• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Τερρακότα από την Ετρουρία, 6ος πΧ αι.
Της Κίρκης η εγγόνα
Πάνος Θεοδωρίδης | 17.06.2016 | 03:34
Η γιαγιά μου η Κίρκη, στα τελευταία της και πριν την βουβάνει η εσχάτη των χειλέων πάρεση, η οριστική, εζήτησε την εγγόνα της, εμέ δηλαδή, να μου μιλήσει. Τα αδέρφια της , τον Αίολο και την Πασιφάη, μήτε να τα ιδεί ζωγραφιστά.
 
«Σε τα λέω βιαστικά, να προλάβω. Δεν είμαι αθάνατη. Ήμουν, αλλά επειδή ανάστησα τον Οδυσσέα με το πάθος μου, με δίκασαν οι Θεοί και με βάση το άρθρο «Η αθανασία ακυρώνεται εάν ο αθάνατος ζωντανέψει θνητό», την πάτησα.
 
Την ζωή μου δεν θα την μάθεις ποτέ διότι την έπνιξαν οι ανακρίβειες και τα κουτσομπολιά. Όταν ο γιός μου ο Τηλέγονος γύρισε με το ελληνικό εξπρές στο νησί μας, ερωτευμένος με την Πηνελόπη κι εγώ αρπάχτηκα σωματικώς με τον Τηλέμαχο, ως παιδάκι άκουγες παραμιλητά από δυο διπλανά κρεβάτια, και πίστευες πως ήμεσθεν οικογένεια γαμηόμαστε, αλλά κιχ δεν έβγαλα για να σου αλλάξω γνώμη.
 
Γι άλλο σε θέλω, άλλο να σου δείξω. Αισχρή συκοφαντία ήταν πως μετέτρεψα τους Συντρόφους Του σε γουρούνια. Ήταν γουρούνια εξαπανέκαθεν. Αγροίκοι, εκπέμποντες αέρια από όλαις των ταις οπαίς, φαγόνδιοι και ασελγείς, βρωμιαραίοι και συνεχώς λιαρδα.Και καμάκι στα παιδόπουλα, ακαταπαύστως.
 
Έρχεται ο Δυσσέας, τους βλέπει, τους διατάσσει «συνέρθετε,παλιοσειρές, μη σας συνέρθω» και αυτοί υπάκουσαν αμέσως.
 
Μετά, στο κρεβάτι, που εξήγησε πως η υπόληψή του, διεθνώς ακτινοβολούσα, δεν θα του επέτρεπε να παρουσιαστεί στους ραψωδούς ως ένας ηθικολόγος επίστρατος, βαρετός καραβανάς, που φρόντιζε το ασκέρι του.
 
Έπρεπε, κατά τον πιαρατζή του,έναν Όμηρο, να μιλά με Θεούς, τάχα να νοσταλγεί την πατρίδα και την κυρά του, που τηνε κοιμότανε όλοι οι Μνηστήρες αλλά ως δούλα και όχι ως Άνασσα.
 
Γι αυτό και με κατάφερε, με τετρίπια γλώσσης ,δακτύλων και της μαλαπέρδας του, ταπεινά να δεχτώ πως για τον κόσμον όλο θα ήμουνα μάγισσα και τροφός δεινών ,που θα υπάκουγα στον άντρακλά τον πελαγίσο.
 
Ευκή και κατάρα σε δίδω, να ραψωδήσεις τα έπεα του παπάκου σου, να κτίσεις μια Τηλεγονία. Εσύ, ευγενική κόρη των Αψίκορων Αυσόνων, που έχεις την Χάρι της Μούσας σου, που γνωρίζεις τις τέχνες της Μαλαγανιάς και το εξάμετρο, κάμε το και κράτησε την Μνήμη μου αΐδιον»
 
Βάρος το έχω που δεν συμφώνησα, και της απάντησα με χολερικές λέξεις, ενώ ήταν ανήμπορη να μιλήσει, πως δεν είμαι κανενός, πως θέλω να  ενωθώ με τις Σειρήνες να ανοίξουμε ρεζόρτ  για τους ναυαγούς της Χάρυβδης και να πειράζουμε τον θείο  μας τον Αίολο τρυπώντας με σουγιαδάκι τον ασκό του και να ψάχνει το φούιτ νυχτιάτικα, ψάχνοντας βουλκανιζατέρ στα μαύρα σκοτάδια.
 
Κλείνοντάς της τα μάτια, οι Θεοί αρέστηκαν και με ρώτησαν σε ποιό Μέλλον να με στείλουν.
 
Και διάλεξα να γίνω Νύμφη της μπερδεψοδουλειάς,του «ναι που γίνεται όχι» και ανάστροφα, αυτομάτως, και να με λένε όλοι «η Ψύχραιμη που χαμογελά χωρις αιτία καμιά» ανεβοκατεβαίνοντας αιώνες, εποχές, καιρούς και χώρες, όπου μου κάτσει ευκαιρία.
 
Δεν μου έδωσαν σταθερό όνομα.
 
Τελευταία συνηθίζω το «Γεροβασίλη».