05.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
03.07.2017
02.07.2017
01.07.2017
01.07.2017
30.06.2017
30.06.2017
30.06.2017
29.06.2017
29.06.2017
• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
•
Αλέξανδρος Σύρρος | 05.07.2017
•
Panos Dodis | 05.07.2017
•
Georgia Drakaki | 05.07.2017
•
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
•

Πρέπει να διαφυλάξουμε το μυστήριο
Ο βιολιστής και συνθέτης Λούις Σπορ (1784-1859), αφηγείται πως το 1808 έτυχε να βρεθεί στο σπίτι όπου κατοικούσε ο Μπετόβεν, και παρακολούθησε την πρόβα ενός καινούργιου Τρίο [για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο σε ρε μειζ., έργο 70 αρ. 1, που οι Βιεννέζοι το παρονόμασαν πάραυτα «Στοιχειωμένο Τρίο»]: «Σίγουρα δεν ήταν ευχάριστη εμπειρία. Πρώτ’ απ’ όλα το πιάνο ήταν φριχτά ξεκούρδιστο, πράγμα που δεν ενοχλούσε καθόλου τον Μπετόβεν, αφού αδυνατούσε να το ακούσει. Ελάχιστα ή τίποτα δεν απέμενε από τη λαμπρή τεχνική που άλλοτε θαυμάστηκε τόσο πολύ. Στα δυνατά μέρη ο καημένος ο κουφός σφυροκοπούσε τα πλήκτρα συντρίβοντας ολόκληρες ομάδες από νότες σε βαθμό που αν κανείς δεν είχε μπροστά του την παρτιτούρα, έχανε το αίσθημα της μελωδίας. Συγκινήθηκα βαθιά από όλη αυτή την τραγωδία. Η μόνιμη μελαγχολία του Μπετόβεν δεν έκρυβε πια για μένα κανένα μυστήριο». Για τον μουσικό ακαδημαϊσμό του Σπορ, η ριζοσπαστικότητα πολλών μπετοβενικών σελίδων ήταν τερατόμορφη κακογουστιά (σ’ αυτές περιελάμβανε και την «Ωδή στη χαρά» της Ένατης Συμφωνίας). Ο Σπορ εξέφραζε όμως μόνο μια μερίδα ακροατών. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1813, ο E.T.A. Χόφμαν σε ένα ιστορικό μουσικοκριτικό σημείωμα, αναγνωρίζει και χαιρετίζει στα δυο Τρίο του έργου 70, την ανατρεπτική ανθοφορία του μουσικού ρομαντισμού. Τη διετία 1809-11 που ο Μπετόβεν ασχολούνταν με τη σύνθεση των δυο Τρίο του έργου 70, έριχνε παράλληλα στο χαρτί διάφορα προσχέδια και ιδέες, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν, για μια όπερα βασισμένη στον σαιξπηρικό Μακμπέθ. Τα δυο κρατικά θέατρα της Βιέννης πρωτοανέβασαν μεταφρασμένο στα γερμανικά, και, κατά το φιλελεύθερο συνήθειο της εποχής, διασκευασμένον Σαίξπηρ, σποραδικά, προς το τέλος του 18ου αιώνα. Στα πρώτα χρόνια του Μπετόβεν στη Βιέννη, ο Σαίξπηρ εξακολουθεί να μην παίζεται συχνά. Φαίνεται πως ο Μπετόβεν από το 1793 ως το 1808 παρακολούθησε ισάριθμες παραστάσεις τεσσάρων σαιξπηρικών έργων σε γερμανική μετάφραση-διασκευή: τα Πολύ κακό για το τίποτα, Ο Βασιλιάς Λιρ, Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ και Ο Μακμπέθ. Ο Μακμπέθ ανέβηκε το 1808 σε μετάφραση-διασκευή του Φρίντριχ Σίλερ και φαίνεται πως έδωσε στον Μπετόβεν το πλούσιο και δραστικό ερέθισμα να σκεφτεί τη σύνθεση όπερας που να βασίζεται στην τραγωδία του Σαίξπηρ, να αρχίσει να συνεργάζεται με τον δραματουργό-λιμπρετίστα Χάινριχ Γιόζεφ φον Κόλιν για το λιμπρέτο και να σημειώνει προσχέδια της ουβερτούρας. Μέρος των προσχεδίων βρίσκεται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, στο ίδιο σημειωματάριο με τα προσχέδια της Ποιμενικής Συμφωνίας αλλά και ενός άλλου έργου, του γνωστού «Στοιχειωμένου Τρίο». Ο αιτιώδης συσχετισμός του ζοφερού Μακμπέθ με το θέμα του Largo assai ed espressivo, του δεύτερου, του «στοιχειωμένου» μέρους του Τρίο, όπως αυτό απλώνεται και από μικρός σπόρος πόνου γίνεται με μια ασύλληπτη, ομηρικής πνοής διαστολή και αύξηση θάλασσα ψυχικής απελπισίας που το πλάτος και τα απόκρημνα έγκατά της σκεπάζουν όλον τον κοσμικό ορίζοντα ̶ όση έκταση αγκαλιάζει μέσα στον αιθέρα ανθρώπου μάτι, ̶ άλλοτε κρίνεται υπαρκτός και άλλοτε όχι. Γεγονός παραμένει ότι τούτες οι μουσικές κειμενικές υπάρξεις διαιωνίζουν τη γειτονία τους στο ίδιο τετράδιο εργασίας μετέχοντας στην ίδια αινιγματική αχλή.
Senza misura
Ο ύπνος χωρίστηκε απ’ τη νύχτα σα βιβλίο που έκλεισε. Βρέθηκα στο πλατύ πεζοδρόμιο του πάρκου που το λεν και πάρκο της ανομίας. Ο παγωμένος αέρας ησύχαζε ακατοίκητος, τον κατοικούσαν μονάχα άτονα περάσματα ίσκιων που βραδυπορούσαν σοδιάζοντας το αγιάζι και ξαναχάνονταν στις τρώγλες τους πίσω απ’ τα σύθαμνα. Τα δέντρα ξεπροβόδιζαν ακόμα το μυστήριο της νύχτας, μιας νύχτας παραμονής Χριστουγέννων του 2016. Αστέρια δεν υπήρχαν και το μεγάλο άστρο δεν φαινόταν πουθενά. Το φεγγάρι στη χάση - και μόνο γυαλοκοπούσαν από κάποια αστάθμητη εναλλαγή φωτός ανάμεσα στα μυρισμένα χόρτα του χειμώνα ψηφίδες κοφτερές που ξεστρατίσαν απ΄το σχέδιο του τεχνίτη. Η λεωφόρος έπλεε αργά προς όλο και πιο σκοτεινή περιοχή εκεί όπου η μονοχρωμία καταργεί την προσδοκία αφετηρίας ή τέρματος – τερίμπιλις εστ λόκους ίστε. Δίπλα μου ψιθυρίζοντας μιαν ακατάληπτη γλώσσα σύρθηκε μια σκιά. Σα να ήταν ένας άνθρωπος κλαδί άγνωστου δεντρού ή πλασμένος απ’ τον Τζακομέτι κοντά μονοδιάστατος ψηλώνοντας και ψηλώνοντας απελπισμένα με γύρω του ένα εκτόπισμα τρόμου και κινδύνου που η λογική μου το δεχόταν και το αίσθημά μου το αρνούνταν και γύρισα να τον κοιτάξω καλύτερα μες στην αβεβαιότητα πώς να φερθώ. Ήταν νέος ίσαμε είκοσι δυο χρονών, γιατί αυτό που τον έκλεβε απ΄ τα γερατειά ήταν ένα πλάσιμο της φιγούρας του