• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
“Death of Procris”, Piero di Cosimo, ca 1500-1510
Προς το Σκοτάδι
Έλση Σαράτση | 05.07.2015 | 15:43
ΣΥΝΤΟΜΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 
(όλα τα παραθέματα από το τερπνό αφήγημα της αστροφυσικού Μόνικας Κόλπι
«Μαύρες Τρύπες που εξαχνώνονται – το χαμένο στοίχημα του Στίβεν Χόκινγκ», Εκδόσεις Άγρα, 2005)
 
«…Θα αναζητήσουμε τόπους όπου η βαρύτητα λαμβάνει ακραίες τιμές, από όπου ούτε το φως δεν μπορεί να βρει τρόπους διαφυγής: είναι οι Μαύρες Τρύπες, κόσμοι της κρυμμένης μνήμης».
 
 «…Όταν σχηματιστούν οι Μαύρες Τρύπες, είναι μυστηριώδεις. Μυστηριώδεις , επειδή αν ιδωθούν απ’ έξω, δεν επιτρέπουν να διαφύγει τίποτε που θα μπορούσε να μαρτυρήσει με ποιό τρόπο δημιουργήθηκαν ούτε ποια αντικείμενα παγίδευσαν εντός τους: αν πρόκειται για σκόνες, νέφη αερίων, φεγγάρια ή άστρα, κοτόπουλα ή μάγισσες με τις σκούπες τους. Έλκουν εντός του ορίζοντα γεγονότων τους οποιαδήποτε δυνατή πληροφορία και καθίστανται συμμετρικοί κόσμοι κρυμμένης μνήμης».
 
«…οι Μαύρες Τρύπες δεν είναι αμετάβλητα άστρα, αλλά εξατμίζονται με αργό ρυθμό, καθώς μετατρέπονται σε φως. Ωστόσο ακόμη δεν γνωρίζουμε αν αυτό το φως μεταφέρει ή δεν μεταφέρει μνήμη, δηλαδή πληροφορίες της ιστορίας σχηματισμού της Μαύρης Τρύπας».
 
«…Στο κέντρο μιας Μαύρης Τρύπας δημιουργούνται συνθήκες παρόμοιες με εκείνες που επικρατούσαν στο σύμπαν τη στιγμή του Bing Bang, της μεγάλης αρχικής έκρηξης.  Τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης δημιουργείται ο χρόνος, ο χώρος διαστέλλεται επεκτεινόμενος και η ύλη δεν είναι παρά ένα αρχέγονο κοσμικό ρευστό που βρίθει από στοιχειώδη σωματίδια. Στη διάρκεια εκείνων των πρώτων στιγμών, οι φυσικοί νόμοι του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, είναι ημιτελείς:  πρέπει να συγχωνευτούν σε μια νέα θεωρία ικανή να περιγράψει τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις στις οποίες υπόκεινται σωματίδια και αντισωματίδια, κουάρκ και αντικουάρκ, πριν να μετασχηματιστούν σε άστρα, νέφη, φεγγάρια, γαλαξίες, δημιουργώντας το σύμπαν που παρατηρούμε».
 
 «…Αν ο χρόνος t αντιστρέφεται σε χρόνο  -t, εισερχόμαστε στο παρελθόν, όπου τίποτε δεν μπορεί να τροποποιηθεί, όπου κάθε γεγονός συνδέεται με το επόμενο και το προηγούμενο με μονοσήμαντο “αιτιώδη” τρόπο. Τι είναι το παιχνίδι της μνήμης ; Είναι η ανασύνθεση του παρελθόντος από τη γνώση του σήμερα, με βάση το σύνολο των γνώσεων που κατέχουμε, και κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μονάχα αν η πληροφορία που αφορά το σύστημα είναι πλήρως προσπελάσιμη. Η πληροφορία δεν είναι πάντα πλήρης. Συχνά είναι μόνο εν μέρει, γιατί στο πέρασμα του χρόνου τείνει να διασκορπίζεται στο σύμπαν, το οποίο δεν είναι ορατό στην ολότητά του. Σε άλλες περιπτώσεις,  η πληροφορία φυλάγεται σε κάποιο απομονωμένο μέρος, έτσι που κατά την εξερεύνηση του σύμπαντος μπορούμε να οδηγηθούμε, από καθαρή τύχη, σε απρόσμενες ανακαλύψεις. …Ενίοτε η πληροφορία κρύβεται πίσω από τον ορίζοντα γεγονότων μιας Μαύρης Τρύπας!»
 
 
 
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 
Τον Απρίλιο του 1815, στα μακρινά Μακάσαρ και Σουμάτρα, στην Ινδονησία, αφηγούνται οι σύγχρονες περιγραφές, οι κάτοικοι άκουσαν μακρινούς κανονιοβολισμούς: ήταν η αρχή της φοβερής έκρηξης του ηφαιστείου του όρους Ταμπόρα, 380 αλλά και 2600 χιλιόμετρα μακριά τους, που απελευθέρωσε ενέργεια τέσσερις φορές περισσότερη από την έκρηξη του διασημότερου Κρακατόα, βύθισε για δυο μερόνυχτα σε πίσσα σκοτάδι την περιοχή σε ακτίνα 600 χιλιομέτρων, ύψωσε την εκρηκτική στήλη ως τη στρατόσφαιρα, έπνιξε τον τόπο στη λάβα και την τέφρα, προκάλεσε τσουνάμι και απόλυτη καταστροφή, ακόμα και 100000 νεκρούς, αναστάτωσε το κλίμα, έφερε λιμό στη Βόρεια Αμερική και Βόρεια Ευρώπη, μετακινήσεις πληθυσμών λόγω σιτοδείας αλλά και επιδημία τύφου. Έγινε αιτία, με τη συνεπικουρία και άλλων παραγόντων του κλίματος, για γενική πτώση της θερμοκρασίας στο βόρειο ημισφαίριο, με αποτέλεσμα το «χαμένο καλοκαίρι» του 1816. Μαζί με τις προφητείες Ιταλού αστρονόμου ότι ο ήλιος θα έσβηνε στις 18 Ιουλίου, την ένταση των ηλιακών κηλίδων, τις συνεχείς καταιγίδες, την βαριά συννεφιά, την έκλειψη ηλίου του Ιουνίου, όπου πράγματι ο ήλιος έμοιαζε να χάθηκε από τον ουρανό, τις απρόσμενες χρωματικά λονδρέζικες δύσεις, από το πορτοκαλί ως το βαθυκόκκινο και το βιολετί (εικάζεται πως αποτυπώθηκαν στην παλέτα του Τέρνερ), πυροδότησε μαζική υστερία για το επικείμενο τέλος του κόσμου και του χρόνου.
 
Την ζοφερή αυτή εποχή, ο Λόρδος Βύρων βρίσκεται στη Γενεύη, στη Βίλα Ντιοντάντι, με θέα τη Λίμνη Λεμάν, τα βουνά του Γιούρα, και με καλή συντροφιά το ζεύγος Πέρσι Μπις και Μαίρης Σέλι. «Ποιήματα παίζουσιν» σε κλίμα δημιουργικής ευφορίας. Η Σέλι τον διάσημο «Φρανκενστάιν», ο Μπάιρον, ανάμεσα σε άλλα, το «Το όνειρο», το «Προμηθέας» αλλά και το «Σκοτάδι» (αρχικός χειρόγραφος τίτλος «Ένα όνειρο», όπως πληροφορεί ο τρίτος τόμος των «Συμμίκτων» του Βύρωνα, στον εκδότη Τζον Μάρεï, 1837, όπου το ποίημα περιλαμβάνεται στα «Ποιήματα εξ αφορμής» -Occasional Pieces). Σε διπλανό ποίημα («Το μνήμα του Τσέρτσιλ», με υπότιτλο «Ένα γεγονός με ακρίβεια αποδοσμένο» - A fact literally rendered), στην ίδια έκδοση, ο Μπάιρον δηλώνει σε σημείωση: «Το ποίημα που ακολουθεί (όπως τα περισσότερα που έχω πειραθεί να γράψω), θεμελιώνεται σε αληθινό γεγονός».  Όταν ο Μπάιρον γράφει το «Σκοτάδι», η είδηση για την έκρηξη του Ταμπόρα δεν έχει φτάσει στην Ευρώπη – οι πληροφορίες έχουν τότε την ταχύτητα των ιστιοφόρων και των γεγονότων προηγούνται κατά κανόνα οι επιπτώσεις τους. 
 
 
 
ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΦΥΣΙΚΟΥ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΥ
 
Στην πλήρη αταξία μιας μετακόμισης, ψάχνοντας τις αφορμές του «Πόρφυρα» του Σολωμού, ανοίγω τυχαία μικρό βιβλίο του 1976, με παραφουσκωμένο τίτλο, και υπότιτλο «Δοκίμιο για τον Δ. Σολωμό», και πέφτω στη σελίδα 17 σε κομμάτι  ποιήματος του Μπάιρον. Τυπογραφικά λάθη και ο σχολιασμός για «ηδονικό ρίγος που διατρέχει την ερήμωση»,  δεν με σταματούν: τέτοια είναι η γροθιά στο στομάχι, όπως συνήθιζε να αναφωνεί άλλοτε η έγκυρη κινηματογραφική κριτική, που λαβαίνω από την διαμαντένια  χάραξη του εφιάλτη που χαράζουν οι λίγοι στίχοι. Ανατρέχω στο αγγλικό πρωτότυπο. Όσο μπόρεσα να ψάξω, το ποίημα δεν πέρασε ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Μεταφράζω το ποίημα, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Συμμαζεύοντας τα υλικά της μετάφρασης ξαναπέφτω σε άλλη σελίδα του μικρού βιβλίου του 1976, όπου με ενδιαφέρον  διαπιστώνω πως όχι μόνο το κεντρικό – και συγκλονιστικό – επεισόδιο του σκυλιού που φυλάει τον πεθαμένο αφέντη του (και σημαδιακό – γνωρίζουμε πως ο Μπάιρον λάτρευε τα σκυλιά), παρανοείται κωμικά – η φράση all save one (όλα παρεχτός ένα) μεταφράζεται όλα να σώσουν κάποιον με αποτέλεσμα να ακολουθεί μια απίθανη παταφυσική επιχειρηματολογία, ένα απαρομοίαστο  λαμπικάρισμα της (ρομαντικής) πεμπτουσίας, καθώς  έλεγε κι ο Ραμπλέ, αλλά και να καταλήγει το όλον, με τη σύγχυση προσώπων και ζωντανών και πραγμάτων σε Τρεις– σε– μια –βάρκα –χώρια– ο– σκύλος.
 
 
 
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ
 
Το «Σκοτάδι» είναι ένα μοναδικής οραματικής και γλωσσικής ενάργειας πολύστιχο ποίημα, με μιλητό ρυθμό ιαμβικού πεντάμετρου, με ρυθμική αγωγή που αραιώνει και πυκνώνει κατά την οικονομία του οράματος, με τον δικό του χωροχρόνο, τους δικούς του φυσικούς νόμους, με αφορμές, χωρίς παρελθόν, εκρηκτικό παρόν και βέβαιο μέλλον. Με την ακραία κοσμική βαρύτητα μιας Μαύρης Τρύπας. Που όπως όλες οι Μαύρες Τρύπες, κατά την καίρια διατύπωση της  Μόνικας  Κόλπι, «δεν επιθυμεί παρά να ξεφύγει από την τόσο ακραία βαρύτητά της για να μεταμορφωθεί σε μια ανάμνηση από φως».
 
Το στοίχημα κερδήθηκε με τον ερχομό του ποιήματος σε γλώσσα ελληνική, – στο φως.
 
 
 
