράφου, υπαγόρευση σε γραμματέα,μετατροπή σε χαρακτήρες Άσκι, OCR) μεσολαβούσαν συνήθως άδειες τσέπες και άλλες ,πλέον επείγουσες δραστηριότητες.
 
Στα τέλη του 70 είδα πώς δούλευε η πρώτη φωτοσύνθεση. Κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα χρόνου να υπάρξει εφαρμογή και δι ημάς τους ταπεινούς, όπως κάθε πρόοδος σε αγωνιστικό αυτοκίνητο αργά ή γρήγορα ενέσκηπτε και στα εμπορικά μοντέλα.Περίμενα λοιπόν καρτερικά το σημείο των καιρών.
 
Ήταν και η τελευταία περίοδος που γέμισα τον ενδιάμεσο αιθέρα με πολλά χειρόγραφα γράμματα.
 
Γι΄αυτούς τους λόγους (και άλλους, τους ουσιώδεις, που δεν τρελάθηκα τόσο ωστε να αποκαλύψω στην αρχή ενός βιβλίου), όταν στην δεκαετία του ογδόντα ήρθε στην ζωή μου ο υπολογιστής, αισθάνθηκα όπως τότε που πρωτοείδα το Λονδίνο. Ήταν ο τόπος μου.Ξένος, ακατανόητος, με ιστορία που δεν με βάραινε προσωπικά,επομένως κατάλληλος γιά διαβίωση, έστω γιά επιβίωση.
 
Ακόμη και ο πρώτος, πρωτόγονος επεξεργαστής κειμένου που δούλεψα ποτέ, σε έναν Spectrum, και διέσωζε τα κείμενα σε κασετόφωνο ήχου, ήταν ταχύτερος και παραγωγικώτερος από την πρώτη φωτοσύνθεση που είδαν τα ματάκια μου. Αργότερα οι υπολογιστές μεγάλωσαν ,έγιναν δυνατοί και αστραπιαίοι.Από την περίοδο των 286 και εφεξής (η μοίρα δεν με μοίρανε να ανήκω στους χρήστες της Μάκιντος) τα κείμενα παράγονται στην ταχύτητα που θέλω, με την σειρά που επιθυμώ.Το κεφάλι μου άνοιξε προς τους ουρανούς ωσάν κατοχική λαχανίδα.Άνοστη, χειμωνιάτική, πλήν περιπόθητη και φαγώσιμη με αλάτι και λεμόνι.
 
Είχα πάντοτε πρόβλημα με την ποίηση,ως τεχνική καταγραφής της εννοώ.Η ποίηση στο χειρόγραφο δεν με ενέπνεε.Προτιμούσα την ψευδαίσθηση της τυπωμένης σελίδας, γι΄αυτό και διέπρεψα ως ποιητής την εποχή της γραφομηχανής.Με τον υπολογιστή, τα ποιήματα λιγόστεψαν, ώσπου εξέλιπαν πλήρως. Αλλά η αιτία ήταν το άνοιγμα της γραφής μου προς καθημερινούς και πεζολογικούς ορίζοντες.Και επανήλθε εντός μου η διάθεση γιά επιστολογραφία.
 
Αν εξαιρέσω μερικές ατυχείς στιγμές, εκτιμώ ότι η περίοδος των υπολογιστών στήθηκε αποκλειστικά γιά ανθρώπους του δικού μου φυράματος.
 
Ο λόγος είναι σχετικά απλός.Δεν πολυπιστεύω στο ταλέντο, μήτε στην εργώδη προσπάθεια.
 
Δεν πιστεύω ότι γεννηθήκαμε γιά να σκεφτόμαστε μέσω της γλώσσας. Επομένως, οι σκέψεις μου είναι ενίοτε γλωσσημένες, συχνότατα χρωματικές, άλλοτε είναι ρυθμοί, κάποτε προκαλούνται από μυρωδιές και αίσθηση αφής, χωρίς σώνει και καλά να μεταφράζονται σε τρέχοντα ελληνικά, ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, πραγματική ή φανταστική.
 
Επιπλέον, μου έχει τύχει μερικές φορές να εμπνευστώ κάποιο κείμενο σε μορφή που δεν μοιάζει σε κάποια κατανοητή γλώσσα.Ίσως είναι κατάλοιπα από αυτό που φανταζόμουνα ότι ευαγγελιζόταν οι ντανταϊσμοί και οι σουρεαλισμοί της  εφηβείας μου. Πιθανότατα είναι σπαράγματα βρεφικής ηλικίας.
 
Όταν τρομάζω, φερ΄ειπείν,δεν φωνάζω «αμάν» ή «Παναγία μου», αλλά «Γιαμπλόφσκι!».
 
Επί χρόνια αποκαλούσα τους φίλους μου «αφάκηδες» και αντί να κουνάω σχετλιαστικά το κεφάλι ενώπιον απατεωνίας, περιορίζομαι να την σχολιάσω λέγοντας απλώς την λέξη «μπαέκο».
 
Θεωρώ δηλαδή την γλώσσα ως επείσακτο αγαθό μέσα σε ένα έλλογο όν που ανέτως μπορεί να εκβάλλει μυκηθμούς, ερευγμούς και κλαυθμούς αντί γιά σεταρισμένα κροκάτα σύμφωνα και φωνήεντα.
 
Σύμφωνοι, ακόμη ένας ατελής χαοτικός χαρακτήρας.
 
Αλλά ο υπολογιστής, με την απειρία των παραθύρων όπου μπορείς να φορμάρεις πολλά είδη λόγου, κατασκευάστηκε ειδικά γιά το δικό μου είδος.Ενσωματώνομαι στη λογική και στην πειθαρχία της έτοιμης σελίδας.
 
Γι΄αυτό και αγαπώ τις παραγγελίες, τα άρθρα που πρέπει να έχουν διακόσιες ή πεντακόσιες λέξεις, τις διαλέξεις που πρέπει να μή υπερβαίνουν τα δώδεκα λεπτά.Όχι, δεν αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχει μιά τεράστια αποθήκη λέξεων και εκφράσεων που βγαίνει ανάρχως ή οργανωμένα και οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση συμβάλλει στην πτώση και στην κατατονία της ποιητικής ιδέας.
 
Περισσότερο αισθάνομαι κάτοχος ενός υπέροχου υδροδοτικού συστήματος(γιά την ακρίβεια, χρήστης μιάς βρύσης με στρόφιγγα που ανήκει σε αυτό το σύστημα) και πηγαίνω από καιρού εις καιρόν με ποτήρι, μπολάκι, πιατέλα, μουσλούκι, τσουμπλέκι ή δίωτο σκεύος και αποκτώ το νερό που επιθυμώ, ή χρειάζομαι. Όπου νερό, είναι οι λέξεις μου.Τα διάφορα σκεύη ,είναι το είδος της γραφής που επιλέγω.
 
Αρκούν αυτά ως προμέτρηση.