05.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
02.07.2017
01.07.2017
01.07.2017
30.06.2017
30.06.2017
30.06.2017
29.06.2017
29.06.2017
• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
•
Αλέξανδρος Σύρρος | 05.07.2017
•
Panos Dodis | 05.07.2017
•
Georgia Drakaki | 05.07.2017
•
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
•

Munk, ζήλεια, 1913.
Timeo Danaos et Dona Ferentes
Δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά. Πάντως, από εσωτερικά τεκμήρια που βαριέμαι να σας εξηγώ, πρέπει να ήταν πρωθυπουργός ο Ράλλης.
Ήταν βράδι και μοιραζόμασταν ένα τραπεζάκι μπαρ, τρεις. Δύο αγαπημένοι μεταξύ τους φίλοι, είκοσι και παραπάνω χρόνια μεγαλύτεροί μου, κι εγώ. Ο ένας πασίγνωστος Σαλονίκη,ο άλλος στην Ελλάδα.
Καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι που μου είπαν «έλα, καθησε μαζί μας». Μετά τη μεταπολίτευση, υπήρχε ένα ενδιαφέρον σε μεγάλες ηλικίες να προσπαθούν να καταλάβουν τι καπνό φουμάρουν τα κουτάβια της πόλης.
Ο ένας από τον χώρο των Γραμμάτων, ο άλλος από την εβδόμη των Τεχνών και το θέμα της συζήτησης ήταν ένα άρθρο που είχε γράψει ένα ζεύγος επιστημόνων με τίτλο που δεν θυμάμαι ,αλλά όχι και τα ονόματά τους: ήταν ο Timeo Danaos και η Dona Ferentes.
Μούφα. Σάτιρα. Μαϊμού.
Ο εκ της τάξεως των Γραμμάτων το καταδιασκέδαζε, ο Επτατεχνής έφριττε. Ο Κούταβος έχασκε. Ευειδής σερβιτόρα προσκόμιζε δυνατά ποτά και οι ανδρείοι της Ηδονής ασκούσαν κριτική στις επιγεύσεις και επαινούσαν την χάρη της.
Στα γύρω τραπέζια οι πότες, με το αφτί παντόφλα, έπιαναν σπαράγματα από τις έξυπνες ατάκες τους, κι από τα πάφα πούφα των σιγαρέττων μας, ο καπνός ήταν τόσος ανάμεσό μας, ώστε έμοιαζε να έχει μόλις αποχωρήσει πυροσβέστης με μάνικα που έσβησε μια γυμνή φλόγα καταμεσής.
Και τότε την είδα.
Αφήνοντας ένα φιλί στη φαλάκρα μου, αγκάλιασε τον Επτατεχνή από πίσω και φίλησε τα χέρια του Διανοητή, καθώς τα ηύθυνε προς το πρόσωπό της.
Τα μάτια της ωσάν γαλάζιος πάγος, το κουρλί μαλλί της κοντό και ξανθωπό, τα χείλη της έμπειρα και έμπυρα. Δεν είχε και πολλές ηγερίες η πόλη του Δειλινού τότενες.
Είπε στην σερβιτόρα «ό,τι πίνουν οι Κύριοι και Αυτός, κερνάω όσους γύρους αντέξουν» και έφυγε προς την μπάρα, απ΄όπου και μας κοίταζε έντονα. Ο Αυτός ήμουν εγώ.
Από τα βλέμματα που ανταλλάξαμε, ήταν προφανες ότι μας είχε πάρει στο παρελθόν και τους τρεις, ξεχωριστά, και έμοιαζε πολύ με την φωτογραφία της Donna Ferentes που κοσμούσε το άρθρο για το οποίο συζητούσαμε και έκειτο στο τραπεζάκι, καπνισμένο ,με σταγόνες αλκοόλ.
Δεν είχαμε χωρίσει ευγενικά. Γιά την ακρίβεια, με είχε λούσει στο έναντι «Ντορέ» με μια φραπεδιά παγωμένη.Προ μηνών.
Παραμέναμε σιωπηλοί, ο καθείς υπό την επήρεια ενός κύματος αναμνήσεων,ενώ η σερβιτόρα έσπαζε τον αμήχανο χρόνο φέρνοντας τους νενομισμένους γύρους ποτών, μόνον που πρόσφερε τα ποτά στους δυο τους, αφήνοντάς με άβροχο.
Δεν σχολιάσαμε ντιπ καταντίπ την διαδικασία. Ξεκινήσαμε άλλο θέμα, άσχετο, αλλά ήταν προφανές ότι ένα κύμα παλαιωμένου πάθους και εμπειριών, κυριαρχούσε στις σκέψεις μας.
Πέρασε η ώρα, αραίωσε ο κόσμος και είπαμε να το διαλύσουμε κι εμείς.
Οπότε, αισθάνομαι ρυάκια από δυνατό ποτό να κυλάνε στο πρόσωπό μου. Είχε έρθει πίσω μου και με περίχυσε με ένα μπουκάλι αλκοόλ, άηχη, αυστηρή και ήρεμη.
Μετά ,άφησε πάνω στο άρθρο του άδειο μπουκάλι και χάθηκε.
«Σα σκηνή από ταινία» θαύμασε ο Καλλιτέχνης. «Τυχερός» σχολίασε ο των Γραμμάτων. «Παλιά, θα σου΄ριχνε βιτριόλι»
Στην έξοδο, μας περίμενε ακίνητη.
Την πήρα αγκαζέ και φύγαμε.