Λόρδου Βύρωνος
Σκοτάδι
 
Είδα ένα όνειρο, που δέν-ηταν όλο όνειρο.
Ο φεγγοβόλος ήλιος είχε σβήσει, και τ’ αστέρια
κι αυτά σκοτεινά πλανιούνταν στο αιώνιο στερέωμα,
άφεγγα, και αδιάβατα, και η παγωμένη γη
ταλαντευόταν μαύρη και τυφλή στον αφέγγαρο αέρα·
ερχόταν και έφευγε η αυγή – κι ερχόταν, και δεν έφερνε τη μέρα,
και οι άνθρωποι λησμόνησαν τα πάθη τους με τον τρόμο
της απόγνωσης αυτής· και όλων οι καρδιές
έγιναν κρύα πέτρα που προσεύχονταν με ιδιοτέλεια για φως:
και εκατάντησαν να ζουν βιγλίζοντας φωτιές – και οι θρόνοι
οι βασιλικοί και τα παλάτια –οι καλύβες,
οι κατοικίες όλων των πλασμάτων που κάπου κατοικούν,
καίγονταν για δαδί· οι πολιτείες αφανίζονταν,
και οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω στα σπίτια τους που φλέγονταν
για να ιδούν για άλλη μια φορά το πρόσωπο ο ένας του αλλουνού·
ευτυχισμένοι ήσαν όσοι κατοικούσαν μια ανάσα
από ηφαίστεια, με τη βουνίσια τη λαμπάδα τους:
μια ελπίδα γεμάτη τρόμο ήταν ό,τι απόμεινε στον κόσμο·
δάση πυρπολούνταν – μα ώρα με ώρα
γκρεμίζονταν και χάνονταν – και οι κορμοί ραγίζοντας
έπεφταν κι έσβηναν με πάταγο – και όλα μαύριζαν.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων με της απελπισίας το φως
φωτίζονταν αλλόκοτα, καθώς τα χτύπαγαν απανωτά
οι λάμψεις· άλλοι ξάπλωναν καταγής,
κρύβαν τα μάτια τους και κλαίγαν· και άλλοι πάλι
στήριζαν το σαγόνι στις σφιχτές γροθιές τους,  και χαμογελούσαν·
κι άλλοι χυμούσαν πάνω κάτω, να θρέψουν
τις νεκρικές πυρές με φρύγανα, και αναβλέπαν
τρελαμένοι από την έγνοια στον ανήλιο ουρανό,
το μαύρο κρέπι του πεθαμένου κόσμου· και πάλι
με κατάρες χαμήλωναν στη γη στο βλέμμα,
και έτριζαν τα δόντια τους και ουρλιάζαν:
τα όρνια κρώζαν και, τρομαγμένα, έφτασαν να πετούνε καταγής,
ανοιγοκλείνοντας τα άχρηστα φτερά τους· τα αγριότερα αγρίμια
ημέρεψαν περίτρομα· και οχιές σέρνονταν
και τυλίγονταν ανάμεσα στο πλήθος,
συρίζοντας, μα άκεντρες  – τις εσκοτώναν για τροφή.
Κι ο Πόλεμος, που προσώρας έπαψε,
ήρθε και  χόρτασε ξανά: λίγο φαγί
αγοράζονταν με αίμα, και ο καθείς χώρια εχθρεύοντας
τύλωνε μέσα στο ζόφο: αγάπη δεν απόμεινε·
όλη η γή δεν ήταν παρά μια σκέψη – κι αυτή ήταν θάνατος
γρήγορος και άτιμος· κι ο πόνος
της πείνας τρεφόταν με ολονών τα σωθικά – οι άνθρωποι
 πεθαίναν, και των νεκρών τα κόκαλα
άταφα έμεναν όπως και οι σάρκες·
οι ισχνοί κατασπαράζαν τους ισχνούς,
ως και τα σκυλιά χυμούσαν στον αφέντη τους, όλα παρεχτός ένα,
κι αυτό απόμενε πιστό σε ένα πτώμα, και κράταγε μακριά του
όρνια και κτήνη και λιμασμένα πλάσματα,
μέχρι που όλα τ΄άδραχνε η πείνα, ή τα λιπόσαρκα σαγόνια τους
άλλους ορέγονταν που πέφτανε νεκροί· τροφή αυτό δεν ορεγόταν,
μα μ΄ένα παραπονεμένο κι ατελείωτο βογγητό,
και μια μικρή παντέρημη κραυγή, το χέρι γλείφοντας
που μ΄ένα χάδι δεν αποκρινόταν – πέθανε.
Το ανθρωπομάνι το θέριζε στο διάβα του ο λιμός· μα νά
που δυο από πολιτεία απέραντη εζήσαν,
και ήταν εχθροί : συναντηθήκανε δίπλα στη στάχτη
που ψυχορραγούσε ενός βωμού
που πάνω του είχαν σωρευτεί πράγματα άγια
για χρήση ανόσια· ανάδευαν
και τρέμοντας εξύναν με τα κρύα σκελετωμένα χέρια τους
την ξέψυχη τη στάχτη, και η ξέψυχη ανάσα τους
φυσούσε λιγοστή ζωή, κι άναβε λίγη φλόγα
που ήταν χλευασμός· μετά, τα μάτια τους
σηκώσαν και καθώς το φως δυνάμωσε,
οι δυο τους κοιταχτήκαν – είδαν, και ουρλιάξαν, και πεθάναν –
από την ίδια την ασχήμια τού ενός και  τ΄αλλουνού πεθάναν,
χωρίς να μάθουν ποιος ήταν αυτός όπου στο πρόσωπό  του
ο Λιμός έγραψε Δαίμονας αλιτήριος κι Εχθρός. Ο κόσμος άδειασε,
ο πολυάνθρωπος κι ο κρατερός ο κόσμος έγινε άμορφος πηλός,
άχρονος, χέρσος, άδεντρος, άψυχος, άζωος –
πηλός θανάτου – χάος φρυγμένης λάσπης.
Ποτάμια, λίμνες κι ο ωκεανός, όλα ακίνητα,
με τίποτα στο σιωπηλό το βάθος τους να μη σαλεύει·
Καράβια ακυβέρνητα σαπίζανε στον πόντο,
Πέφτανε τα κατάρτια τους  συντρίβονταν: και καθώς βύθιζαν
Κοιμούντανε στην άβυσσο που δεν εσάλευε –
τα κύματα ήταν πεθαμένα· οι παλίρροιες νεκρές στο μνήμα τους,
η σελήνη, η κυρά τους, είχε ξεψυχήσει από πιο πριν·
οι άνεμοι είχαν μαραθεί στον στεκάμενο αέρα,
και τα σύννεφα χαθήκαν· το Σκοτάδι τη χρεία τους
δεν την είχε πια – το Σκοτάδι ήταν ο Κόσμος.