αέρινο σαν γοργό φτεροκόπημα άγγελου της καταστροφής που άρπαζε παραπλανητικά το βαρίδι των χρόνων απ’ την όψη του. Το ρούχο του, όπου έπλεε η λιπόσαρκη κοψιά του, τον τύλιγε δισταχτικά σαν ξένο και από κάποιο σημείο, κάποια κρυφή έξοδο του υποχθόνιου λαγουμιού που ήταν η ύπαρξη αυτού του ανθρώπου βγήκε μια ψιλή ψιλή φωνίτσα βαλαντωμένης γκάιντας που μιλούσε ελληνικά, παρατονισμένα ελληνικά από αυτά που μαθαίνουν οι άγγελοι στον ύπνο τους: «Εσύ γριά – τι θέλεις λεφτά – δώσε – αύριο σήμερα πεθαίνεις, έλα, δωσ’ τα». Και ξανά. Και να φώναζα βοήθεια δεν θα είχε σημασία – κανείς δεν θα ερχόταν. Ύστερα έψαχνα να βρω έναν τρόπο να απομακρυνθώ απωθώντας τον χωρίς να τον μετακινώ απ΄τη θέση του – μια μαγνητική αλληλοάπωση και έλξη συνάμα που τη φανταζόμουνα καλά, μου φαίνονταν η πιο αξιότιμη, αλλά δεν έβρισκα τον παραμυθένιο τρόπο να την πραγματώσω. Όμως όλο με πλησίαζε με την γαλιφιά του φιδιού που ορθώνει την απειλή του κεφαλιού του και ξάφνου χυμάει και αγκυλώνει θανάσιμα. Τότε μετρώντας αμήχανα με τα δάχτυλά μου καλοσύνες και κακίες στο βάθος της τσέπης μου, έπιασα αναπάντεχα την παλιά παιδική σφυρίχτρα που κουβαλούσα πάνω μου απ΄την εποχή των σεισμών και της καταστροφής, και σαν είδος ανταρσίας κι απόκοτης ισχυρογνωμοσύνης των παιδικών μου χρόνων που επέμεναν κι επέμεναν σε αθώα όπλα ανύπαρκτα και σε δαβίδ που εξόντωναν γολιάθ, την έφερα στα χείλια μου και σφυρίζοντας μ’ όλη μου τη δύναμη συνειδητά και με τη φαντασία μου, όλη την έντασή της που την ένιωθα να πυργώνει, τον περιτύλιξα με την ισχύ ενός ήχου ακαταμάχητου που σήκωνε νεκρούς απ’ το μνήμα. Τον είδα να ζαρώνει σαν το σάλιαγκα που κάποτε απόβροχα στο περιβόλι αλάτισα μικρή και είδα τη μαλακιά παράξενη ζωή του να μαραγκιάζει και να σβήνει πριν γίνει λιώμα μπροστά στα απορημένα μάτια μου. Μόνο ζάρωσε λοιπόν δεν τον σκότωσα και καθώς στον απόηχο του εξαίσιου σφυρίγματος που συγκλόνισε σαν συστοιχία παλλόμενων αυλών εκκλησιαστικού όργανου όλον τον μουντόν χριστουγεννιάτικον χειμώνα, μια άξαφνη αυλαία πουλιών υψώθηκε απ΄τα δέντρα του πάρκου και μετέωρη πιτσίλισε με καινούργιους πρωτάκουστους ήχους τον νέον πρωινόν αέρα, αυτός ο τύπος χάθηκε όπως είχε φανεί, μα τώρα πίσω απ’ την νικηφόρα περιπολία των χριστουγεννιάτικων δέντρων όπου βρεθήκαμε χαμένοι κι απορημένοι κ’ οι δυό μας με διαφορετικό τρόπο – των ελάτων που κουβαλούν για την αθηναϊκή αγορά και ακουμπούν κάθε χρονιά με τα πρώτα κρύα κοντά στα νικολοβάρβαρα οι καλλιεργητές απ΄τον Ταξιάρχη Χαλκιδικής στο πεζοδρόμιο του Πεδίου του Άρεως.

Tags: