• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Το φινάλε από το Underground του Κουστουρίτσα.
Φωνή βοώντος στη Νίκαια
Πάνος Θεοδωρίδης | 08.03.2015 | 04:26
Όταν το 1261, ο μέγας δομέστικος Στρατηγόπουλος κατάφερε με οκτακόσιους στρατιώτες, κυρίως Κουμάνους, να πάρει την Πόλη, χάρη στην προθυμία μερικών θεληματαρίων που του έδειξαν ένα μυστικό πέρασμα στην πύλη των Πηγών, οι Βενετσιάνοι ζάρωσαν, οι Γενουάτες έδωσαν σιχαρίκια στον εαυτό τους που συμμάχησαν με τους νικητές,οι Μογγόλοι σταμάτησαν να χτυπάνε ωσάν το χταπόδι τους Βουλγάρους,  οι Ηπειρώτες μαζεύτηκαν και στη Νίκαια άρχισαν χαρές και πανηγύρια.
 
Η ανακατάληψη έγινε κατακαλόκαιρο και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, τύφλωσε τον μικρό συμβασιλεα του τον Λάσκαρη, και την Τρίτη εβδομάδα μπήκε θριαμβευτής και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Αρσένιο.
 
Την ομοψυχία και τις τρελίτσες περί επιστροφής στα ιερά και στα όσια, διέκοπτε ο θρήνος και ο κοπετός που έβγαινε από ένα αρχοντικό: ο Μιχαήλ Κακός, που όλοι τον ήξεραν ως Σεναχηρείμ, λόγιος, ασηκρήτης και σχολιαστής του Ομήρου, τράβαγε τα γένια του και μοιρολογούσε: κανένα καλό δεν περιμένει το Γένος των Ρωμαίων, τώρα που πήραμε την Πόλη!
 
Στον γκρινιάρη διανοούμενο δεν έπεσε καμία τιμωρία.Απεναντίας τιμήθηκε με τη θέση του ανώτατου δικαστή, μια θέση που έμενε δεκαετίες κενή.
 
Το πολύ πολύ να τον αποκάλεσαν «κακό» επειδή στράβωνε εκεί που οι άλλοι ευθυμούσαν και ευθυδρομούσαν. Διότι ο βαρυκουλτουριασμένος ήξερε.
 
Η ανάκτηση της Πόλης θα είχε νόημα εάν το Δεσποτάτο της Άρτας  είχε ηττηθεί και όχι απλώς ταπεινωθεί, εάν οι Φράγκοι έβαζαν μυαλό μετά την ήττα της Πελαγονίας και εάν οι Βούλγαροι στο νέο κράτος τους δεν ήταν τόσο δυνατοί.
 
Η Νίκαια υπερτερούσε, αλλά το ατίμητο πετράδι μιάς ρημαγμένης Πόλης ,ολιγάνθρωπης, που κάπνιζαν ακόμη τα ερείπια από τους μαχαλάδες των Βενετσιάνων, όπως την κατέλαβαν λίγοι Κουμάνοι, μπορεί να πάθαινε τα ίδια από επίσης ολίγους ψυχωμένους του Μανφρέδου ή μισθοφόρους των ορέων.
 
Η δύναμη του κράτους της Νικαίας, έπρεπε να επικεντρωθεί στην Πόλη που ήταν συμβολικά η ίδια η χώρα. Χωρις θεσμούς και παράτες, με ανάκτορα χάρβαλο, με παραχωρήσεις και ατέλειες σε κάθε έμπορα που πόδιζε στις σκάλες της, η Βασιλεύουσα θα αφαιρούσε πόρους και ανθρώπους υπέρ της φιγούρας και του κύρους, και δεν θα έφερνε έσοδα.
 
Αυτούς τους Πόρους που δεν υπάρχουν σκεφτόμουνα και στην περίπτωσή μας, την σύγχρονη.
 
Σφίγγουμε τα λουριά σε αποθέματα ταμείων και οργανισμών, ετοιμαζόμαστε να στείλουμε ωρομισθίους ντυμένους τουρίστες (θεληματάριους) γιά να συλλαμβάνουν τις υπεξαιρέσεις του ΦΠΑ, αλλά η αδέκαστη Δικαιοσύνη, τηρώντας Νόμους που δεν αποφάσισε η ίδια, αλλά οι νομοθέτες στου Κασίδη το κεφάλι, επιτρέπουν σε πενηντάρηδες γονείς με ένα τέκνο, υπέρ της ισότητας των δύο φύλων, να βγαίνουν συνταξιούχοι στα πενήντα.
 
Το κόστος, ιλλιγγιώδες, ως προς του ταλαιπώρου κράτους μας την φτώχεια.
 
Αλλά πήραμε την διακυβέρνηση και αυτό μετράει.
 
Θα τηρήσουμε την νομιμότητα, διότι εμείς έχουμε καθαρό κούτελο.
 
Κι ας έχει στείλει η Ελλάδα που μπορεί, όλα της τα λεφτά στο εξωτερικό. Μεγάλα ποσά, πράγματι μεγάλα.
 
Έγραψα κι αυτό το πιττάκιν, κι έπειτα πήρα να προσθέσω σε ένα διήγημα τα αρτύματα της αναγνωσιμότητας: να βάλω τους ήρωες να τρώνε, να πίνουν, να αρωματίσω τα δωμάτιά τους,να περιγράψω τι φορούν και τι ποθούν,  να χωρίσω το κείμενο σε πολλές παραγράφους, επειδή ο αναγνώστης βλέπει το ενιαίο κείμενο ωσάν μπούνκερ του τείχους του Ατλαντικού, ενώ άν το μοιράσεις σε ζαρντινιέρες, μπορεί και να βγάλει βόλτα το μυαλό του.
 
Προτίμησα να κουρταλήσω την πόρτα του Σεναχηρείμ, καθώς είχα καιρό να τον επισκεφθώ, τον γερο-δικαστή. Δε μου άνοιξε.
 
Ακόμη θρηνεί, 754 χρόνια μετά την συμφορά που τον βρήκε.