• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Παιδιά της "μικρής Συρίας" του Μανχάταν, το 1903.
Η δική μου πρωτοχρονιά
Πάνος Θεοδωρίδης | 30.08.2015 | 04:04
Είμαι συγκινημένος που μεθαύριο, ημέρα Τρίτη, γιορτάζω, την δική μου πρωτοχρονιά.Είναι αρχή της Ινδίκτου, και το έτος ορίζεται ως επινέμησις, παίρνοντας το 5508 από κτίσεως κόσμου (και το 5509 άν ο μήνας είναι Σεπτέμβριος και πέρα) το διαιρείς με το δεκαπέντε και έχει το έτος από κτίσεως κόσμου. Ινδικτιόνα είναι δεκαπενταετής περίοδος που ξεκινά την πρώτη Σεπτεμβρίου.
 
Σε δυό  μέρες μπαίνουμε στο έτος 7524, ένατο έτος ινδικτιόνας. Ήταν μια φορολογική περίοδος που φρόντισε ως εικός να καπελώσει η εκκλησία με την δική της μεταφυσική, συνδυάζοντας τις δικές της γραφές με το χρονολόγιο. Αλλά δεν αναφέρομαι σ΄αυτά. Κάποτε γιόρταζαν πρωτοχρονιά τον Μάρτιο ή άλλους μήνες, ανάλογα με την αστρολογία ή τον κύκλο της παραγωγής που έβλεπαν να κυκλίζει.
 
Οι επέτειοι που αναθυμούνται οι άνθρωποι στον προσωπικό τους βίο, λειτουργούν ως στίγματα στο δέρμα. Τα ζευγαράκια τιμούν «τη μέρα τους», άλλοι πιστεύουν στα γενέθλιά τους, άλλοι σε αριθμούς, πεπεισμένοι πως τους χαράζουν αμετακλήτως.
 
Αλλά εγώ θυμάμαι πάντα τον Σεπτέμβριο, μαζί με τελείως αγνώστους μου, άλλους.
Ξέρω ότι βρίσκονται κάπου, και ευτυχώς δεν  μ΄ενδιαφέρει να τους γνωρίσω. Υποθέτω πως οι εραστές του Σεπτεμβρίου έχουν ο καθένας τον λόγο η την παράλογή τους αφετηρία. Δεν ερμηνεύεται τίποτε με επετείους και αριθμούς που καρφώνονται στις μέρες μας.
 
Στην περίπτωσή μου ,ίσως η προσκόλληση να έχει να κάνει με τα σχολειά που ανοίγουν, με την αόρατη εκδοχή του «κάτω μάγκες τα κεφάλια» ή «πίσω, στον πάγκο της γαλέρας».
 
Μου έρχεται η μυρωδιά του ξύλου που αποπνέει η ξύστρα ,αναμίξ με την πιο σκληρή οσμή του γραφίτη, οξύνοντας ένα μολύβι. Η προθυμία της νύχτας μέσα σε βάρκα να αποκαλύψει σε φαρδιές αμμουδιές τα κοπάδια από τις μουρμούρες  που αλιεύονται σε άκρα σιωπή ,περιμένοντας τα δυό χτυπήματα, της μεσηνέζας, καθώς το ψάρι αυτό παίρνει μαζί του το δόλωμα, ανάποδα στο ρεύμα,οπότε την πάτησες άν  την τραβήξεις με την πρώτη.
 
Από νήπιο, κάθε Σεπτέμβριο έχω πλήρη την επίγνωση πως περιβάλλομαι από τους άλλους.Ίσως επειδή η μάνα μου με έπαιρνε συχνά στην τάξη της και μ΄έβαζε να κάθομαι μπροστά, να ακούω το μάθημα, αφού δεν είχε που να με αφήσει. Ακόμη και σήμερα, κάθε Σεπτέμβριο, εκλαμβάνω τις ψηφίδες που καταγράφονται στο μόνιτορ, ως γραμμές από κιμωλία στον μαυροπίνακα, πολλά χρόνια πριν γίνει πράσινος.
 
Μυρίζω την τσάντα από χοιρόδερμα, να αποπνέει κασετινίλα, μπλε χαρτί καπλαντίσματος, ρινίσματα δίχρωμης σβήστρας και την όξινη αποφορά από ψωμοτύρι που ως ποντικός φύλαγα εν επαφή με τετράδια και βιβλία, ώσπου να το ρημάξω στο πρώτο διάλειμμα.Μαζί με τους φίλους μου, καθώς μας τριγύριζαν οι φτωχοί συμμαθητές μας, με λαστιχένια σοσόνια, εξαγριωμένα από την πείνα και την επωδό «δώσε ρε μια μπουκιά, δώσε»
 
Σήμερα, οι πρόσφυγες δεν μιλούν.
 
Στις πρώτες επινεμήσεις του Δημοτικού, σχολώντας, ρίχναμε καμιά κλωτσιά ποδοσφαιρική στη ρίζα του πέτρινου φράχτη, καθώς δεν είχε πατηθεί καλά η αυλή και από το σκάμμα περίσσευαν οστά και κρανία από τις οθωμανικές ταφές του βακουφίου των Εβρενός. Μερικά κρανία άντεχαν το κλωτσίδι επί μέρες, άλλα ήταν εύθρυπτα.
 
Οι τελευταίοι πελαργοί έφερναν στο ρολόι τα τελευταία φίδια της σεζόν, ενω μας τριγυρνούσαν δεκαοχτούρες και κάργιες. Ο μύθος ήθελε κάθε κεφάλι κάργας να διατιμάται μία δραχμή, σε άγνωστη υπηρεσία στην παλιά αγορά.
 
Τα΄χω αποτυπώσει όλα αυτά και μύρια άλλα, σε στίχους και πεζά, χρονογραφημένα ή στοιχειωμένα σε κάποια από τις λογοτεχνικες συμβάσεις που κατά καιρούς επικρατούσαν στο θυμικό μου, ως αποτελέσματα μιας συγγραφικής καταληψίας.
 
Ποτέ δεν τα είπα όλα. Δεν υπάρχει το όλον ,σε κανένα γράψιμο. Η γραφή είναι μια φυσική ωτασπίδα για να μη ακουστεί το απαίσιο τρίξιμο της κιμωλίας στον μαυροπίνακα. Είναι σαν θρόισμα του χάρτινου σκαλιστού που κοπάνησες στον τοίχο και το βλέπεις να κατεβαίνει προς το χώμα, δίπλα στου συμπαίκτη σου το αγγελάκι, για να το κερδίσεις ή να το χάσεις στον τζόγο της δεκαετίας του πενήντα, τότε που η Κορέα πάσαν εβόσκετο την Οικουμένην .
 
Και το απόγευμα, οι αγελάδες να  επιστρέφουν στο σταύλο τους από τους χωματόδρομους, ενώ το βράδι, από τα ανοιχτά παράθυρα, το μόνο φως να βγαίνει από το γυάλινο τζαμάκι των ραδιοφώνων, κιτρινωπό γιά τους φτωχούς, γαλαζοπράσινο γιά τους ευπόρους.
 
Γιορτάζω όθεν την δική μου πρωτοχρονιά, την εμπνευσμένη από ρωμαϊκές φορομπηξίες. Διότι τις πρόσφατες, τις περσινές, τις φετεινές και του αντίχρονου, ξέρω πως παιδεύουν εκατομμύρια  ανθρώπων, που έχουν δεθεί με το κινητό τους, καθώς κυκλοφορούν στους δρόμους και πάντα λαθεύω, νομίζοντας ότι παραμιλούν.